Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: ΗΓΕΜΟΝΙΑ-ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ-ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

του Μανώλη ΓρηγοριάδηΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

"Ψάχνω για σώμα έτοιμο, ζεστό, ζεστό ακόμα
την παγωμένη μου ν’ αφήσω την πνοή επάνω
στα κουρασμένα βλέφαρα, κρυφά• στο φρέσκο σώμα
την παγωμένη μου ν’ αφήσω την ψυχή, εντός του,
έτσι βαθιά βαθιά να κοιμηθεί, στο όνειρό του.
…………………μαρμαρωμένο το σώμ’ αυτό
Και μέσα του θενά ‘μαι απόλυτος άρχων εγώ".

(ΜΑΡΙΑ ΛΑΕΡΤΗ)

Τον 18ο αιώνα στο Παρίσι, στα σαλόνια των κυριών Λαμπέρ, Τανσέν, Ντεφφάν, Λεσπινάς, Ζεοφρέν κλπ., στις πολιτικές λέσχες, στις μυστικές εταιρείες και στα καφέ ντε Προκόπ, ντε Φουά, των Τυφλών, των Όπλων του Παλαί Ρουαγιάλ κλπ., οι φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις του Ορθολογισμού και του Διαφωτισμού, αναβαπτισμένες από τα επιτεύγματα της επιστήμης και τις νέες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, έγιναν αντικείμενο ευρύτατων συζητήσεων και διαμόρφωσαν ένα ευρύτατο ριζοσπαστικό κοινωνικό στρώμα προπαγανδιστών των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης.

Τα σαλόνια της εποχής δεν είχαν την έννοια που δίνουμε σήμερα στην έννοια «σαλόνι», αλλά ήταν χώροι όπου άνθρωποι, ανεξάρτητα από το επάγγελμα και την κοινωνική τους θέση, έβρισκαν ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους για την φιλοσοφία, την επιστήμη, την τέχνη, τις προτάσεις τους και τις θέσεις τους για την κοινωνία και την πολιτική.

(Συγκέντρωση στο σαλόνι της Μαντάμ Ζεοφρέν 1755, Gabriel Lemonnier 1812)

Η ιστορική μορφή της διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού μέσω της διαμόρφωσης ενός κοινωνικού στρώματος προπαγανδιστών δεν υπήρξε μόνο στην Γαλλία, αλλά σε όλες τις χώρες όπου η αστική τάξη κατέκτησε την εξουσία. Το στρώμα αυτό, με τις συζητήσεις, τις κοινωνικές συμπεριφορές και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της εποχής, επηρέαζε βαθύτατα την λογοτεχνία και τις υπόλοιπες μορφές τέχνης μέσω των οποίων οι ιδέες της Γαλλικής επανάστασης και του Διαφωτισμού κατέκτησαν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού κι έγιναν υλική δύναμη ανατροπής της φεουδαρχίας.

Το οικονομικοκοινωνικό σύστημα της φεουδαρχίας ηττήθηκε ιστορικά μόνον όταν οι φιλοσοφικές και πολιτικές ιδέες του Μεσαίωνα αμφισβητήθηκαν και ηττήθηκαν ηγεμονικά από τις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις της αστικής τάξης.

Σήμερα, στον 21ο αιώνα, η κυρίαρχη πια αστική τάξη συνεχίζει να διαμορφώνει και ν’ αναπαράγει με σύγχρονους τρόπους το εκτεταμένο κοινωνικό στρώμα που προπαγανδίζει και διαδίδει τις φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές της αντιλήψεις, έτσι ώστε να ηγεμονεύει, όχι μόνον οικονομικά, αλλά ιδεολογικά και πολιτικά. Στον καιρό μας, το ρόλο των σαλονιών του 18ου αιώνα επιτελούν κυρίως οι πανεπιστημιακές σχολές, οι ακαδημίες, τα πολιτιστικά ιδρύματα και οι σύλλογοι, οι χρηματοδοτούμενες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» κλπ.

