Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

ΑΚΕΠ: Ολοκαύτωμα στην Παλαιστίνη

Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπράττουν με το Ισραήλ στο νέο ολοκαύτωμα σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού.
Οι Γολιάθ του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, εγκλωβισμένοι στην βαθιά οικονομική κρίση, γίνονται καθημερινά περισσότερο επικίνδυνοι και απροκάλυπτα απάνθρωποι.
Η πτώση της τιμής του πετρελαίου και των βιομηχανικών ορυκτών, σε επίπεδα κάτω του κόστους παραγωγής τους, οξύνουν την κρίση ανάπτυξης κι εντείνουν τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών κέντρων, που οδηγούνται -μέρα με την μέρα- στην ανοιχτή ρήξη και τον πόλεμο.
Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού και η ανισόμετρη ανισομέρεια των τομέων και των κλάδων παραγωγής στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών διαμορφώνουν, υπό την δεσποτεία της νέας τεχνικής στα μέσα παραγωγής, νέα πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά, ετερογένειες και αντιθέσεις, που δεν δημιουργούν μόνον αδύναμους κρίκους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αλλά αποσαρθρώνουν την αλυσίδα ολόκληρη.
Στην σημερινή ζοφερή παγκόσμια πραγματικότητα καμία χώρα, κανένας λαός, καμία υπό εκμετάλλευση τάξη, κανένας άνθρωπος δεν είναι ασφαλής. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο Παλαιστινιακός λαός, όσο απίθανο κι αν φαίνεται, μπορεί αύριο να το αντιμετωπίσει κι ο δικός μας λαός. Γι’ αυτό, η συμπαράσταση και η πάνδημη συμμετοχή του ελληνικού λαού στις κινητοποιήσεις υπέρ των Παλαιστινίων είναι επιβεβλημένη, όχι μόνον σαν εκδήλωση αλληλεγγύης, αλλά και σαν εκδήλωση πρόνοιας και αποτροπής των σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή μας, την χώρα μας, τον λαό μας.
Η στάση του Ομπάμα στα προβλήματα της Μέσης Ανατολής δείχνει πόσο μωρόδοξοι ήταν όσοι πίστεψαν πως θα γινόταν προοδευτικότερη η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και πόσο δίκιο έχει ο σοφός λαός όταν λέει «άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά».
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ ΛΑΟ
Γραφείο Τύπου
Μίκα Στάθη
29/12/08

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

ΑΚΕΠ: ΑΣ ΤΡΕΜΟΥΝ ΟΙ ΑΣΤΟΙ

Η αντίληψη των ιδεολόγων του αστισμού, να αντιμετωπίζουν τον ριζοσπαστισμό στην κοινωνική και πολιτική ζωή σαν αποκλίνουσα και παραβατική συμπεριφορά, είναι ο πραγματικός ένοχος της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Η μαζική συμμετοχή της νεολαίας και του λαού στις εκδηλώσεις θυμού και οργής ενάντια στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της συντήρησης, της εκμετάλλευσης, της καταστολής και της καταπίεσης, που έγιναν με αφορμή την δολοφονία του νεαρού μαθητή, έχει ξεκάθαρα ταξικό κοινωνικό περιεχόμενο.
Το καθεστώς επιδοτεί με δισεκατομμύρια τους τραπεζίτες και το μεγάλο κεφάλαιο, και δίνει ψίχουλα για την Παιδεία, την Υγεία, τον Πολιτισμό, τον μισθοσυντήρητο, τον συνταξιούχο, τον αγρότη.

Η παταγώδης αποτυχία του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης του καπιταλισμού, που ήρθε να προστεθεί στην παταγώδη αποτυχία των μοντέλων της σοσιαλδημοκρατίας, της μικτής οικονομίας και του κρατισμού, αρχίζει ν’ αφυπνίζει κοινωνικές δυνάμεις που μεχρι σήμερα έμεναν παθητικοποιημένες και πολιτικά ανενεργές.

Το βαθύτερο νόημα της σημερινής αυθόρμητης εξέγερσης της νεολαίας και του λαού βρίσκεται στο οτι δεν ποδηγετείται από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και τις γερασμένες ιδεολογίες.

Ο Πρωθυπουργός της χώρας και οι πάσης φύσεως προπαγανδιστές της ταξικής ειρήνης -αξιοποιώντας τις πράγματι λανθασμένες, αψυχολόγητες και ανώριμες εκδηλώσεις οργής ορισμένων θυμωμένων νεολαίων που, κατά περίπτωση, παροδηγούνται από λούμπεν στοιχεία και παρακρατικούς- υπερθεματίζουν υποκριτικά κατά της βίας και υπέρ της δημοκρατίας και συγκαλύπτουν την πραγματική κοινωνική βία, που καθιστά νομοτελειακά τους πλούσιους πλουσιότερους, τους φτωχούς φτωχότερους και οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους στην απόγνωση, στην εξαθλίωση, στην περιθωριοποίηση.
Κύριε Πρωθυπουργέ, αξιότιμοι οπαδοί της ασυγκρουσίας: η οικονομική βία, ο βανδαλισμός και το πλιάτσικο που ασκείται, μόνιμα και παρατεταμένα, ενάντια στους μισθοσυντήρητους και το λαό, από την οικονομική ολιγαρχία, τις τράπεζες, τα καρτέλ, τα ιδιωτικά και τα κρατικά μονοπώλια, με την κάλυψη μάλιστα της νομοθετικής, της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας, είναι η πραγματική, η καθολική, η απόλυτη ταξική βία που χαρακτηρίζει την σημερινή κοινωνία, την σημερινή Ελλάδα.

Η νεολαία είναι μια ανομοιογενής κοινωνική κατηγορία, που ταξικά διαστρωματώνεται ανάλογα με την ταξική διαστρωμάτωση του λαού. Άλλα τα προβλήματα του γιού και της κόρης του τραπεζίτη, του εφοπλιστή, του μεγαλοαστού κι άλλα τα προβλήματα των παιδιών των μισθοσυντήρητων και των ασθενέστερων οικονομικά τμημάτων του πληθυσμού.

Η σημερινή αυθόρμητη σύγκρουση της νεολαίας με τις δυνάμεις του κατεστημένου είναι σύγκρουση ταξική, αντιπροσωπεύει την απαρχή της σύγκρουσης των ταξικών δυνάμεων της εργασίας ενάντια στις ταξικές δυνάμεις του κεφάλαιου, αντιπροσωπεύει την απαρχή της ρήξης του λαού με τις δυνάμεις της καπιταλιστικής εξουσίας, αντιπροσωπεύει την σύγκρουση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων με τις παρηκμασμένες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Η πορεία της αναβάθμισης του σημερινού αυθόρμητου κινήματος σε κίνημα στοχοθετημένο και συνειδητό θα καθορίσει την έκβαση του αγώνα των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού ενάντια στις δυνάμεις της συντήρησης, της εκμετάλλευσης, της καταστολής και της καταπίεσης.

Σήμερα το ΑΚΕΠ, αναπόσπαστο τμήμα του ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος, συμπαρατάσσεται με την εξεγερμένη νεολαία και το λαό και αντιπαραθέτει στις υλικές οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτικές δυνάμεις της καπιταλιστικής εξουσίας τις ιδέες της επανάστασης. Σύμφωνα με την διαλεκτική κοσμοθεωρία, η υλική δύναμη αντιμετωπίζεται μόνο με υλική δύναμη, κι οι ιδέες της επανάστασης θα γίνουν υλική δύναμη όταν κατακτήσουν τους μισθοσυντήρητους, την νεολαία και το λαό.

Η επανάσταση, σαν γεγονός που δίνει πρακτική υπόσταση στην έννοια της κοινωνικής ελευθερίας, καθώς και η επαναστατική δράση, που ανακλά την κοινωνική πραγματικότητα και την διαμορφώνει, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας μονοσήμαντης αιτιοκρατικής νομοτέλειας ούτε κάποιας θεληματικής και υποκειμενικής ικανότητας, αλλά απόρροια μιας καθολικής αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών του κοινωνικού γίγνεσθαι που έρχεται να δημιουργήσει νέες, ανώτερες μορφές οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας.

Σήμερα, η βαθιά οικονομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος απέδειξε, για μια ακόμη φορά, πως οι καπιταλιστές είναι χάρτινες τίγρεις.

ΑΣ ΤΡΕΜΟΥΝ ΟΙ ΑΣΤΟΙ
Το φάντασμα της επανάστασης πλανιέται ξανά πάνω απ' την Ευρώπη.
Η Παρισινή κομμούνα, η Οκτωβριανή επανάσταση και o
Μάης του ’68 είναι οι ιστορικοί φάροι που, μέσα από το ανθισμένο μονοπάτι των εμπειριών και των ιδεών τους, θα οδηγήσουν τους μισθοσυντήρητους και τους λαούς στον δρόμο της επανάστασης.
Γραφείο Τύπου
Μίκα Στάθη

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

ΑΚΕΠ: Η δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου είναι πολιτική

Σήμερα, οι δολοφόνοι του αστικού κράτους εκτέλεσαν εν ψυχρώ και για παραδειγματισμό τον σύντροφο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο.
Η δολοφονία είναι πολιτική. Προετοιμάστηκε από τους ιδεολόγους του αστισμού, από την μεταμοντέρνα δημοσιογραφία και από τις κατευθύνσεις και τις εντολές της εκτελεστικής εξουσίας.
Η απάντηση του ριζοσπαστικού κινήματος, και κάθε προοδευτικού ανθρώπου, πρέπει να είναι άμεση και μαζική.
"ΗΧΗΣΤΕ ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ, ΟΙ ΦΟΒΕΡΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΞΕΔΙΠΛΩΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ"
ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΚΥΡΙΑΚΗ 7/12/08 στις 13.00
Απόφαση του ΕΓ της ΚΕ του ΑΚΕΠ, 7/12/08