Όπως τον παλιό καλό καιρό, έτσι και σήμερα, το πολυπληθές και ιεραρχημένο στρώμα προπαγανδιστών, που απαρτίζεται από ένα σύνολο φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, επιστημόνων, συγγραφέων και καλλιτεχνών παντός τύπου, άλλοτε σχεδιασμένα κι άλλοτε αυθόρμητα, διαδίδει και κοινωνικοποιεί τις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις του αστισμού, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας τα σύγχρονα ρεύματα των κοινωνικών επιστημών, της τέχνης και της μαζικής κουλτούρας, μέσα από ένα άτυπο αλληλοδιδακτικό σύστημα συζητήσεων, κοινωνικών συμπεριφορών και πολιτιστικών πρακτικών.

Σήμερα, που το παγκόσμιο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού αποκάλυψε πρακτικά, με κραυγαλέο και αδιαμφισβήτητο τρόπο, τα όριά του και την αδυναμία του ν’ αποφύγει τις οικονομικές κρίσεις και να συγκεράσει την οικονομική ανάπτυξη με την ευημερία, οι αστικές τάξεις στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού επιστρατεύουν το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο σαν μέσον κυριαρχίας.

Η ελίτ της αστικής διανόησης έχει κατανοήσει σε βάθος τα λόγια του Εκκλησιαστή «η καταπίεση κάνει τον φρόνιμο τρελό», κι επιχειρεί με κάθε πολιτικο-ιδεολογικό μέσον ν’ αποτρέψει και να καθυστερήσει τη διονυσιακή ταξική «τρέλα» ενάντια στο απολλώνιο «αέτωμα» της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Διανοούμενοι τύπου Σλάβοϊ Ζίζεκ, που προβάλλονται προνομιακά από το παγκόσμιο εκδοτικό κατεστημένο και τον Τύπο σαν προοδευτικοί κι επαναστάτες, επιστρατεύονται κι αναλαμβάνουν την «επικίνδυνη» αποστολή να συκοφαντήσουν όσους παρέμειναν ικανοί να κρατούν την ιδεολογικοπολιτική ασπίδα του διαλεκτικού υλισμού και να κραδαίνουν το ιδεολογικοπολιτικό δόρυ της επανάστασης.
Για παράδειγμα, ο περιβόητος Ζίζεκ, στο άρθρο του «Γιατί οι κυνικοί κάνουν λάθος - Το υψηλό σοκ της νίκης του Ομπάμα» χρησιμοποιεί τις αντιλήψεις του αγνωστικιστή και δυϊστή Καντ, για να δημιουργήσει την αίσθηση πως η νίκη του Ομπάμα έχει ιστορική αναλογία με την Γαλλική επανάσταση και τις επιπτώσεις που είχε η επανάσταση αυτή στον υπόλοιπο κόσμο. Στο κείμενο αυτό, όλους όσους δεν αφιονίστηκαν με την νίκη του Ομπάμα μας ονομάζει «κυνικούς», όχι με την φιλοσοφική, αλλά με την τρέχουσα έννοια του όρου, μας βάζει στο ίδιο στρατόπεδο με τον Κίσινγκερ και την νομενκλατούρα των πρώην καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης κλπ.

Στο κείμενό μου «Ο Μπάρακ Ομπάμα και η μύτη της Κλεοπάτρας» αναφέρω:
«Κάτω από το βάρος των γεγονότων, οι σκοπιμότητες της αστικής διανόησης να χρεώσει την κρίση στους γιάπηδες της Γουόλ Στριτ, τα λεγόμενα golden boys, ήταν προφανείς: από την μια μετέθεσαν τις αιτίες της κρίσης από τις εγγενείς στον καπιταλισμό αντιφάσεις στις αδυναμίες του ανθρώπινου χαρακτήρα, και από την άλλη παρουσίασαν την επίκληση στις αρχές της Βασιλείας 2, την ανάγκη για ένα νέο Μπρέτον-Γούντς και την εσπευσμένη υιοθέτηση κεϋνσιανών μέτρων κρατικού παρεμβατισμού, σαν αναγκαίες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης φαυλότητας.

Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, για ν’ αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση και, κυρίως, για να αποτρέψει την αφύπνιση της πολυφυλετικής και ταξικά διαρθρωμένης αμερικανικής κοινωνίας, προέβη, πέραν των οικονομικών μέτρων Πόλσον και Μπερνάκι, σε μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική αντεπίθεση, και πέτυχε, έστω και περιστασιακά, σημαντική νίκη.

Οι εκλογές για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ δεν ήταν αυτή την φορά η συνήθης διαδικασία μιας προεδρικής εκλογής, αλλά η διαδικασία προβολής προτύπων και αξιών που στηρίζουν το «αμερικάνικο όνειρο» κι εκθειάζουν τις υπερβατολογικές αντιλήψεις του Μεταμοντερνισμού και του Πραγματισμού για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Η νίκη του Μπάρακ Χουσεΐν Ομπάμα στις εκλογές για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ αναζωπύρωσε στον μέσο Αμερικάνο την πίστη στο «αμερικάνικο όνειρο», στον δε μέσο Ευρωπαίο την προσδοκία για αναστροφή του οικονομικού κλίματος που κάνει το μέλλον να φαίνεται σκοτεινό και αβέβαιο. Στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου, ιδίως του Αμερικάνου, που αντιμετωπίζει προβλήματα ανάλογα με αυτά των πρωταγωνιστών των ταινιών «Πικρή γη», «Ο φύλακας της σίκαλης», «Τα Σταφύλια της οργής».... εκείνο που μέτρησε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι ο Ομπάμα «τα κατάφερε», ότι ο Ομπάμα «πέτυχε».

Στο μυαλό του μέσου Αμερικάνου και του μέσου Ευρωπαίου ο Ομπάμα φαντάζει, άλλοτε σαν την ηρωική μορφή του Διογένη Teufelsdröckh (= θεϊκό κοπρογέννημα του διαβόλου) του μυθιστορήματος «Sartor Resartus» της πρώιμης περιόδου του Καρλάιλ, άλλοτε σαν τους «ήρωες» των λογοτεχνημάτων και δοκιμίων των αρχών του 19ου αιώνα που γέννησαν την υπερβατική φιλοσοφική και ιστορική αντίληψη της «Νέας Αγγλίας» και του «american transcendentalism».

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις της αστικής φιλοσοφίας για την ιστορία υποστηρίζουν υπέρμετρα το ρόλο της προσωπικότητας στην διαμόρφωση των ιστορικών γεγονότων. Τα επιχειρήματα της υπερβατικής φιλοσοφίας της ιστορίας (Φίχτε, Κάντ, Καρλάιλ κλπ.) εξέθρεψαν το «αμερικάνικο όνειρο», και συμπεριλαμβάνονται σήμερα στην φαρέτρα επιχειρημάτων των κυρίαρχων ρευμάτων του Μεταμοντερνισμού και του Πραγματισμού.

Ο Ομπάμα εκλαΐκευσε και χρησιμοποίησε τα επιχειρήματα της υπερβατικής φιλοσοφίας στα προεκλογικά επιχειρήματα του περίφημου «ΜΠΟΡΕΙΣ». Τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ δεν τις κέρδισε ο κατά Αριστοτέλη «μεγαλόψυχος» (magnanimous), «ηθικά τέλειος» ηγέτης, αλλά ο κατά Καρλάιλ «δημιουργικά ενεργητικός» ηγέτης που μπορεί να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις του πραγματικού κόσμου. Το Μεταμοντέρνο πρότυπο του ατόμου, που «ΜΠΟΡΕΙ» να κερδίζει την επιτυχία, με επιμονή και σκληρή προσπάθεια ενάντια σε οικονομικές, κοινωνικές και φυλετικές αντιξοότητες –μέχρι του σημείου μάλιστα να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ!!!- στο πρόσωπο του Ομπάμα έγινε το Υπερεγώ και το όραμα κάθε δυστυχισμένου Αμερικάνου, αλλά και κάθε δυστυχισμένου Ευρωπαίου, Αφρικανού και Ασιάτη.

Σε συγκυρίες όπως η σημερινή, η αστική Φιλοσοφία και η αστική Τέχνη, σαν μορφές κοινωνικής συνείδησης, αποκαλύπτουν τον ταξικό τους ρόλο και τον, αδιάγνωστο για πολλούς, προορισμό τους.

Η φιλοσοφική αντίληψη της αστικής κουλτούρας για τον ρόλο της προσωπικότητας και του ατόμου στην διαμόρφωση των κοινωνικών φαινομένων, διάχυτη και διαλελυμένη στα εύπεπτα πολιτισμικά προϊόντα της μαζικής υποκουλτούρας (life style, ριάλιτις, σαπουνόπερες), συμπυκνωμένη, ωραιοποιημένη και υψιπετής στα κορυφαία καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αστικής τέχνης, διαμορφώνει την αναγκαία ηγεμονική διάταξη της αστικής ιδεολογίας μεταξύ του κοινού νου και της ευθυκρισίας και συμβάλλει στην σταθερότητα των κοινωνικών δομών».

Ο τρόπος με τον οποίο η Μέκκα του καπιταλισμού αντιμετώπισε την οικονομική κρίση αποτελεί έναν τέλειο τύπο αρμονικής ανάπτυξης όλων των δυνάμεων της κυρίαρχης τάξης, και ιδιαίτερα των δυνάμεων των ελίτ της αστικής διανόησης. Το πρότυπο αυτό της ηγεμονίας στο εποικοδόμημα, που δίνει προτεραιότητα στον ιδεολογικό παράγοντα στην ενάσκηση της κοινωνικής διεύθυνσης και της κυριαρχίας, το αντέγραψαν, το ακολούθησαν και το προσάρμοσαν στις ιδιαιτερότητες των χωρών τους, και η ελληνική ιθύνουσα τάξη αλλά και οι ιθύνουσες τάξεις στην Ευρώπη και τον κόσμο. Στο πρότυπο αυτό, ο διευθυντικός ρόλος της αστικής τάξης, ως οργανώτριας της συναίνεσης των πλατιών μαζών υπερισχύει -χωρίς βεβαίως ν’ ατονεί το κυριαρχικό στοιχείο (στοιχείο δύναμης, παράγοντας εξουσίας και ωμής βίας) που εκδηλώνεται και με την γκραμσιανή έννοια ενός «μεταμορφισμού», όχι μόνο «μοριακού» (δηλαδή ατομικού) αλλά μαζικού (απορρόφηση των ελίτ των αντιπάλων τάξεων και αποστέρηση της ιδεολογικής τους ηγεσίας, που τις καθιστά ανίκανες για δράση).

Όπως αναφέρει η Κ. Γκλύκσμαν:
«Στην περίπτωση μιας πετυχημένης ηγεμονίας μια τάξη προωθεί το σύνολο της κοινωνίας (εθνική λειτουργία). Η έλξη που ασκεί στις σύμμαχες τάξεις (ακόμα και εχθρικές) δεν είναι παθητική αλλά ενεργητική. Όχι μόνο δεν εξαρτάται από απλούς διοικητικούς μηχανισμούς καταναγκασμού, αλλά ούτε εξαντλείται σε μηχανισμούς ιδεολογικής επιβολής-ιδεολογικής υποταγής (Αλτουσέρ) ή νομιμοποίησης μέσω μια συμβολικής βίας (Μπουρντιέ).
Αν η κοινωνιολογία των λειτουργιών και η κοινωνιολογία των ελέγχων είναι ‘άσπονδες φίλες’, υπάρχει συμφωνία σ’ ένα βασικό σημείο: την κοινωνική ενσωμάτωση. Η επαναστατική διαλεκτική του Γκράμσι ξεφεύγει από κάθε δομικολειτουργιστικό μοντέλο στο οποίο οι τρόποι ενσωμάτωσης σε μια δομή (λειτουργία) παγιώνουν τους τρόπους θεσμοποίησης των ελέγχων. Αυτό μας κάνει να σκεφτούμε ότι κάθε χρησιμοποίηση ενός μοντέλου ενσωμάτωσης απαιτεί ένα μοντέλο διάσπασης, γιατί τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζεύγη του Γκράμσι είναι διπολικά. Με δυό λόγια δεν υπάρχει θεωρία της ηγεμονίας χωρίς θεωρία της κρίσης ηγεμονίας (της λεγόμενης οργανικής κρίσης). Δεν υπάρχει ανάλυση της ενσωμάτωσης των υποδεέστερων τάξεων σε μια κυρίαρχη τάξη, χωρίς θεωρία των τρόπων ανεξαρτητοποίησης και ταξικής συγκρότησης, που επιτρέπουν σε μια τάξη, υποδεέστερη ήδη, να γίνει ηγεμονική».

Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μέσα από τις γραμμές του «Μανιφέστου», έθεταν σαν προϋπόθεση της συγκρότησης του επαναστατικού υποκείμενου και της κοινωνικής επανάστασης να καταστεί η εργατική τάξη «εθνική τάξη-ηγέτιδα τάξη του έθνους», θεμελίωναν την διαλεκτική θεωρία της ηγεμονίας, θεμελίωναν την θέση πως για να γίνει η εργατική τάξη κυρίαρχη πρέπει πρώτα και κύρια να γίνει διευθυντική.

Όταν οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν διαμόρφωναν την στρατηγική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης νέου τύπου, όπου την ηγεμονία του πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της φεουδαρχίας και του τσαρισμού δεν την είχε η αστική τάξη (όπως συνέβη π.χ. στην γαλλική επανάσταση), θεμελίωναν την διαλεκτική θεωρία της προτεραιότητας της πολιτικής έναντι της οικονομίας και της ιδεολογίας έναντι της πολιτικής.

Σ’ ένα διεθνή καπιταλιστικό περίγυρο, όταν η εργατική τάξη καταστεί ηγεμονική γίνεται εθνική τάξη επειδή προεκτείνει τα δικά της ταξικά συμφέροντα σε άλλα στρώματα –έστω και με συμβιβασμούς, και ταυτόχρονα, επειδή μέσα από τις ειδικές και ιδιόμορφες συνθήκες εμφανίζει έναν πλούτο οικουμενικό και δι-εθνικό, ενοποιείται με την παγκόσμια εργατική τάξη.

Στον αντίποδα της σθεναρής πολιτικής και ιδεολογικής στάσης των κυρίαρχων τάξεων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα και οι αντικαπιταλιστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και στην Ελλάδα αλλά και στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, μεσούσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που κάνει τα πήλινα πόδια του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού να τρίζουν, παρουσιάζουν μια διπλή έλλειψη: από την μια έχουν σταθεί ανίκανες να εμφανιστούν ως αυτόνομη ηγεμονική δύναμη με συγκεκριμένο πολιτικο-ιδεολογικό πρόγραμμα και αποφασιστική πολιτική καθοδήγηση, και από την άλλη δεν έχουν αποκτήσει πραγματικό οργανικό δεσμό με τους μισθοσυντήρητους και το λαό. Δηλαδή, δεν βρίσκουμε, προς το παρόν, στο ριζοσπαστικό κίνημα την θέληση να γίνει ηγεμονικό, κομματικό και ηγετικό.

Σύμφωνα με την άποψη του ΑΚΕΠ, στην σημερινή πραγματικότητα, το κοινωνικό ισοδύναμο των σχέσεων παραγωγής ηγεμονεύει ιδεολογικά, πολιτικά και καθορίζει απόλυτα όχι μόνον τις ειδικές αλλά και τις γενικές συμπεριφορές του ελληνικού πληθυσμού.

Αντίθετα, το κοινωνικό ισοδύναμο των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ανωριμότητας και αδυναμίας: ούτε εκπροσωπείται με όρους ιδεολογικοπολιτικούς στο εποικοδόμημα, ούτε εκπροσωπείται ιδεολογικά στους επιμέρους αγώνες για τα προβλήματα που ανακύπτουν, ούτε εκδηλώνεται αυθόρμητα στις ατομικές και κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητας, της συνήθειας και του στυλ ζωής.