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

ΑΚΕΠ: Βατοπέδιο ή Βατοπαίδιο και το αυγό του φιδιού

Στην ραδιοφωνική εκπομπή του ΣΚΑΪ «Ανεμολόγιο» με θέμα την «υπόθεση Βατοπαιδίου», ένας ακροατής εξέφρασε τηλεφωνικά μια ενδιαφέρουσα μεθοδολογική αντίληψη για την προσέγγιση των γεγονότων που απασχολούν τελευταία την επικαιρότητα. Οι αξιολογικές κρίσεις που έκανε για το τί είναι «είδηση», τί είναι «αλήθεια» και τί είναι «προπαγάνδα» έχουν, περίπου, ως εξής:
α) είδηση είναι να λες οτι «η Εκκλησία επένδυσε στο Χρηματιστήριο, στην μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, στην τιμή των 11ευρώ, το α ή β ποσό, κλπ».
β) αλήθεια είναι να παρουσιάζεις «τις πηγές των χρημάτων, της Εκκλησίας, που επενδύθηκαν στο Χρηματιστήριο, να συμφωνείς ή να διαφωνείς με τον τρόπο που αποκτήθηκαν τα χρήματα αυτά, κλπ».
γ) προπαγάνδα είναι να χρησιμοποιείς την είδηση και την αλήθεια «για να εξυπηρετήσεις αλλότριους σκοπούς, με μεγαλύτερη ηθική απαξία απ’ αυτήν που προσδίδεις σ’ αυτές καθ’ εαυτές τις ενέργειες της Εκκλησίας, ή άλλων παραγόντων του δημόσιου βίου, κλπ».
Ακολουθούμε, λοιπόν, κι εμείς την ίδια μεθοδολογική προσέγγιση με αυτήν του ακροατή του ΣΚΑΪ, για να εκθέσουμε τις σκέψεις μας πάνω στα επίκαιρα γεγονότα της Μονής Βατοπαιδίου.
ΕΙΔΗΣΗ
Είδηση είναι οτι η Μονή Βατοπαιδίου ελέγχει εταιρείες real estate, ναυτιλιακές εταιρείες, off-shore εταιρείες κλπ. Οι πολλαπλές πράξεις ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων, που έγιναν μεταξύ του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου(ΝΠΔΔ) της «Μονής Βατοπαιδίου» και του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου(ΝΠΔΔ) της «Κτηματικής Υπηρεσίας», ήταν σκανδαλωδώς ανισοβαρείς υπέρ της Μονής Βατοπαιδίου, κι έγιναν με την συνδρομή και την ανοχή των νομικών υπηρεσιών του ελληνικού κράτους, και με την μεροληπτική στάση τόσο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ όσο και της κυβέρνησης της ΝΔ. Ο μηχανισμός παραχώρησης εκτάσεων του Δημοσίου στη Μονή Βατοπεδίου ξεκινά από το 1999, και μέχρι το 2003 οι υπουργικές αποφάσεις των υπουργείων Οικονομικών και Γεωργίας κατοχυρώνουν τα 25.000 στρέμματα της λίμνης Βιστωνίδας ως ιδιοκτησία της Μονής Βατοπεδίου - και μάλιστα με τη βούλα του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Οι τίτλοι της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου ανάγονται στο 1080 μ.Χ. και εφεξής, με αφετηρία Χρυσόβουλλο Λόγο του Νικηφόρου Βοτανειάτη το έτος 1080 και στη συνέχεια Χρυσόβουλλους Λόγους του Ανδρόνικου Παλαιολόγου του Γ' του έτους 1329, Ιωάννου Παλαιολόγου του έτους 1357, του Ηγεμόνος Ιωάννου Ούγγλεση του έτους 1371 κλπ. Το Χρυσόβουλο, ή χρυσόβουλλο, είναι επίσημο δημόσιο έγγραφο που έφερε χρυσή σφραγίδα. Χρυσόβουλα ονομάζονται τα διατάγματα των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, τα οποία γράφονταν σε περγαμηνή στην οποία φέρονταν εξαρτημένη χρυσή σφραγίδα. Τα χρυσόβουλα αφορούσαν κυρίως σε δωρεές προς μοναστήρια, ναούς κ.λπ. καθώς και όποτε τύχαινε ανάγκη πρόσθετων διατάξεων με προσθήκη νέων τεμαχίων περγαμηνής που αναλάμβανε ο Μέγας λογοθέτης ή ο λεγόμενος λογοθέτης του δρόμου, με ειδικές σημειώσεις, τη συγκόλληση των νέων τεμαχίων, βεβαιώνοντας έτσι το αλληλένδετο και τη φυσική συνέχεια του κειμένου. Στο χρυσόβουλο αναφέρονταν ο Αυτοκράτορας με ερυθρό μελάνι δια της λέξεως «λόγος» (της Βασιλείας μου), το όνομα του μήνα, τον αριθμό του έτους της Ινδικτιώνας και τον τελευταίο αριθμό της χρονολογίας. Χρυσόβουλα διασώθηκαν στα αρχεία των Μονών του Αγίου Όρους καθώς και σε αρχεία παλαιών ιστορικών Μονών εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου.
Ο οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος, στην επίσκεψή του στην Ελλάδα, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τα ορθόδοξα προσκυνήματα, αν αρχίσουν οι αμφισβητήσεις των χρυσόβουλων με αφορμή τη Μονή Βατοπεδίου. Όπως τόνισε, τα προνόμια και οι ιδιοκτησίες των ορθόδοξων Εκκλησιών στηρίζονται σε χρυσόβουλα, σε φιρμάνια και σε αχτιναμέδες. Οχι μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς αλλά και ολόκληρη η παρουσία πρεσβυγενών Πατριαρχείων στηρίζεται «εις τα σχετικά χρυσόβουλα των αοιδήμων ευσεβών αυτοκρατόρων του Γένους, τα οποία εν πολλοίς εγένοντο σεβαστά υπό των οθωμανών σουλτάνων». Υποστήριξε, μάλιστα, με έμφαση, ότι όλα αυτά συγκροτούν βάση δικαίου, «η παραμικρά αμφισβήτηση της οποίας θα ηδύνατο να επιφέρει οδυνηράς και αυτοχρήμα καταστροφικάς δια το γένος και όχι μόνο, συνεπείας». Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πατριάρχης υπερασπίζεται «τίτλους ιδιοκτησίας» που βασίζονται σε χρυσόβουλα και μάλιστα για τη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Ορους. Ηδη από τις 25 Ιουνίου του 2001, με επιστολή του προς τον τότε υπουργό Γεωργίας Γ. Ανωμερίτη, είχε υποστηρίξει ότι η κυριότητα της λίμνης Βιστονίδας ανήκει στη Μονή Βατοπεδίου. Αναφέρει ότι «αποδεικνύεται περιτράνως διά των αναφερομένων εις τα απ' αιώνος αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, καθώς ταύτα επεκυρώθησαν και διά πατριαρχικών συνοδικών γραμμάτων και σιγγιλίων». Ο πατριάρχης αναφέρεται λεπτομερώς στα σιγγίλια και τα χρυσόβουλα της περιοχής, τονίζοντας ότι «προ χρόνων αμνημονεύτων εστίν αφιερωμένη η τοποθεσία της λίμνης Μπουρού και του Περιθεωρίου εις αυτό το ιερόν του Βατοπεδίου μοναστήριον μετά της τότε εκκλησίας του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου...». Αφού στην επιστολή αναφέρονται λεπτομερώς τα σιγγίλια και τα πατριαρχικά γράμματα που τα επικυρώνουν, καταλήγει ότι όλα αυτά «επισφραγίζουν την κυριότητα της ιεράς Μονής, όχι μόνον επί του Ναού του Αγίου Νικολάου, αλλά και επί της λίμνης, της νησίδος, των παραλιμνίων της λίμνης και επί του μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου και της περιοχής του...Μάλλον δ' ειπείν τα δικαιώματα της Μονής επί του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου έλκονται από των επί της λίμνης και των παραλιμνίων και των επί του Περιθεωρίου κυριαρχικών δικαιωμάτων, βάσει των χρυσοβούλων των βυζαντινών βασιλέων». Δύο χρόνια αργότερα σε άλλη επιστολή του Πατριαρχείου προς τον μητροπολίτη Ξάνθης επαναλαμβάνονται τα όσα αναφέρονται στην προηγούμενη επιστολή για την ιδιοκτησία της μονής.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις του παρελθόντος, μεταξύ του ΝΠΔΔ της Μονής Βατοπεδίου και ελληνικού κράτους, έχουν ως εξής: Με τον νόμο της 16/19 Νοεμβρίου 1935 ορίζεται νομοθετικά η Βιστωνίδα ως λιμνοθάλασσα. Η ιχθυοτροφική εκμετάλλευση ορίζεται ότι θα γίνεται από 01-03-1936 και εφεξής με εκμίσθωση από το Δημόσιο και ότι από το ετήσιο μίσθωμα θα διατίθεται ποσό μέχρι 1.100.000 δραχμών υπέρ της Αθωνιάδος Σχολής του Αγίου Ορους και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου «όσο ισχύει η σχετική σύμβαση με την ανωτέρω Μονή», χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα η σύμβαση αυτή. Το 1946 τίθεται σε ισχύ ο Αστικός Κώδικας. Με το άρθρο 1 του Εισαγωγικού Νόμου καταργούνται όλες οι διατάξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις του Α.Κ. και του Εισ. ΝΑΚ ή που αφορούν σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτούς. Με το άρθρο 51 Εισ. ΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητος ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από τον Α.Κ. κρίνεται κατά το προϊσχύον δίκαιο, και με το άρθρο 55 το δικαίωμα κυριότητος που υπάρχει κατά την εισαγωγή του Α.Κ. θα διέπεται στο εξής σε όλη του την έκταση, περιεχόμενο κ.λπ. από τον Α.Κ. Το 1951, με τον νόμο 1924 ορίσθηκε ότι «ποσοστό 40% καταβάλλεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, για το εκ 40% μερίδιο της Μονής στις προσόδους της λίμνης, κατά την από 4ης Μαΐου 1930 σύμβαση μεταξύ αυτής και του Δημοσίου». Το Ν.Δ. 420/1970 κατήργησε τον α.ν. 16/19.11.1935 και τον ν. 1924/1951, αλλά επανέλαβε ότι, από τα έσοδα της λιμνοθάλασσας το 40% καταβάλλεται στη Ι.Μ. Βατοπεδίου κατά την από 4ης Μαΐου 1930 σύμβαση μεταξύ αυτής και του Δημοσίου και το 20% στη Μονή για τη λειτουργία της Αθωνιάδος Σχολής. Ο Ν. 1740/1987 όρισε ότι για τη μίσθωση της λιμνοθάλασσας Βιστωνίδος (Μπουρού) Ξάνθης δεν θίγονται τα δικαιώματα της Μονής Βατοπεδίου και της Αθωνιάδος Σχολής επί των εσόδων του Δημοσίου από την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας, ποσοστά που υπολογίζονται στο ύψος που ορίζεται από το άρθρο 66 ν.δ. 420/1970 (40%-20%). Με την Υπουργική Απόφαση Φ. 7/1987 εδραιώνεται νομικά, κατά τη φρασεολογία της αποφάσεως, η Αθωνιάδα Σχολή ως Εκκλησιαστική Ακαδημία και αναφέρεται ως προϋπόθεση λειτουργίας της σχολής «η μετά του Ελληνικού Δημοσίου συμφωνία της Ι. Μ. Βατοπεδίου επί της ιχθυοτροφικής εκμεταλλεύσεως της λιμνοθαλάσσης Μπουρού - Ξάνθης». Παραπέμπει η υπουργική απόφαση στα σχετικά άρθρα του Ν.Δ. της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 για την ανωτέρω Σχολή.
Η Μονή Βατοπεδίου προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του υφυπουργού Οικονομίας με την οποία ανακλήθηκαν οι αποφάσεις των υφυπουργών Οικονομικών Γ. Δρυ και Γ. Φωτιάδη από το 1999 έως το 2003, σχετικά με την κυριότητα των εκτάσεων στη λίμνη Βιστωνίδα και των παραλίμνιων περιοχών, ενώ επίσης ανακλήθηκαν και τα πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής. Μεταξύ των άλλων, επικαλείται τίτλους και άλλα στοιχεία (τοπογραφικά διαγράμματα, καταθέσεις μαρτύρων, χρυσόβουλα, συνοδικές επιστολές κλπ) που είχαν συνεκτιμηθεί από το γνωμοδοτικό συμβούλιο δημοσίων κτημάτων, το οποίο με γνωμοδοτήσεις του είχε αναγνωρίσει δικαίωμα κυριότητας της μονής επί της Βιστωνίδας και των παραλίμνιων εκτάσεων. Η Mονή Βατοπεδίου υποστηρίζει ακόμα στην προσφυγή της ότι δεν είναι νόμιμη η αιτιολογία της υπουργικής απόφασης, καθώς, όπως αναφέρει, προβλέπει αόριστα ανάκληση για «προφανείς και σοβαρούς λόγους του δημοσίου συμφέροντος», χωρίς, όμως, να εξειδικεύει τους λόγους αυτούς. Και αυτό, όπως αναφέρει η Μονή, παρά το γεγονός ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής ανακλητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Επιπλέον, στην προσφυγή αναφέρεται ότι στο μέτρο που εμπλέκονται όχι μόνο δικαιώματα της Μονής, αλλά και δικαιώματα τρίτων, η υπουργική πράξη έπρεπε να σταθμίσει μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου συμφέροντος, βάσει αυστηρών κριτηρίων ασφάλειας δικαίου. Τέλος, η Μονή αναφέρει στην προσφυγή της ότι με βάση την ομολογία των δικαστηρίων, η κοινοχρησία εκτάσεων δεν είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιωτική ιδιοκτησία και ότι οι αποφάσεις που ανακλήθηκαν προσδιορίζουν με σαφήνεια τα ακίνητα, την έκταση και τα όρια και επομένως οι αντίθετες παραδοχές της ανακλητικής απόφασης είναι εσφαλμένες.
Πέραν τούτων, τεράστιες εκτάσεις γης στη Ρουμανία και τη Μολδαβία διεκδικεί η Μονή Βατοπεδίου, και μάλιστα με αξιώσεις, όπως δηλώνουν νομικοί που χειρίσθηκαν την υπόθεση κατ’ εντολήν του ηγουμένου Εφραίμ. Την υπόθεση έφερε στη δημοσιότητα η κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης», αναφέροντας ότι η Μονή Βατοπεδίου αναζήτησε και εντόπισε ακίνητη περιουσία 50.000 στρεμμάτων, η οποία ισχυρίζεται ότι της ανήκει με βάση τίτλους ιδιοκτησίας που ανάγονται στην περίοδο της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εκτάσεις που διεκδικεί το μοναστήρι αφορούν 40.000 στρέμματα εντός και πέριξ του Βουκουρεστίου και περίπου ακόμα 10.000 στρέμματα στη Μολδαβία. Πρόκειται για εκτάσεις οι οποίες δημεύθηκαν από τον ιδρυτή της σύγχρονης Ρουμανίας, Αλέξανδρο Ιωάννη Κούζα, μετά τη συνένωση των πριγκιπάτων της Μολδαβίας και της Βλαχίας το 1862. Η νομική βάση της διεκδίκησης εδράζεται σε πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τις οποίες δικαιώθηκαν Ρουμάνοι πολίτες που διεκδίκησαν περιουσίες που είχαν δημευθεί από το καθεστώς Τσαουσέσκου. Στόχος ήταν να κινηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες εντός της Ρουμανίας και αν η διεκδίκηση αποτύγχανε με την εξάντληση όλων των εσωτερικών ένδικων μέσων, τότε να ακολουθούσε προσφυγή της μονής εναντίον της Ρουμανίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αξιοσημείωτη είναι η συνέντευξη που έδωσε ο καθηγητής της «Ιστορίας του Δικαίου» της Νομικής, Κ. Πιτσάκης, στην εκπομπή «Ανιχνεύσεις» της ΕΤ3.

Παραπέμπουμε στο σχετικό link: http://www.youtube.com/watch?v=IqT2YJ01OZs
ΑΛΗΘΕΙΑ
H Μονή ΒατοπεδίουΒατοπαιδίου) είναι η 2η στην ιεραρχία των Αγιορείτικων μονών. Κείται στη μέση της βορειανατολικής πλευράς της χερσονήσου. Το καθολικό της είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Οικοδομήθηκε τον 10ο αιώνα και ιδρύθηκε από τους μοναχούς Νικόλαο, Αθανάσιο και Αντώνιο με προέλευση την Ανδριανούπολη. Οι τοιχογραφίες του είναι των αρχών του 1312 της λεγόμενης Μακεδονικής Σχολής. Οι τοιχογραφίες της λιτής του Καθολικού είναι οι αυθεντικές, ενώ οι υπόλοιπες επιζωγραφήθηκαν μεταγενέστερα. Το μαρμαροθετημένο δάπεδό του είναι μεγάλης τέχνης. Η Μονή Βατοπεδίου έχει συνολικά 31 παρεκκλήσια. Τα δώδεκα βρίσκονται εκτός μονής και τα υπόλοιπα στο κτιριακό της συγκρότημα. Πέντε από αυτά βρίσκονται ενσωματωμένα στο Καθολικό και τρία στους αμυντικούς πύργους της. Στις πτέρυγες της Μονής υπάρχουν εννέα παρεκκλήσια . Ένα από αυτά είναι του Αγίου Ανδρέα, με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στην αυλή υπάρχουν δύο παρεκκλήσια. Το ένα είναι της Αγίας Ζώνης και κατέχει ως μέγα θησαύρισμα την Αγία Ζώνη της Παναγίας. Το απαράμιλλης τέχνης επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 1816 και θεωρείται το ωραιότερο του Αγίου Όρους. Ο κοιμητηριακός ναός είναι αφιερωμένος στους Αγίους Αποστόλους. Η βιβλιοθήκη της μονής Βατοπεδίου και το αρχείο της μονής Βατοπεδίου στεγάζεται σε ένα απο τους αμυντικούς πύργους της μονής. Περιέχει 2050 χειρόγραφα, απο τα οποία το ένα τρίτο είναι γραμμένα σε περγαμηνή. Διαθέτει επίσης 25 περγαμηνά ειλητάρια. Εκεί φυλάγονται μέρος από τα 40000 έντυπα, απο τα οποία πολλά είναι αρχέτυπα και παλαιότυπα. Το αρχείο της μονής περιλαμβάνει τριακόσιες δέκα χιλιάδες έγγραφα. Η μονή Βατοπεδίου έχει δύο Σκήτες: τη Σκήτη Αγίου Δημητρίου και τη Σκήτη Αγίου Ανδρέα. Εχει επίσης είκοσι έξι Κελλιά και ένδεκα καθίσματα . Στην περιοχή της Κολλιτσούς βρίσκονται οκτώ Κελλιά. Δύο Κελιά είναι στη περιοχη Γυφτάδικα και δύο στις Καρυές. Η Μοναστική δύναμη της Μονής, σύνολο μοναχών και εξαρτηματικών, κυμαίνεται σήμερα απο 90-120 άτομα. Η συντήρηση των κτισμάτων της Μονής, των βιβλιοθηκών, των περγαμηνών κλπ., απαιτεί, προφανώς, πολύ μεγάλες χρηματικές δαπάνες που, ή πρέπει να καλύπτονται από πόρους της Μονής, ή από πόρους του Αγίου Όρους, ή από δωρεές της ελλαδικής εκκλησίας και του Πατριαρχείου, ή από το ελληνικό κράτος.
Αλήθεια είναι οτι το ελληνικό κράτος, η Εκκλησία και τα μοναστήρια ήταν πάντα -κι είναι και σήμερα- οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες γής. Αυτό σημαίνει πως ο αστικο-δημοκρατικός αναδασμός της γής, που ξεκίνησε από το Κιλελέρ κι έφτασε μεχρι τους αναδασμούς των αρχών της δεκαετίας του ’50, έμεινε ανολοκλήρωτος. Το να περιέλθει η γη στους ακτήμονες αγρότες είναι απλά ένα αστικο-προοδευτικό μέτρο, που θα έπρεπε να έχει συντελεστεί εδώ και καιρό. Η δημόσια γη, η εκκλησιαστική και η μοναστηριακή γη, έχει τίτλους ιδιοκτησίας που ανάγονται μόνον σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σε οθωμανικές παραχωρήσεις και αγοραπωλησίες. Ακόμη κι η ιδιωτική γή έχει προέλθει, αρχικά, από εκχώρηση ή αγοραπωλησία που ανάγεται σε χρυσόβουλα και φιρμάνια. Η φεουδαρχική ιδιοκτησία στη γη, πάνω στην οποία βασίστηκε επί αιώνες η εκμετάλλευση του δουλοπάροικου, του κολλήγα, από τους φεουδάρχες και τον ανώτερο κλήρο, σήμερα παίρνει την μορφή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου της Εκκλησίας, των μοναστηριών και του Δημοσίου. Τα περισσότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια οικοδομήθηκαν στην περίοδο της φεουδαρχίας, με χρήματα που έδωσαν οι αυτοκράτορες, οι ηγεμόνες και οι φεουδάρχες. Τα ποσά των χρήματων, που απαιτήθηκαν για να χτιστούν τα μοναστήρια αυτά, ήταν τόσο μεγάλα που, ακόμα και σήμερα, με τα τεχνικά μέσα που υπάρχουν, το κόστος κατασκευής τους είναι απαγορευτικό. Για να καταλάβει κανείς τα ποσά των χρημάτων που απαιτήθηκαν, αρκεί να τα συγκρίνει με τα εκατοντάδες εκατομμύρια που απαιτούνται σήμερα για την συντήρηση των κτισμάτων της Μονής Βατοπαιδίου. Τα χρήματα που «δώρισαν» οι αυτοκράτορες, οι ηγεμόνες και οι φεουδάρχες στους καλόγερους, για να οικοδομήσουν τα μοναστήρια, δεν «έπεσαν» από τον ουρανό. Προήλθαν από την άγρια και βάρβαρη εκμετάλλευση εκατομμυρίων δουλοπάροικων. Για να μαζευτούν τα χρήματα, που χρειάστηκαν για την κατασκευή των μονών, πείνασαν, πόνεσαν, πέθαναν εκατομμύρια άντρες, γυναίκες, παιδιά που έμειναν χωρίς φαγητό, χωρίς στέγη, χωρίς «στον ήλιο μοίρα»... Τα μοναστήρια, ουσιαστικά, είναι οικοδομήματα που έχουν χτιστεί από τα οστά και το αίμα εκατομμυρίων αθώων. Ας σημειωθεί, την εποχή εκείνη η κοινωνική εξουσία εκπροσωπούσε τον ουρανό και οι άρχοντες ήταν οι αντιπρόσωποι του Θεού επί της γης.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου βοήθησαν την ανάπτυξη του Αγίου Όρους, λόγω της μεγάλης αφομοιωτικής επιρροής που ασκούσε στους λαούς της Βαλκανικής και του κύρους που απελάμβανε στον σπαρασσόμενο από αιρέσεις χριστιανικό κόσμο.
Ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους, ο επονομαζόμενος «Τράγος», είναι γραμμένος από δέρμα τράγου και φυλάσσεται στις Καρυές. Συντάχθηκε από τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη και επικυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Το 985, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος, με χρυσόβουλο, παρεχώρησε την χερσόνησο του Άθωνα στην ιδιοκτησία των ερημιτών και των καλογήρων. Σε χρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, το 1144, αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το όνομα όπως αναγράφεται σ΄ αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430, ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ ανεγνώρισε τα προνόμια που είχαν δοθεί στο Άγιο Όρος με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Κατά την περίοδο της επανάστασης του Εμμανουήλ Παππά το 1822, συνέβη η μεγαλύτερη, ίσως, καταστροφή στην ιστορία του Αγίου Όρους: τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις σφαγίασαν μοναχούς καθώς επίσης και γυναικόπαιδα που είχαν προστρέξει εκεί για να βρούν καταφύγιο. Με τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878, το καθεστώς του Αγίου Όρους άρχισε να υφίσταται για τους μοναχούς, πριν την ενσωμάτωση της Χαλκιδικής στο ελληνικό κράτος. Με την συνθήκη του Βερολίνου, η Ελλάδα υποχρεώνεται σε αναγνώριση και διατήρηση των παραδοσιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών στις μοναστηριακές κοινότητες του Αγίου Όρους. Το ελληνικό κράτος κύρωσε με το ν.δ. 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος βάσει του άρθρου 186 απαγορεύει την είσοδο γυναικών στον Άθω. Επομένως, το status quo του Αγίου Όρους, τα δικαιώματα και τα προνόμιά του, απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, κι όχι άμεσα από την νομοθεσία του ελληνικού κράτους.
Σήμερα, το Άγιο Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο και αυτόνομο τμήμα του ελλαδικού χώρου, κυβερνάται σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του 1924, υπάγεται πολιτικά στο Υπουργείο Εξωτερικών και θρησκευτικά στην Δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Είναι διαιρεμένο εδαφικά σε είκοσι αυτοδιοίκητες περιοχές. Κάθε περιοχή αποτελείται από μία κυρίαρχη μονή και διάφορους άλλους μοναστικούς οικισμούς γύρω από αυτήν (σκήτες, κελλιά, καλύβες, καθίσματα, ησυχαστήρια). Όλες οι μονές είναι Κοινόβιες, δηλαδή κοινή λειτουργία, προσευχή, στέγη, σίτιση και εργασία μεταξύ των μοναχών. Υπεύθυνος της κάθε μονής είναι ο Ηγούμενος που εκλέγεται από τους μοναχούς της μονής ισόβια. Οι Ηγούμενοι κάθε μονής αποτελούν την Ιερά Σύναξη και ασκούν την νομοθετική εξουσία.
Η Ιερά Μονή ή Μοναστήρι είναι θρησκευτικό πνευματικό ή Μοναστικό ίδρυμα κυρίαρχο (δηλαδή ανεξάρτητο), αυτοδιοίκητο, ιδρυμένο με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο έγγραφο ή πατριαρχικό σιγγίλιο, με ιδιοκατοχή και απόλυτη κυριότητα Αγιορειτικού εδάφους, μη υποκείμενο σε κανένα περιορισμό ως προς τον αριθμό των μοναχών. Έτσι οι Μονές αποκαλούνται Βασιλικές, Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές (στη θεμελίωση των οποίων τοποθετήθηκε πατριαρχικός σταυρός) και υπό την ιδιότητα αυτών εξαιρούνται οικείας επισκοπικής δικαιοδοσίας, υπάγονται δε απευθείας στον Οικουμενικό Πατριάρχη, του οποίου το όνομα και μόνο μνημονεύεται. Το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί πνευματική και μόνο δικαιοδοσία.
Την εκτελεστική εξουσία στο Άγιο Όρος αντιπροσωπεύει η Ιερά Επιστασία, της οποίας ο Πρόεδρος φέρει την ονομασία Πρωτεπιστάτης. Η Ιερά Επιστασία αποτελείται από 4 μέλη επιλεγμένα από τις 5 πρώτες ιεραρχικά μονές. Αυτές είναι οι εξής: Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (963), Ιερά Μονή Βατοπεδίου (972), Ιερά Μονή Ιβήρων (976), Ιερά Μονή Χιλιανδαρίου ή Χελανδαρίου (1197, Σερβική), Ιερά Μονή Διονυσίου(1375).
Επίσης, η Ιερά Κοινότητα έχει εκτός των άλλων και δικαστική αρμοδιότητα σε υποθέσεις Αστικού Δικαίου για πλημμελήματα που συνέβησαν εντός των γεωγραφικών ορίων του Αγίου Όρους. Για όλες τις υπόλοιπες (Κακουργήματα κλπ.) αρμόδια δικαστήρια εκδίκασης είναι αυτά της πόλεως της Θεσσαλονίκης.
Ως Ανώτατη Εκκλησιαστική και Δικαστική Αρχή εντός του Αγίου Όρους αναγνωρίζεται η Διπλή Ενιάυσεως Σύναξη, η οποία συνέρχεται τακτικά μία φορά τον χρόνο, εκτός και εάν απαιτείται διαφορετικά, και μπορεί να αποφανθεί δια πάν ζήτημα.
Και τέλος χρέη Ανωτάτου Εφετείου γιά Εκκλησιαστικά-Πνευματικά θέματα ασκεί η σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Κατα το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιερά Επιστασία ζήτησε από το Χίτλερ να λάβει την Αθωνική Πολιτεία υπό την προσωπική προστασία του και εκείνος συμφώνησε. Έτσι οι Γερμανοί και Βούλγαροι κατακτητές δεν ενόχλησαν τις Μονές. Με την πράξη τους αυτή, οι αγιορείτες περιέπεσαν σε ανυποληψία και σε περίοδο παρακμής, για δυο δεκαετίες. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως μετά το 1965, το Άγιον Όρος στην Ευρώπη και το Θιβέτ στην Ασία, ενισχύθηκαν ποικιλλοτρόπως από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, κι αποτέλεσαν σημαντικότατα προπύργια προπαγάνδας ενάντια στα αθεϊστικά καθεστώτα του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της Κίνας. Ειδικότερα, κατά την δεκαετία του ’70, το Άγιον Όρος προβλήθηκε κι εξιδανικεύτηκε σε τέτοιο βαθμό από τους μηχανισμούς προπαγάνδας του δυτικού κόσμου, ώστε απέκτησε πάλι το κύρος που είχε κατα την Βυζαντινή περίοδο. Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και μετά την άνοδο Πούτιν στην εξουσία της Ρωσίας, οι πολιτικές σκοπιμότητες της, πολιτικής και ιδεολογικής, λειτουργίας του Άγιου Όρους στους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και της Ρωσίας, έχουν αλλάξει. Η επίσκεψη Πούτιν στο Άγιον Όρος και οι γεωπολιτικές ανακατανομές ισχύος στην χερσόνησο του Αίμου έχουν καταστήσει την ιδεολογικο-πολιτική λειτουργία της Αθωνικής Πολιτείας επιζήμια για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, πως ο ηγούμενος Ευφραίμ, αδελφός του Κύπριου προέδρου του Ευρωπαϊκού κόμματος Κουτσού, υπερθεμάτισε, όπως λέγεται, κατά του σχεδίου Αναν.
ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Η πολιτική ρευστότητα και το νοσηρό κλίμα, που έχει δημιουργήσει η αντιπαράθεση των κομμάτων της εξουσίας, με αφορμή τις δοσοληψίες της Μονής Βατοπεδίου με το Κράτος και τις συμπεριφορές υπουργών και αξιωματούχων της κυβερνητικής εξουσίας, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα και ανησυχίες.
Το απλοϊκό επιχείρημα πως όλα αυτά γίνονται για να επικαλυφθούν τα πραγματικά προβλήματα του λαού (φτώχεια, ανεργία, υποαπασχόληση, εγκληματικότητα κλπ.) δεν είναι επαρκές για να αμβλύνει τις υποψίες οτι κάτι σοβαρότερο συμβαίνει απ’ όσα λέγονται και ομολογούνται.
Το περίεργο -και ύποπτο συνάμα- είναι το γιατί η αστική τάξη της χώρας και τα κόμματα που την εκπροσωπούν, ενώ αντιμετωπίζει προβλήματα που σχετίζονται με την παγκόσμια πιστωτικο-οικονομική κρίση, τα δημόσια οικονομικά, το Μακεδονικό, το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κλπ., αφήνει να σέρνεται μια πολιτική ρευστότητα που διευκολύνει τις επιδιώξεις του διεθνούς παράγοντα επί του ελληνικού γεωπολιτικού χώρου.
Η εμμονή των κομμάτων της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης να παρουσιάζονται σαν θεματοφύλακες του δημοσίου συμφέροντος, της νομιμότητας και της ηθικής, και να υποσκάπτουν με λαϊκισμούς, για χρυσόβουλα και για φιρμάνια, το κύρος νομικών αξιωμάτων του διεθνούς δικαίου, πάνω στα οποία στηρίζεται η εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους για να περιφρουρεί και να διεκδικεί τα πολιτισμικά και τα ιστορικά δικαιώματα του ελληνικού λαού σε πολλές περιοχές του κόσμου (Κωνσταντινούπολη, Ιεροσόλυμα, Σινά κλπ.), ή είναι προϊόν ανικανότητας και άγνοιας, ή είναι προϊόν συνδιαλλαγής και σχεδιασμού από πολιτικές δυνάμεις εντός και εκτός των τειχών της ελληνικής κοινωνίας.
Ταυτόχρονα, οι διαφοροποιήσεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ σηματοδοτούν ουσιώδεις ανακατατάξεις στον πολιτικο-οικονομικό συνασπισμό εξουσίας κι ενισχύουν την γνώμη οτι κάτι περίεργο συμβαίνει.
Τα φαινόμενα της διαφθοράς είναι μόνιμα και σύμφυτα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, είναι αποτέλεσμα των αξιών και των ιδανικών που καθαγιάζουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τον νόμο του μεγίστου κέρδους. Όποτε τα κόμματα της καπιταλιστικής εξουσίας έκαναν προσχηματικά κυρίαρχο το ζήτημα της διαφθοράς, ήταν προμήνυμα δεινών για τους μισθοσυντήρητους και το λαό.
Ειδικά σήμερα, που οι μισθοσυντήρητοι και ο λαός είναι παθητικοποιημένοι, ανοργάνωτοι και ηγεμονευόμενοι από τα ιδανικά και τις αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι κίνδυνοι από την πολιτική αστάθεια και την νοσηρότητα μεγεθύνονται.
Είναι γνωστή η δυσφορία των ΗΠΑ για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, το κοινό ανακοινωθέν για τα γεγονότα στην Γεωργία, σχέδιο Ανάν κλπ.
Επίσης, τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, διαποτισμένα από την αντίληψη του κρατισμού, αυτοπροβάλλονται σαν θεματοφύλακες της δημόσιας καπιταλιστικής περιουσίας και με τις θέσεις τους για σύσταση εξεταστικής ή προανακριτικής επιτροπής ενισχύουν, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, την αντιεπιστημονική άποψη της αστικής κουλτούρας που υποστηρίζει πως το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων της κοινωνίας μας οφείλεται στην ανεντιμότητα, στην ανικανότητα και στην κακοδιαχείριση των αξιωματούχων της πολιτικής και κρατικής εξουσίας. Δίνεται, λοιπόν, η αίσθηση ότι ο πλούτος κι η ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα ανομίας, κλοπής και ληστρικών ενεργειών της ιθύνουσας οικονομικο-πολιτικής τάξης. Η λανθασμένη αυτή αντίληψη έχει επαρκώς καταπολεμηθεί από την κριτική του Μαρξ στον Προυντόν.
Τελειώνοντας εδώ, επαναλαμβάνουμε την θέση μας, και για την περίπτωση του Ευφραίμ και για κάθε άλλη περίπτωση: τα φαινόμενα της διαφθοράς είναι μόνιμα και σύμφυτα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, είναι αποτέλεσμα των αξιών και των ιδανικών που καθαγιάζουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τον νόμο του μεγίστου κέρδους.
Μανώλης Γρηγοριάδης, 24/11/08

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

ΑΚΕΠ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το Αυτοδύναμο Κίνημα Επαναστατικής Πολιτικής (γνωστότερο ως ΑΚΕΠ) είναι ένα ελληνικό ριζοσπαστικό εξωκοινοβουλευτικό πολιτικό κόμμα. Αποδέχεται το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, τον ηθικό ιδεαλισμό και τον πολιτικό δημοκρατισμό. Έχει συλλογική ηγεσία με πρόεδρο τον Αντώνη Π. Χάλαρη και γενικό γραμματέα τον Εμμανουήλ Γ. Γρηγοριάδη. Είναι επίσημο πολιτικό κόμμα αναγνωρισμένο από τον Άρειο Πάγο και τη βουλή των Ελλήνων. Το ΑΚΕΠ ταυτίζεται πολιτικά, οργανωτικά, ιδεολογικά με την ΑΚΕΠ (Αυτοδύναμη Κίνηση Εργατικής Πολιτικής) που είναι προσωνυμία του επίσημου τίτλου του κόμματος.
Ιστορικό
Το ΑΚΕΠ (Αυτοδύναμο Κίνημα Επαναστατικής Πολιτικής) ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του νυν προέδρου του, Αντώνη Π. Χάλαρη, από πρώην μέλη και στελέχη κομμάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και από ανένταχτους του προοδευτικού και δημοκρατικού πολιτικού χώρου. Θεμελίωσε την αναγκαιότητα της ίδρυσής του βασιζόμενο στις εξής δύο υποκειμενικές αντιλήψεις - επιχειρήματα των ιδρυτικών μελών του:
1. Στην υποκειμενική αντίληψη ότι η Σοβιετική Ένωση και οι χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν χώρες καπιταλιστικές με καπιταλιστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα και κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής επειδή στις χώρες αυτές δεν είχε καταργηθεί ούτε υπήρχε προοπτική να καταργηθεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας.
2. Στην υποκειμενική αντίληψη ότι τα ελληνικά αριστερά κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα, και αυτά που υποστήριζαν την Σοβιετική Ένωση και το Κ.Κ.Σ.Ε., και αυτά που ασκούσαν κριτική ή πολεμική στα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν αντιπροσώπευαν πολιτικά στην ελληνική κοινωνία την διαλεκτική κοσμοθεωρία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Γκράμσι και τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων που η κοσμοθεωρία αυτή υπηρετεί, επειδή δεν έθεταν στα προγράμματά τους ή στο καταστατικό τους το αίτημα προοπτικής της κατάργησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
Η ίδρυση του ΑΚΕΠ ολοκληρώθηκε ουσιαστικά με την ολοκλήρωση του πολιτικού προγράμματος και του καταστατικού του που εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των μελών και των στελεχών του κόμματος σε καθολική μυστική ψηφοφορία. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην κεντρική πολιτική σκηνή στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989-1990, κάνοντας χρήση του κοσμοθεωρητικού περιεχομένου της προσωνυμίας του κόμματος, με τα συνθήματα: «Οι εργάτες θέλουν ψωμί και τριαντάφυλλα» και «Κάτω το σύστημα της μισθωτής εργασίας».
Ιδεολογικός προσανατολισμός
Το ΑΚΕΠ αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστικό δημοκρατικό και επαναστατικό πολιτικό κόμμα, εμπνεόμενο από τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ειρήνης και της φιλίας των λαών. Όπως το ίδιο υποστηρίζει, έχει σαν όραμα και στόχο προοπτικής τη δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων για μία ευημερούσα και δημοκρατική κοινωνία στην οποία θα ηγεμονεύει ο πολιτικός οικονομικός δημοκρατισμός και η γενικευμένη αυτοδιάθεση θα είναι αρχή αναγκαία, καθολική και απαραβίαστη.
Πολιτικός - Οικονομικός Δημοκρατισμός
Το ΑΚΕΠ ονομάζει πολιτικό-οικονομικό δημοκρατισμό την πολιτική θεωρία που ενοποιεί, εμμεσοποιεί και εκδηλώνει τις αρχές της άμεσης οικονομικής και πολιτικής δημοκρατίας και την νομοτέλεια «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, από τον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του».
Γενικευμένη αυτοδιάθεση
Το ΑΚΕΠ ονομάζει γενικευμένη αυτοδιάθεση το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

ΑΚΕΠ: Ο Μπάρακ Ομπάμα και η μύτη της Κλεοπάτρας

Η βαθιά οικονομική κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, ξεθώριασε το «αμερικάνικο όνειρο» και υπονόμευσε την ηγεμονία των ΗΠΑ στον καπιταλιστικό κόσμο.
Οι ιθύνουσες τάξεις των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών-κρατών αντιμετωπίζουν, με σκεπτικισμό και φόβο, την αποσταθεροποίηση του παγιωμένου μεταπολεμικά παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και το ενδεχόμενο να περιέλθουν οι οικονομίες τους στην εφιαλτική φάση της παγίδας ρευστότητας (κρίση ανάπτυξης).
Η αποτυχία των κεϋνσιανών μοντέλων ν’ αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα του στασιμοπληθωρισμού την δεκαετία του 1970, δεν δημιουργεί βεβαιότητες για την αποτελεσματικότητα των κεϋνσιανών οικονομικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης.
Η δραματική ομολογία του Άλαν Γκρίνσπαν στην ομιλία του στο Κογκρέσο, που αμφισβήτησε το δόγμα «αυτορρύθμισης της αγοράς» και τις μακροοικονομικές θεωρίες της Νεοκλασσικής Σχολής περί «προσαρμοστικών» και «ορθολογικών προσδοκιών» (Φρήντμαν,Φέλπς και λοιποί), θυμίζουν τα λόγια του Σπινόζα, όταν αναφέρεται στην υποκειμενική ψευδαίσθηση της ελευθερίας: «έχουν συνείδηση των πράξεών τους, αγνοούν όμως τις αιτίες που τις προκαλούν και τις καθορίζουν».
Η θέση του μαρξισμού: «δεν είναι ο καπιταλιστής εκείνος που διευθύνει το Κεφάλαιο, αλλά το Κεφάλαιο είναι εκείνο που διευθύνει τον καπιταλιστή», έχει, στις σημερινές συνθήκες, πέρα για πέρα επιβεβαιωθεί.
Κάτω από το βάρος των γεγονότων, οι σκοπιμότητες της αστικής διανόησης να χρεώσει την κρίση στους γιάπηδες της Γουόλ Στρήτ, τα λεγόμενα golden boys, ήταν προφανείς: από την μια μετέθεσαν τις αιτίες της κρίσης από τις εγγενείς στον καπιταλισμό αντιφάσεις στις αδυναμίες του ανθρώπινου χαρακτήρα, και από την άλλη παρουσίασαν την επίκληση στις αρχές της Βασιλείας 2*, την ανάγκη για ένα νέο Μπρέτον-Γούντς** και την εσπευσμένη υιοθέτηση κεϋνσιανών μέτρων κρατικού παρεμβατισμού σαν αναγκαίες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης φαυλότητας.
Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, για ν’ αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση και, κυρίως, για να αποτρέψει την αφύπνιση της πολυφυλετικής και ταξικά διαρθρωμένης αμερικανικής κοινωνίας, προέβη, πέραν των οικονομικών μέτρων Πόλσον και Μπερνάκι, σε μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική αντεπίθεση, και πέτυχε, έστω και περιστασιακά, σημαντική νίκη.
Οι εκλογές για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ δεν ήταν αυτή την φορά η συνήθης διαδικασία μιας προεδρικής εκλογής, αλλά η διαδικασία προβολής προτύπων και αξιών που στηρίζουν το «αμερικάνικο όνειρο» κι εκθειάζουν τις υπερβατολογικές αντιλήψεις του Μεταμοντερνισμού και του Πραγματισμού για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Η νίκη του Μπάρακ Χουσεϊν Ομπάμα στις εκλογές για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ αναζωπύρωσε στον μέσο αμερικάνο την πίστη στο «αμερικάνικο όνειρο», στον δε μέσο ευρωπαίο την προσδοκία για αναστροφή του οικονομικού κλίματος που κάνει το μέλλον να φαίνεται σκοτεινό και αβέβαιο. Στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου, ιδίως του Αμερικάνου, που αντιμετωπίζει προβλήματα ανάλογα με αυτά των πρωταγωνιστών των ταινιών «Πικρή γή», «Ο φύλακας της σίκαλης», «Τα Σταφύλια της οργής».... εκείνο που μέτρησε περισσότερο ήταν το γεγονός οτι ο Ομπάμα «τα κατάφερε», οτι ο Ομπάμα «πέτυχε».
Στο μυαλό του μέσου αμερικάνου και του μέσου ευρωπαίου ο Ομπάμα φαντάζει, άλλοτε σαν την ηρωική μορφή του Διογένη Teufelsdröckh(= θεϊκό κοπρογέννημα του διαβόλου) του μυθιστορήματος «Sartor Resartus» της πρώιμης περιόδου του Καρλάιλ, άλλοτε σαν τους «ήρωες» των λογοτεχνημάτων και δοκιμίων των αρχών του 19ου αιώνα που γέννησαν την υπερβατική φιλοσοφική και ιστορική αντίληψη της «Νέας Αγγλίας» και του «american transcendentalism».
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι οι κυρίαρχες αντιλήψεις της αστικής φιλοσοφίας για την ιστορία υποστηρίζουν υπέρμετρα το ρόλο της προσωπικότητας στην διαμόρφωση των ιστορικών γεγονότων. Τα επιχειρήματα της υπερβατικής φιλοσοφίας της ιστορίας (Φίχτε, Κάντ, Καρλάιλ κλπ.) εξέθρεψαν το «αμερικάνικο όνειρο», και συμπεριλαμβάνονται σήμερα στην φαρέτρα επιχειρήματων των κυρίαρχων ρευμάτων του Μεταμοντερνισμού και του Πραγματισμού.
Ο Ομπάμα εκλαϊκευσε και χρησιμοποίησε τα επιχειρήματα της υπερβατικής φιλοσοφίας στα προεκλογικά επιχειρήματα του περίφημου «ΜΠΟΡΕΙΣ». Τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ δεν τις κέρδισε ο κατα Αριστοτέλη «μεγαλόψυχος» (magnanimous), «ηθικά τέλειος» ηγέτης, αλλά ο κατα Καρλάιλ «δημιουργικά ενεργητικός» ηγέτης που μπορεί να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις του πραγματικού κόσμου. Το Μεταμοντέρνο πρότυπο του ατόμου, που «ΜΠΟΡΕΙ» να κερδίζει την επιτυχία, με επιμονή και σκληρή προσπάθεια ενάντια σε οικονομικές, κοινωνικές και φυλετικές αντιξοότητες –μέχρι του σημείου μάλιστα να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ!!!- στο πρόσωπο του Ομπάμα έγινε το Υπερεγώ και το όραμα κάθε δυστυχισμένου αμερικάνου, αλλά και κάθε δυστυχισμένου Ευρωπαίου, Αφρικανού και Ασιάτη.
Σε συγκυρίες όπως η σημερινή, η αστική Φιλοσοφία και η αστική Τέχνη, σαν μορφές κοινωνικής συνείδησης, αποκαλύπτουν τον ταξικό τους ρόλο και τον, αδιάγνωστο για πολλούς, προορισμό τους.
Η φιλοσοφική αντίληψη της αστικής κουλτούρας για τον ρόλο της προσωπικότητας και του ατόμου στην διαμόρφωση των κοινωνικών φαινομένων, διάχυτη και διαλελυμένη στα εύπεπτα πολιτισμικά προϊόντα της μαζικής υποκουλτούρας (life style, ριάλιτις, σαπουνόπερες), συμπυκνωμένη, ωραιοποιημένη και υψιπετής στα κορυφαία καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αστικής τέχνης, διαμορφώνει την αναγκαία ηγεμονική διάταξη της αστικής ιδεολογίας μεταξύ του κοινού νού και της ευθυκρισίας και συμβάλλει στην σταθερότητα των κοινωνικών δομών.
Σήμερα, η περίφημη φράση του Σαιν Μπέβ «αν η μύτη της Κλεοπάτρας τύχαινε να είναι πιο κοντή, η όψη του κόσμου θα ήταν αλλοιώτικη», αποκτά στο πρόσωπο του Μπάρακ Χουσεϊν Ομπάμα κωμικοτραγική επικαιρότητα, αφού του προσδίδουν ιστορικές ιδιότητες ανάλογες με αυτές που προσέδιδε ο Σαιν Μπεβ στην μύτη της Κλεοπάτρας. Ο Σαιν Μπεβ, για να υποστηρίξει τον αποφασιστικό ρόλο της προσωπικότητας στην διαμόρφωση των ιστορικών φαινομένων, υποστήριζε πως αν ο χαρακτήρας του Λουδοβίκου 15ου ήταν διαφορετικός και η Μανταμ ντε Πομπαντούρ δεν τον επηρέαζε στην λήψη των αποφάσεών του, η οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της Γαλλίας θα ήταν διαφορετική. Αν ο περίφημος ρήτορας Μιραμπώ δεν πέθαινε, η εξέλιξη της Γαλλικής Επανάστασης θα ήταν διαφορετική, κλπ.κλπ.
Αν ζούσε λοιπόν σήμερα ο Σαιν Μπεβ θα μπορούσε ωραιότατα να υποστηρίξει αυτά που υποστηρίζουν, εν χορώ, οι σημερινοί απολογητές του καπιταλισμού. Αν τα golden boys δεν ήταν τόσο άπληστοι και πλεονέκτες, η οικονομική κρίση θα είχε αποφευχθεί. Ή, αν ο Μπάρακ Ομπάμα, ο Πρόεδρος της «βασιλεύουσας» του καπιταλισμού, αποδειχθεί οτι είναι άνθρωπος με ευαισθησίες και ικανότητες, τα προβλήματα της ανθρωπότητας και η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, κλπ.κλπ. Βέβαια, η θέση του Ομπάμα στο Μεσανατολικό πρόβλημα και η προσχηματική σιωπή του για την συνεχιζόμενη σφαγή του παλαιστινιακού λαού είναι –τουλάχιστον- απογοητευτική... και προμήνυμα δεινών...
Εμείς, πάντως, μαζί με τους λιγοστούς σήμερα οπαδούς της διαλεκτικής αντίληψης για την ιστορία και τον ρόλο της προσωπικότητας, εμμένουμε στις απόψεις του μεγάλου διαλεκτικού:
«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από την θέλησή τους σχέσεις, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μιαν ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων, αποτελεί την οικονομική συγκρότηση της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την πορεία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής γενικά. Την πραγματικότητα δεν την καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων, παρα αντίθετα η κοινωνική πραγματικότητα καθορίζει την συνείδησή τους. Σ’ ένα ορισμένο στάδιο της αναπτυξής τους οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής, ή, πράγμα που είναι μονάχα η νομική έκφραση αυτού του γεγονότος, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, στο εσωτερικό των οποίων είχαν κινηθεί μέχρι τότε. Αυτές οι σχέσεις, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τώρα εμπόδια αυτών των δυνάμεων. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση, ανατρέπεται περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα ή αργά ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρύζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής –που έχουμε την υποχρέωση να την εξακριβώσουμε πιστά με την βοήθεια των φυσικών επιστημών- από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, με λίγα λόγια, από τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτήν την σύγκρουση και την αποτελειώνουν. Όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει αυτό για τον εαυτό του, το ίδιο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή ανατροπής από την συνείδηση που έχει αυτή για τον εαυτό της. Χρειάζεται, αντίθετα, να εξηγούμε την συνείδηση αυτή με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με την σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής. Ποτέ δεν εξαφανίζεται ένα κοινωνικό συγκρότημα πριν αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει. Και ποτέ δεν έρχονται να καταλάβουν την θέση του καινούριες και ανώτερες σχέσεις παραγωγής πριν ωριμάσουν, μεσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας, οι υλικοί όροι ύπαρξης αυτών των σχέσεων. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα ποτέ δεν βάζει μπροστά της, παρα μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει. Γιατί, αν κοιτάξουμε από πιο κοντά, θα δούμε πως πάντοτε παρουσιάζεται το πρόβλημα τότε μόνον, όταν υπάρχουν ή τουλαχιστον βρίσκονται στην διαδικασία της ωρίμανσής τους οι υλικές προϋποθέσεις για την επίλυσή του».
* Βασιλεία: ελβετική πόλη, που από το 1988 έδοσε το όνομά της στο Σύμφωνο για τις αρχές λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος ως Βασιλεία 1-Βασιλεία2.
** Μπρέτον-Γούντς: πόλη του Νιου Χαμσάιρ των ΗΠΑ, όπου το 1944 έγινε η Διάσκεψη κατα την οποία, υπο την επιρροή του κεϋνσιανισμού για μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στο οικονομικό γίγνεσθαι, αποφασίστηκε το νομισματικό σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, και καθόρισε τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία εως τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Μανώλης Γρηγοριάδης, 17/11/08
http://www.akeppress.gr/

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ΑΚΕΠ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

Στρατηγικός σκοπός του ΑΚΕΠ είναι η δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων για την σύσταση του επαναστατικού κόμματος.

Το επαναστατικό κόμμα υποστατώνει στο πολιτικό εποικοδόμημα το αίτημα της κατάργησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας και το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης.

Το επαναστατικό κόμμα είναι η ενότητα, ο πολιτικός συντονισμός των δυνάμεων που μπορούν και από την κοινωνική τους θέση οφείλουν να καταστήσουν τις ιδέες της επανάστασης υλική δύναμη.

Το επαναστατικό κόμμα είναι η αναγκαία συνθήκη για την διαμόρφωση ενός κινήματος εξουσίας ικανού να καταργήσει το οικονομικοκοινωνικό σύστημα που θεμελιώνεται στην μισθωτή εργασία και στην εκμετάλλευση του εμπορεύματος εργατική δύναμη.

Το ΑΚΕΠ πιστεύει πως στις μετακαπιταλιστικές κοινωνίες θα απουσιάζει η εργατική τάξη, θα ηγεμονεύει ο πολιτικός-οικονομικός δημοκρατισμός και η γενικευμένη αυτοδιάθεση θα είναι αρχή καθολική και απαραβίαστη.

Πολιτικός-οικονομικός δημοκρατισμός ονομάζεται η πολιτική θεωρία που ενοποιεί, εμμεσοποιεί και εκδηλώνει τις αρχές της άμεσης οικονομικής και πολιτικής δημοκρατίας και την νομοτέλεια "στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, από τον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του".

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Στον καιρό μας, το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης νοηματοδοτεί και ορίζει την έννοια της κοινωνικής ελευθερίας και εκδηλώνει τους συνυφασμένους με την κοινωνική φύση του ανθρώπου πόθο και βούληση για ελευθερία στο σκοπό και τους στόχους της επανάστασης.

Το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις, αφού όλες διέπονται από τους καθολικούς καταναγκασμούς του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Πρωτίστως, όμως, αφορά τις μη εκμεταλλεύτριες τάξεις και ιδίως την εργατική.

Στους προηγούμενους αιώνες οι κοινωνικές συνθήκες έθεσαν για λύση τα αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της αστικής αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, των ανθρώπινων και ατομικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών και ενέπνευσαν τους αγώνες ενάντια στην απολυταρχία, τον δεσποτισμό και την φεουδαρχία. Σήμερα, η οικουμενικότητα της παρακμής του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος αποκαλύπτει τα όρια, τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες των αιτημάτων και των κατακτήσεων των προηγούμενων αιώνων και καθιστά το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης αίτημα οικουμενικό και ιστορικά αναγκαίο.

Το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης δεν είναι πρωταρχικά εκτατικό αλλά πρωταρχικά εντατικό. Δεν ευαγγελίζεται την αυτοδιάθεση της κάθε ενικότητας μέσα από την κατάφαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ούτε μέσα από την δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη μεταρρύθμιση του εποικοδομήματος που τις υπηρετεί, αλλά μέσα από την άρνηση και την διαλεκτική υπέρβασή τους.

Το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης, σαν απείκασμα του μελλοντικού, σαν σχέδιο και σαν σκοπός, είναι η ετερότητα που πλοηγεί την ροϊκότητα του κοινωνικού Είναι, από το παρόν Είναι: «το βασίλειο της ανάγκης», στο αναγκαίο Άλλο: «το βασίλειο της ελευθερίας».

Το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης, σε μορφή διαλεκτικής άρνησης, εμμεσοποιεί στο πεδίο της υποκειμενικότητας την αντίθεση-αντίφαση του δϊιστορικού νόμου της αναγκαίας αντιστοιχίας των παραγωγικών δυνάμεων προς τις σχέσεις παραγωγής και εγκαλεί, με την σύσταση του επαναστατικού κόμματος, τις μη εκμεταλλεύτριες τάξεις και κυρίως την εργατική σε συλλογικό υποκείμενο κοινωνικής απελευθέρωσης.

Η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι, το πολυπληθέστερο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, οι σημαντικότερες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, ο φορέας του εμπορεύματος εργατική δύναμη, η προσδιοριστικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η άρνηση του κεφαλαιοκρατικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος, είναι η μόνη στην ιστορία της ανθρωπότητας μη εκμεταλλεύτρια τάξη που έχει την ιστορική δυνατότητα και την κοινωνική ικανότητα να είναι φορέας νέων, ανώτερων ποιοτικά, σχέσεων παραγωγής.

Η εργατική τάξη είναι –αναμφισβήτητα- η ηγέτιδα τάξη της επανάστασης, αφού με την κατάργησή της αφανίζονται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και καταργείται ιστορικά το κεφαλαιοκρατικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα.

Το ιστορικό αίτημα έχει ήδη τεθεί: Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Γκράμσι. Οι διαδικασίες για την ωρίμανση των συνθηκών της επίλυσης των προβλημάτων της ιστορικής περιόδου που διανύουμε έχουν ήδη αρχίσει.

Η Παρισινή κομμούνα, η Οκτωβριανή επανάσταση και ο Μάης του '68 είναι οι ιστορικοί φάροι που, μέσα από το ανθισμένο μονοπάτι των εμπειριών και των ιδεών τους, θα οδηγήσουν τους μισθοσυντήρητους και τους λαούς στον δρόμο της επανάστασης.

Σήμερα, η πραγματικότητα απέδειξε για μια ακόμη φορά πως ο καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός είναι κολοσσός με πήλινα πόδια.

Σήμερα, μετά την παταγώδη αποτυχία των μοντέλων του κρατισμού στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», μετά την παταγώδη αποτυχία των μοντέλων της μικτής οικονομίας και της σοσιαλδημοκρατίας, ήρθε να προστεθεί και η παταγώδης αποτυχία του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης.

Σήμερα, όπως αναφέρουν οι πάντα επίκαιροι Μαρξ-Ένγκελς στο μνημειώδες έργο τους, το «Μανιφέστο», οι καπιταλιστές και οι πολιτικο-ιδεολογικοί τους εκπρόσωποι μοιάζουν με μάγους που έχουν καλέσει δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούν να ελέγξουν.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι πρωτοβουλίες για την σύσταση του επαναστατικού κόμματος αποτελούν ορατή κοινωνική και ιστορική ανάγκη.

Η παραπάνω θέση έχει διαμορφωθεί από την Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΠ μετά από εισήγηση-πρόταση του Αντώνη Χάλαρη, για να συμπεριλάβει στις πάγιες θέσεις του ΑΚΕΠ τις εξελίξεις από την γενική κρίση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος.
Το ΑΚΕΠ γνωρίζει πως οι οργανωμένες δυνάμεις του δεν έχουν τα ποσοτικά και ιδίως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να ασκηθούν τα καθήκοντα του επαναστατικού κόμματος.
Το ΑΚΕΠ γνωρίζει πως το επαναστατικό κόμμα δεν θα προκύψει απλά από την γραμμική ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη των δυνάμεών του, αλλά από την πολύπλευρη συμμετοχή και τις πρωτοβουλίες των πολιτικών δυνάμεων του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου.
***
Σχόλιο 1:
(του Αντ. Π. Χάλαρη)

Το επαναστατικό κόμμα, επειδή υποστατώνει στο πεδίο της υποκειμενικότητας, στο πολιτικό εποικοδόμημα, την φυσικο-ιστορική αρνητικότητα των παραγωγικών δυνάμεων προς τις παρηκμασμένες σήμερα σχέσεις παραγωγής, μορφοποιεί την χωρικότητα του ιστορικού κενού και αποκτά τις ιδιότητες και τον τροπισμό του. Το ιστορικό κενό, προκαλώντας ανατάραξη της αυτοδύναμης φυσικο-ιστορικής κίνησης, ελκύει και αφανίζει δομικά το Παρόν, δημιουργεί το νέο και πληρούται. 

Το επαναστατικό κόμμα, επειδή εμφανίζει την αντανάκλαση της αντικειμενικής δυνατότητας να είναι το αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης, από μια χωρίς κοινωνική χωρικότητα πολιτικο-ιδεολογική ύπαρξη, υποστατή κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα, είναι το ιστορικό μέσον που εκδηλώνει την ουσία του σκοπού της κατάργησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας. Η ουσία αυτού του σκοπού είναι η προσδιοριστικότητα-άρνηση-έλξη που ενέχει δυνάμει το διαλεκτικό μέτρο και τη θεμελιώδη σχέση της μετακαπιταλιστικής αταξικής κοινωνίας· είναι η δύναμη που ωθεί τον σκοπό στα όριά του, στην ολοκλήρωσή του, στην υπέρβασή του· είναι η δύναμη που ωθεί τη σημερινή κοινωνία να περάσει «από το βασίλειο της ανάγκης, στο βασίλειο της ελευθερίας». Το «βασίλειο της ελευθερίας» είναι η αταξική μη-κρατική κοινωνία στην οποία ηγεμονεύει ο πολιτικός-οικονομικός δημοκρατισμός και η γενικευμένη αυτοδιάθεση αποτελεί κανόνα καθολικό.

Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, χωρίς ύπαρξη επαναστατικού κόμματος η επανάσταση είναι ανέφικτη.

Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, η ένταξη στο επαναστατικό κόμμα και, οπωσδήποτε, η σύμπραξη στις πρωτοβουλίες σύστασής του είναι η θεληματική πράξη που μεταμορφώνει το κάθε συγκεκριμένο ατομικό υποκείμενο σε ιστορική προσωπικότητα, που μετουσιώνει το κάθε εξατομικευμένο υποκειμενικό βίωμα εναντιότητας στη σημερινή κοινωνία, σε εξατομικευμένο υποκειμενικό βίωμα της συνείδησης που ανακλά το Είναι και διαμορφώνει το Γίγνεσθαι.

Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, η στάση απέναντι στο επαναστατικό κόμμα ή στις πρωτοβουλίες σύστασής του διερμηνεύει, αξιολογεί και κατατάσσει ιστορικά κάθε άτομο, κάθε κοινωνική και πολιτική δύναμη.

Σχόλιο 2:
(του Αντ. Π. Χάλαρη)
 
Στον καιρό μας η ευτυχία, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία βρίσκονται μόνο στον δρόμο της επανάστασης.
Σε εποχές που οι παραγωγικές σχέσεις έχουν παρακμάσει κι έχουν γίνει δεσμά στις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, η σήψη είναι καθολική.
Σε τέτοιες εποχές ακόμη και η ευμάρεια των κρατούντων δεν γίνεται ευημερία αλλά άχθος δυστυχίας, εκφυλισμός και εξαχρείωση.

Αν η ελευθερία νοείται σαν λαχτάρα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας να υπερβεί πρακτικά τους καταναγκασμούς των υπερκείμενων νόμων και νομοτελειών της πραγματικότητας…, σαν δράση ενάντια σε κάθε αρχή, εξουσία, κοινωνικο-οικονομική δύναμη ή δομή που αντιπροσωπεύει την εκμετάλλευση, την καταστολή και την καταπίεση…, σαν υποκειμενική ικανότητα του ανθρώπου για εξουσία πάνω στην εξωτερική φύση, τις κοινωνικές νομοτέλειες και τον εαυτό του…, σαν θρίαμβος της υποκειμενικής βούλησης και δράσης να θέτει, να σχεδιάζει και να κατακτά στόχους που δεν αντιφάσκουν προς την αναγκαιότητα αλλά την εμπεριέχουν και την ξεπερνούν… τότε ο ακοίμητος πόθος του ανθρώπου για ελευθερία, αξιοπρέπεια, ευημερία, μορφοποιημένος στο αίτημα της γενικευμένης αυτοδιάθεσης, συνιστά το κατηγόρημα της επανάστασης, το κίνητρο κάθε αληθινού επαναστάτη. 

Η επανάσταση, η επαναστατική δράση σαν γεγονός που εξαντικειμενικοποιεί και υποστασιάζει πρακτικά την έννοια της κοινωνικής ελευθερίας, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας μονοσήμαντης αιτιοκρατικής νομοτέλειας, ούτε κάποιας βολονταριστικής και υποκειμενικής ικανότητας, αλλά απόρροια μιας καθολικής αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών του κοινωνικού γίγνεσθαι που έρχεται να δημιουργήσει νέες, ανώτερες μορφές οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ελευθερίας.

Η χαρά του αισθήματος της ελευθερίας και η ευτυχία του να μετέχει κανείς σε μια δράση με υπερατομική λειτουργικότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα, εντάσσει τις κοινωνικές και πολιτικές πρωτοπορίες, τους εκλεκτούς της αιώνιας κίνησης, στην πολιτική περιοχή του κύρους των ιδεών της επανάστασης και οδηγεί σε ενότητα τις δυνάμεις της ελευθερίας και στη σύσταση του επαναστατικού κόμματος.
 
Σύμφωνα με το μαρξισμό, επικεφαλής του αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης μπορεί να μπει μόνο το πολιτικό της κόμμα, το οποίο διεξάγει τον υποκειμενικό, τον συνειδητό αγώνα της τάξης. Η ύπαρξη του κόμματος της εργατικής τάξης την αναιρεί ως τάξη "καθ' εαυτό", καθιστώντας την τάξη "δι' εαυτόν".
 
Το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης σαν υποκειμενική έκφραση της συνείδησης της τάξης αναιρεί το "καθ' εαυτό" της τάξης όταν υπερβαίνει τη συνείδηση της κοινωνίας, την εκπορευόμενη και αντιστοιχούσα στην υλική δομή της και όταν εκφράζει τη μετάβαση από το δυνατόν της άρνησης των σχέσεων παραγωγής στο ικανόν αυτής της άρνησης. Είναι δηλαδή, το κόμμα, η αντανάκλαση στο πεδίο της πολιτικής, της αντίφασης του νόμου της αναγκαίας αντιστοιχίας, η συνειδητή καθοδήγηση της ολοκλήρωσης του προτσές της φυσικοϊστορικής σύγκρουσης, είναι η πρώτη στιγμή της πρώτης άρνησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας, η καθαρή αρνητικότητά του, η προϋπόθεση για την αταξική κοινωνία, το καθαρό "δι' εαυτόν" ("άρνηση της άρνησης"). 'Ετσι, η κοινωνική και πολιτική συνείδηση και οι φορείς τους, άτομα, ομάδες κλπ., που θέλουν την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας και την αταξική κοινωνία, οδηγούνται κατ' ανάγκην στην κομματικότητα που είναι η ιστορικά προσδιορισμένη και ανώτερα οργανωμένη ταξικότητα, οδηγούνται κατ' ανάγκην στη συγκρότηση της εργατικής τάξης, των μισθοσυντήρητων του χεριού και του πνεύματος σε ξεχωριστό πολιτικό κόμμα.

Συγκεκριμένα, ο Καρλ Μαρξ επάνω στο ζήτημα αυτό αναφέρει: "Στον αγώνα του ενάντια στην ενωμένη δύναμη των κατεχουσών τάξεων, το προλεταριάτο μπορεί  να δράσει σαν τάξη, μόνο αν συγκροτηθεί σαν ξεχωριστό κόμμα που θα στέκει αντιμέτωπο σ' όλα τα παλιά κόμματα που σχημάτισαν οι κατέχουσες τάξεις. Η συνένωση αυτή του προλεταριάτου σε πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος της κοινωνικής επανάστασης και του τελικού σκοπού της κατάργησης των τάξεων".
 
Σχόλιο 3:
(του Αντ. Π. Χάλαρη)
 
Στο επαναστατικό κόμμα, η οργανωτική αρχή του πολιτικού δημοκρατισμού ταυτίζεται με την οργανωτική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
 
Στο επαναστατικό κόμμα, η οργανωτική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού αν δεν λειτουργεί σύμφωνα με τον ορισμό του πολιτικού δημοκρατισμού μεταλλάσσεται σε γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.
 
Στον πολιτικό δημοκρατισμό, η έννοια της ατομικότητας σαν ειδικό, που προσωποποιεί συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, υπερβαίνει το ατομικό σαν ιδιόμορφο μέσα στην σχέση του ατομικού με το γενικό, δηλαδή σαν μερικό, αλλά και σαν όλο, εμπλουτισμένο από την ετεροκαθοριζόμενη διαλεκτική σχέση ειδικού – μερικού – γενικού. Η επιβολή του ατομικού ως ιδιόμορφου στο μερικό ή στην ολότητα είναι γραφειοκρατία, είναι παραγοντισμός, είναι αρχηγισμός και καισαρισμός, ακόμα και στην περίπτωση που το ατομικό είναι προοδευτικό, επαναστατικό και εκφράζει ευρύτερα συμφέροντα ιστορικοπολιτικής τάξης. 
 
Σε επαναστατικά κόμματα που λειτουργούν με την αρχή του πολιτικού δημοκρατισμού, όταν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην μορφή της κομματικής λειτουργίας του πολιτικού δημοκρατισμού και στο πολιτικό περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους, αλλοτριώνεται η ηγεμονία των ιδεών του κόμματος στο άθροισμα των ατομικών θελήσεων της ηγετικής ομάδας και η καταγραφή των εμπειριών του κόμματος, η πολλαπλότητα της πραγματικότητας αποκόπτεται από την ιστορική κίνηση και την οργανική σχέση της με την προσδιοριστικότητα του πολιτικού περιεχομένου της δραστηριότητάς του. Εδώ, η ηγετική ομάδα ως μερικό, δεν ορίζεται από το σκοπό που συνέχει το κόμμα αλλά από την ουσία της υλικής δομής του σημερινού εκμεταλλευτικού κοινωνικού συστήματος και προσωποποιεί την αλλοτριωμένη μορφή κομματικής λειτουργίας που ονομάζεται γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός. Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι το διάμεσο της ανατροπής του διαλεκτικού μέτρου που ορίζει τη φυσιογνωμία του επαναστατικού κόμματος, είναι το αποκρυστάλλωμα της αντανάκλασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και των ιδεών του συστήματος της μισθωτής εργασίας μέσα στο επαναστατικό κόμμα. Σε χώρες που έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικοί όροι της ανατροπής του συστήματος της μισθωτής εργασίας, η απειλή της αλλοτρίωσης της φυσιογνωμίας του επαναστατικού κόμματος απομακρύνεται όταν οι καταστατικές σχέσεις που ρυθμίζουν τη δραστηριότητά του ανακλούν, εξωτερικεύουν, και δίνουν υποκειμενική όψη στην ουσία της αυτοδύναμης φυσικο-ιστορικής κίνησης. Η υποκειμενική αυτή όψη υποστασιοποιείται με ρητές καταστατικές διατάξεις που ανισχυροποιούν τελεσίδικα την απόφαση οποιουδήποτε οργάνου του κόμματος έρχεται σε αντίθεση με τον ιστορικό τρόπο συγκρότησης και συνοχής του, ακόμα και όταν οι αποφάσεις αυτές έχουν ληφθεί χωρίς παράβαση της μορφής της αρχής του πολιτικού δημοκρατισμού.

Στον πολιτικό δημοκρατισμό, οι έννοιες της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας συνυπάρχουν σε αδιαχώριστη ενότητα χωρίς να αντιφάσκουν, διότι δεν είναι έννοιες ανταγωνιστικές και αλληλοαναιρούμενες. Δημοκρατία χωρίς την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία και χωρίς κυριαρχική, ηγεμονική ενότητα πλειοψηφίας-μειοψηφίας πάνω στην γενική, συνεκτική πολιτική, που τις υπερβαίνει σαν διακρίσεις και τις αντιμετωπίζει σαν ολότητα, δεν μπορεί να υπάρχει. Το κόμμα αποτελείται από πολλές οργανώσεις οι οποίες συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο. Η κάθε επιμέρους οργάνωση αποτελεί μέρος σε σχέση με το κόμμα. Η υποταγή των κατωτέρων οργάνων στα ανώτερα όργανα είναι διαλεκτικά η υποταγή του μέρους στο όλο. Χωρίς την εφαρμογή αυτής της αρχής, το κόμμα αποτελεί μονάχα ένα άθροισμα θελήσεων ενάντια στη γενική κατεύθυνση, και δεν μπορεί να υπάρχει γενική κατεύθυνση και καθοδήγηση αν δεν υπάρχει ενιαίο κέντρο καθοδήγησης, η μετατροπή δηλαδή του κύρους των ιδεών και της θέλησης των μελών σε κύρος του ενιαίου κέντρου καθοδήγησης. Το ενιαίο κέντρο καθοδήγησης (η Κεντρική Επιτροπή) δεν εκφράζει συμβατικά το άθροισμα των θελήσεων των μελών που το απαρτίζουν, αλλά εκφράζει την ηγεμονία των ιδεών και τη θέληση των μελών μέσα στο κόμμα. Εκλέγεται και καθοδηγείται από το ανώτερο όργανο του κόμματος, που είναι το Συνέδριο, όπου και λογοδοτεί. Η συγκεντροποίηση της καθοδήγησης του κόμματος προϋποθέτει ταυτόχρονα και την αποκέντρωση μέσα στο κόμμα στο ζήτημα της ευθύνης απέναντι σε αυτό το κέντρο και στο ζήτημα της ενημέρωσής του για όλες τις επιμέρους οργανώσεις του κόμματος.
 
Το κοινό της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας πρέπει να είναι η κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, οι στρατηγικοί και τελικοί στόχοι της. Οι διαφορές, όταν αυτές υπάρχουν, πρέπει να ανάγονται μόνο στις κατευθύνσεις για το πώς θα επιτευχθούν καλύτερα οι στόχοι της εργατικής τάξης. Η μειοψηφία είναι ασυμβίβαστο να υπάρχει μέσα στο κόμμα όταν πιστεύει σε διαφορετική κοσμοθεωρία και προτείνει στόχους ξένους προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Συνεπώς, η υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία αφορά την ενότητα δράσης για τους κοινούς στόχους της εργατικής τάξης και δεν έχει καμμιά σχέση με την καταπίεσή της από την πλειοψηφία. Η πάλη των αποχρώσεων μέσα στο κόμμα είναι αναπόφευκτα αναγκαία όσο δεν οδηγεί στην αναρχία και στη διάσπαση, όσο διεξάγεται πειθαρχημένα και δημοκρατικά στα πλαίσια που έχουν εγκριθεί από όλους μαζί τους συντρόφους και τα μέλη του κόμματος. Η πράξη και η δράση θα επιβεβαιώνει ή όχι τη σωστή κατεύθυνση και τις τυχόν ελλείψεις της.
 
Τέλος, η θεσμική λειτουργία ενός επαναστατικού κόμματος οφείλει να είναι όμοια ("κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν") με τις θεσμικές αρχές του πολιτεύματος της κοινωνίας που οραματίζεται.

Σχόλιο 4:
(του Αντ. Π. Χάλαρη)

Με την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού", οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης σ' όλο τον κόσμο κορύφωσαν τις επιθέσεις τους ενάντια στον επιστημονικό σοσιαλισμό, αναπόσπαστο τμήμα του οποίου είναι οι αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος της εργατικής τάξης.

Η συκοφαντική εκστρατεία της αστικής τάξης σ' όλο τον κόσμο, να πείσει πως η αποτυχία των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης είναι η έμπρακτη αποτυχία του επιστημονικού σοσιαλισμού, της εργατικής τάξης και του κόμματός της, έχει πάρει διαστάσεις που όμοιά της δεν γνώρισε ποτέ ο κόσμος.

Η βαθειά ανησυχία τους από την ανάμνηση της Παρισινής Κομμούνας και της Οκτωβριανής Επανάστασης, που αποδεικνύουν την ιστορική δυνατότητα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας, δεν μπορεί να συγκαλυφθεί ούτε από χίλιους Φουκουγιάμα μαζί, όσο κι αν επαγγέλονται το "τέλος της ανθρώπινης ιστορίας".

Μπορεί, ακόμα και ο μεγαλύτερος ταχυδακτυλουργός του κόσμου, να πείσει τους εργαζόμενους  του χεριού και του πνεύματος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ότι δεν ήταν μισθωτοί εργάτες και ότι δεν πληρώνονταν με μισθό, χρονομίσθιο ή με το κομμάτι;

Μπορεί, κάποιος μαρξιστής, που δεν είναι απατεώνας, να ισχυριστεί πως μια χώρα είναι σοσιαλιστική, όταν το σύστημα της μισθωτής εργασίας και η μισθωτή εργασία είναι καθεστώς, αφού, κατά τον μαρξισμό, μια χώρα γίνεται σοσιαλιστική μόνο όταν έχει καταργηθεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας, το εμπόρευμα εργατική δύναμη, ο μισθωτός εργάτης και η αμοιβή γίνεται όχι με τη σχέση μισθού, αλλά με τη σχέση της νομοτέλειας του σοσιαλισμού: "από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα της προσφοράς του";

Μπορεί άραγε η δημαγωγία να πείσει τον συνεπή μαρξιστή πως αυτό που κατέρρευσε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχε, έστω και ελάχιστη, σχέση με τον πραγματοποιημένο μαρξισμό και τους στόχους της Οκτωβριανής Επανάστασης;

Τί αποδεικνύει άραγε η ιστορική αλήθεια της κατάρρευσης των καθεστώτων των χωρών του ονομαζόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού", αν δεν αποδεικνύει πως όσο κι αν ονομάστηκαν "σοσιαλιστικές" οι χώρες αυτές, εκείνο που απέτυχε ήταν το σύστημα της μισθωτής εργασίας, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής;

Όσο κι αν οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης όλου του κόσμου ονομάζουν τα καθεστώτα που κατέρρευσαν στην Ανατολική Ευρώπη υλοποιημένο "επιστημονικό σοσιαλισμό" για να ευνουχίσουν την εργατική τάξη από την επαναστατική κοσμοθεωρία της, αυτό που κατορθώνουν είναι να κάνουν την εργατική τάξη και τους συνεπείς μαρξιστές σ' όλο τον κόσμο να ενσκήπτουν ακόμα περισσότερο πάνω στην κοσμοθεωρία του επαναστατικού μαρξισμού, να επεξεργάζονται κριτικά τις ήδη ανακαλυμμένες αλήθειες του, να τις εμπλουτίζουν δημιουργικά, να τις κοινωνικοποιούν, να τις καθιστούν πράξη, στοιχείο συντονισμού και επαναστατικής καθοδήγησης και δράσης.

Να γιατί το ΑΚΕΠ έχει την πεποίθηση πως η κατάρρευση των καθεστώτων που ονομάστηκαν "σοσιαλιστικά", όχι μόνο δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση, πλήγμα στην ιστορική εξέλιξη, στον επιστημονικό σοσιαλισμό, στο κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά, αντίθετα, αποτελεί πλήγμα ενάντια στη σύγχυση που είχαν προκαλέσει στην εργατική τάξη και στους λαούς όλου του κόσμου τα αντιδραστικά, εκμεταλλευτικά, καπιταλιστικά καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Να γιατί το ΑΚΕΠ δεν πείθεται από την συκοφαντική δυσφήμιση ενάντια στον επιστημονικό σοσιαλισμό και επιμένει πως η ανακαλυμμένη αλήθεια για την αναγκαιότητα ύπαρξης του κόμματος της εργατικής τάξης και τη βασική αρχή συγκρότησης και λειτουργίας του, τον πολιτικό δημοκρατισμό, είναι πολύ πιο σπουδαία, πρωτότυπη και επίκαιρη από τις προτάσεις διαφόρων διανοούμενων της Αριστεράς για το κόμμα και τον τρόπο οργάνωσής του.

Να γιατί το ΑΚΕΠ πιστεύει πως μόνο όταν ένα κόμμα της εργατικής τάξης είναι συγκροτημένο σύμφωνα με τις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού μπορεί να οδηγήσει σε ενότητα και συνοχή την ατομική συνείδηση των μελών του και πολύ περισσότερο να διευκολύνει να εκφράσει πολιτικο-ιδεολογικά τη συνολική συνείδηση της τάξης, να συντονίσει τον πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό αγώνα της τάξης και να την καταστήσει από τάξη "καθ' εαυτό" σε τάξη "δι' εαυτόν".

Ο αυθόρμητος και ο συνειδητός αγώνας της εργατικής τάξης

Η κυριαρχία του καπιταλισμού (σύστημα της μισθωτής εργασίας) δημιούργησε στους μισθοσυντήρητους του χεριού και του πνεύματος κοινή θέση και κοινά συμφέροντα. Και τούτο διότι το κεφάλαιο, σαν ολότητα και αφαίρεση, στο προτσές της αξιοποίησής του, αντιμετωπίζει την εργασία σαν ολότητα και αφαίρεση, σαν μισθωτή εργασία. Έτσι, οι μισθοσυντήρητοι του χεριού και του πνεύματος αποτελούν μια τάξη που στέκεται αντίκρυ στο κεφάλαιο και αγωνίζεται αδιάλειπτα, πότε αυθόρμητα και πότε συνειδητά, ενάντια στην κυριαρχία του.

Ο αυθόρμητος αγώνας των μισθοσυντήρητων ενάντια στο κεφάλαιο και την αστική τάξη διεξάγεται κυρίως από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της τάξης, είναι αγώνας που καθορίζεται από τα αντικειμενικά προτσές της οικονομικής κίνησης, στηρίζεται στο νόμο της αξίας, είναι αγώνας απαραίτητος μεν, αλλά μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού (σύστημα της μισθωτής εργασίας), μέσα στα πλαίσια της τάξης "καθ' εαυτό", ακόμα και όταν ξεπερνάει τη συντεχνιακή συγκρότηση που αναλογεί στην ιδιαίτερη μορφή αξιοποίησης του κεφάλαιου και γενικεύεται σε αγώνα ομοσπονδιών, συνομοσπονδιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Δηλαδή, ο συνδικαλιστικός αγώνας για το μεροκάματο, τη μείωση των ωρών εργασίας, τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς κλπ., ο τόσο απαραίτητος αγώνας για τη συνοχή και μη λουμπενοποίηση των μισθοσυντήρητων, υπολείπεται κατά πολύ από τον πολιτικό αγώνα, που στοχεύει στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας και την οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Ο Φρ. Ένγκελς για το ίδιο θέμα αναφέρει: "Αν θεωρήσουμε σαν εργατικό κόμμα τα συνδικάτα και τις απεργιακές ενώσεις που αγωνίζονται αποκλειστικά, όπως τα αγγλικά συνδικάτα, για ένα μεγάλο μισθό και μια μείωση του χρόνου εργασίας, μα όμως γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια το κίνημα, τότε φτιάχνουμε ένα κόμμα για τη διατήρηση της μισθωτής εργασίας και όχι για την κατάργησή της".

Επίσης, οι μισθοσυντήρητοι, για να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές συνέπειες του καπιταλισμού (σύστημα της μισθωτής εργασίας), εκτός από τα συνδικάτα έχουν συγκροτήσει μια σειρά οργανώσεις: νεολαιίστικες, γυναικείες, οικολογικές κλπ. Όλες αυτές οι οργανώσεις προωθούν μέσα από διάφορες μορφές πάλης τις ιδιαιτερότητες κύρια της συγκρότησής τους.

Παλεύουν ενάντια στις επιμέρους αρνητικές συνέπειες του καπιταλισμού (σύστημα της μισθωτής εργασίας) και όχι ενάντια στις αιτίες που τις δημιουργούν. Γι' αυτό οι επιμέρους αρνητικές συνέπειες δεν μπορούν να ξεπεραστούν αν ο αγώνας των οργανώσεων αυτών και των επιμέρους κινημάτων δεν συνδεθεί με ένα ευρύτερο αγώνα ενάντια στις αιτίες που γεννούν αυτές τις αρνητικές συνέπειες, με ένα αγώνα για την επίτευξη του τελικού σκοπού, της χειραφέτησης της εργατικής τάξης από τα δεσμά του κεφάλαιου. Οι παραπάνω οργανώσεις από τον χαρακτήρα τους, τη σύνθεσή τους, το θεωρητικό και πολιτικό τους επίπεδο, την αναπόφευκτη στενότητά τους κλπ., δεν είναι σε θέση να μπουν επικεφαλής ενός τέτοιου αγώνα.
 
(Βλέπε Σχόλιο 2)

Το κόμμα ανώτερη μορφή οργάνωσης της τάξης

Σύμφωνα με τις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού, το κόμμα της εργατικής τάξης είναι το πιο πρωτοπόρο και συνειδητό τμήμα της εργατικής τάξης, η ανώτερη μορφή οργάνωσής της. Η εργατική τάξη από την άποψη της κοινωνικής της θέσης είναι ομοιογενής. Από την άποψη όμως της σύνθεσής της, του επιπέδου της ταξικής συνειδητότητας, της πολιτικής ωριμότητας και δραστηριότητας, της πολιτικής ανάπτυξης κλπ., είναι ανομοιογενής. Η διαφορά ανάμεσα στην πρωτοπορία και όλη την υπόλοιπη μάζα της εργατικής τάξης είναι αναπόφευκτη. Η πρωτοπορία αποδεχόμενη την αυθεντία του διαλεκτικού υλισμού, του ιστορικού υλισμού, της μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού, είναι σε θέση να διεξάγει τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα και να βοηθήσει την εργατική τάξη να αποκτήσει συνείδηση, δηλαδή να κατανοήσει τη σχέση της με την αστική τάξη, τα πολιτικά της κόμματα και το κράτος της.

Ο Β.Ι. Λένιν αναφερόμενος στην οργάνωση έλεγε: "Η λέξη "οργάνωση" χρησιμοποιείται συνήθως με δυο έννοιες, με την πλατιά και με τη στενή έννοια. Με τη στενή της έννοια σημαίνει ένα χωριστό πυρήνα μιας, έστω και στο ελάχιστο, διαμορφωμένης ανθρώπινης κοινότητας. Με την πλατιά της έννοια σημαίνει άθροισμα τέτοιων πυρήνων, ενωμένων σε ένα σύνολο. Λόγου χάρη, ο στρατός, ο στόλος, το κράτος αποτελούν ταυτόχρονα και άθροισμα οργανώσεων (με τη στενή έννοια της λέξης) και ποικιλίες της κοινωνικής οργάνωσης (με την πλατιά έννοια της λέξης). Η διεύθυνση παιδείας είναι οργάνωση (με την πλατιά έννοια της λέξης) και αποτελείται από μια σειρά οργανώσεις (με τη στενή έννοια της λέξης). Κατά τον ίδιο τρόπο και το κόμμα είναι οργάνωση, πρέπει να είναι οργάνωση (με την πλατιά έννοια της λέξης), ταυτόχρονα, το κόμμα πρέπει να αποτελείται από ολόκληρη σειρά διαφόρων οργανώσεων (με τη στενή έννοια της λέξης)".

Το κόμμα της εργατικής τάξης, που είναι οργάνωση με την πλατιά έννοια της λέξης, μπορεί να διεξάγει αποτελεσματικά τον πολιτικό αγώνα της τάξης μόνο όταν έχει συγκροτηθεί και λειτουργεί με την αρχή του πολιτικού δημοκρατισμού. (Βλέπε Σχόλιο 3)

Ο Αντ. Γκράμσι πάνω στο ζήτημα του πολιτικού δημοκρατισμού (δημοκρ. συγκεντρ.) αναφέρει: "...είναι μια επιτελικότητα (ένας συγκεντρ.) σε κίνηση, δηλαδή μια αδιάκοπη προσαρμογή της οργάνωσης στην πραγματική κίνηση, ένας συγκερασμός των παρακινήσεων από τα κάτω με την εντολή από τα πάνω, μια αδιάκοπη καταχώρηση των στοιχείων που βλασταίνουν μέσα από το βάθος της μάζας, μέσα στο στέρεο πλαίσιο του μηχανισμού της διεύθυνσης που εξασφαλίζει τη συνέχεια και την κανονική συσσώρευση των εμπειριών, είναι "οργανικός", γιατί παίρνει υπ' όψιν του την κίνηση που είναι ο οργανικός τρόπος που φανερώνεται η ιστορική πραγματικότητα και δεν αποστεώνεται μηχανικά μέσα στην γραφειοκρατία και, ταυτόχρονα, παίρνει υπ' όψιν του αυτό που είναι σχετικά σταθερό και μόνιμο, ή τουλάχιστον κινείται προς μια κατεύθυνση που εύκολα μπορείς να προβλέψεις κλπ... Στα κόμματα που εκπροσωπούν ομάδες κοινωνικά υποτελείς, το στοιχείο της σταθερότητας είναι αναγκαίο για να εξασφαλίσει την ηγεμονία όχι σε προνομιούχες ομάδες αλλά στα προοδευτικά στοιχεία, που είναι με οργανικό τρόπο προοδευτικά σε σύγκριση με άλλες δυνάμεις συγγενικές και συμμαχικές, αλλά μικτές και ταλαντευόμενες".

Στον πολιτικό δημοκρατισμό, η δημοκρατία εκφράζεται:
α) στην εκλογή όλων των καθοδηγητικών οργάνων από κάτω μέχρι επάνω
β) στη συλλογικότητα της δράσης και τη συλλογικότητα της καθοδήγησης
γ) στην εκπροσώπηση των κομματικών οργανώσεων στις Συνδιασκέψεις και τα Συνέδρια ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους. Η εκπροσώπηση είναι εκπροσώπηση απόψεων. Κάθε άποψη εκπροσωπείται ανεξάρτητα από το αν συγκεντρώνει την απαραίτητη αριθμητική υποστήριξη μελών και ψηφίζει στη βάση του αριθμού των μελών που την υποστηρίζουν. Οι αντιπρόσωποι των οργανώσεων μεταφέρουν σε Συνδιασκέψεις, Συνέδρια κλπ. τις απόψεις και αποφάσεις εκείνων που τους εξέλεξαν και μόνον αυτές.
δ) στην περιοδική λογοδοσία των κομματικών οργάνων εμπρός στις οργανώσεις που τα εξέλεξαν, στην κριτική και αυτοκριτική
ε) στην υποταγή της μειοψηφίας στη θέληση της πλειοψηφίας
στ) στα ίσα δικαιώματα του κάθε μέλους του κόμματος
ζ) στην ύπαρξη ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου
η) στη συνειδητή πειθαρχία
θ) στην υποχρεωτική εφαρμογή των αποφάσεων των ανώτερων οργάνων από τα κατώτερα
ι) στις υποχρεώσεις των μελών του κόμματος.

Η έννοια της πρωτοπορίας

Ένα θέμα σαν και αυτό που πραγματευόμαστε προφανώς είναι αδύνατο να εξαντληθεί μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός σχολίου. Θα ήταν όμως παράλειψη αν δεν διευκρινίσουμε πως όταν ο επιστημονικός σοσιαλισμός αναφέρεται στην έννοια της πρωτοπορίας στην ιστορική της πλευρά, πχ όταν αναφέρεται στην πρωτοπόρα κοινωνική τάξη ή όταν αναφέρεται στο κόμμα σαν πρωτοπόρο τμήμα της, δεν αντιμετωπίζει τις πρωτοπορίες σαν αποτέλεσμα κάποιας αιώνιας διαίρεσης του ανθρώπινου είδους σε κυβερνήτες και κυβερνόμενους, διευθυντές και διευθυνόμενους. Αυτή την αντίληψη την υιοθετούν οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός θέτει το ερώτημα: θέλουμε να υπάρχουν πάντοτε κυβερνήτες και κυβερνόμενοι ή να θέλουμε να δημιουργήσουμε τους όρους ώστε η διαίρεση αυτή να εξαφανιστεί; Ο επιστημονικός σοσιαλισμός θεωρεί σημερινή κοινωνική και ιστορική πρωτοπορία, όχι τους κυρίαρχους, την αστική τάξη, αλλά τους κυριαρχούμενους, την εργατική τάξη, που από τη θέση της στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας είναι η μόνη τάξη που έχει τη δυνατότητα να καταργήσει κάθε διάκριση, κάθε εκμετάλλευση, κάθε ταξικό διαχωρισμό.
 
Σχόλιο 5:
(του Αντ. Π. Χάλαρη)
 
Ηγεμονική δύναμη είναι η αναγκαία υποκειμενική συνθήκη, το αναγκαίο διαλεκτικό μέτρο (ποιοτικό ποσόν) για τη σύσταση του επαναστατικού κόμματος.
 
Ηγεμονική δύναμη ή συλλογικός διανοούμενος ονομάζεται το πολιτικό υποκείμενο όταν επαληθεύεται στο εσωτερικό του μια ιεράρχηση κύρους και διανοητικής ικανότητας, που μπορεί να αποκορυφωθεί μόνον εάν μπορεί να αναβιώσει συγκεκριμένα τις απαιτήσεις ενός ταξικά διαρθρωμένου λαού, και συνεπώς να πετύχει να επεξεργαστεί μορφικά το συλλογικό πιστεύω κατά τον πιο συναφή τρόπο και κατάλληλο για τους τρόπους σκέψης των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών του πληθυσμού που εκπροσωπεί. Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας συμμετοχής κοινωνικών ομάδων και ατόμων σε μία επαναστατική ηγεμονική δύναμη (δηλαδή πολιτική συνείδηση) είναι η πρώτη φάση για μία ανώτερη και προοδευτική αυτοσυνείδηση, όπου θεωρία και πρακτική τελικά ενοποιούνται (Γκράμσι).

Η ύπαρξη ηγεμονικής πολιτικής δύναμης ικανής να ασκεί επαναστατική πολιτική, που είναι η αναγκαία συνθήκη για να συγκροτηθεί κίνημα με ποιοτικά χαρακτηριστικά ικανά να υλοποιήσουν το σημερινό σκοπό του αγώνα, είναι ο στρατηγικός σκοπός του ΑΚΕΠ.

Ο σημερινός σκοπός του αγώνα και ο στρατηγικός σκοπός του ΑΚΕΠ βρίσκονται σε αδιαχώριστη διαλεκτική ενότητα και καθορίζουν κάθε τακτική πολιτική ενέργεια του κόμματος.

Η πολιτική διαδικασία-προτσές για τη δημιουργία του ριζοσπαστικού κινήματος εξουσίας συγκροτεί την ηγεμονική πολιτική δύναμη και την καθιστά ικανή να ασκεί επαναστατική πολιτική.