Το γεγονός ότι η δομική ενότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εργατικής τάξης προς την αστική τάξη, εκδηλώνεται και ως αντίθεση όταν οξύνονται οι δυσλειτουργίες και οι νομοτελειακές αντιφάσεις των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής, σε τίποτα δεν διαφοροποιεί την κοινωνική κατάσταση, αφού οι αντιθέσεις που ανακύπτουν είναι αντιθέσεις της ίδιας ποιότητας, που τις περισσότερες φορές επιλύονται με μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν την καπιταλιστική παραγωγή, την εκμετάλλευση και την εξουσία.

Τα μαζικά ζητήματα, δηλαδή εκείνα που αποτελούν αιτήματα μόνιμα και σταθερά των λαϊκών μαζών και που επικαιροποιούνται όταν η καθημερινότητα γίνεται ανυπόφορη, αποτελούν το συνεκτικό στοιχείο κάθε αυθόρμητης κοινωνικής δράσης, κάθε αυθόρμητου κινήματος, κάθε αυθόρμητης εξέγερσης. Έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως ένας συλλογικός νους, ένα διανόημα συνεκτικό, προβάλλει μέσα από την πράξη. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως προκύπτει ένα διακύβευμα ευθυκρισιακό μέσα από τις μάζες, ακριβώς σαν την θεά της Σοφίας μέσα από το κεφάλι του πατέρα των θεών.

Ο δι-ιστορικός νόμος της αξίας που ρυθμίζει τις δυναμικές ισορροπίες των ποσοτικών μεγεθών της παραγωγής και της πραγματοποίησης του εμπορευματικού κοινωνικού πλούτου, δεν διορίζει μόνο τις σχέσεις μεταξύ των τομέων και των κλάδων της παραγωγής, αλλά και την δράση των κοινωνικών τάξεων και των κατηγοριών του πληθυσμού που εμπλέκονται άμεσα στις διαδικασίες αναπαραγωγής των όρων παραγωγής, που εμπλέκονται άμεσα στα προτσές της αναπαραγωγής των δομικών όρων ένταξης των ιδεολογικο-πολιτικών ταξικών αντιθέσεων μέσα στο Κράτος.

Πολλοί, σήμερα, στο ριζοσπαστικό πολιτικό χώρο αντιμετωπίζουν την ιδεολογία και την πολιτική με μια οικονομίστικη παρέκκλιση του μαρξισμού, μη αντιλαμβανόμενοι τη διαλεκτική σημασία της ρήσης «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα». Έτσι, καταλήγουν στην πράξη να πραγματεύονται την ιδεολογία ως απλή αντανάκλαση χωρίς ειδική αποτελεσματικότητα, αποκρύβοντας ένα στρατηγικό πεδίο των ταξικών αγώνων, που ο Γκράμσι αποκαθιστά σε όλη του την έκταση.

Ο Γκράμσι λέει:
« Ως ιστορικά αναγκαίες αυτές (οι οργανικές ιδεολογίες) έχουν μια αποτελεσματικότητα που είναι ‘‘ψυχολογική αποτελεσματικότητα’’, οργανώνουν τις ανθρώπινες μάζες, διαμορφώνουν το πεδίο όπου κινούνται, όπου αποκτούν συνείδηση της θέσης τους, όπου αγωνίζονται κλπ».

Ο Γκράμσι λέει:
«Το ιστορικοπολιτικό κριτήριο όπου πρέπει να βασίσω τις έρευνές μου είναι τούτο: μια τάξη κυριαρχεί με δύο τρόπους, δηλαδή είναι διευθυντική και κυρίαρχη. Είναι διευθυντική σε σχέση με τις σύμμαχες τάξεις και κυρίαρχη σε σχέση με τις αντίπαλες. Γι’ αυτό, μια τάξη μπορεί (και πρέπει) να είναι διευθυντική πριν πάρει την εξουσία. Όταν πάρει την εξουσία γίνεται κυρίαρχη, αλλά εξακολουθεί επίσης να είναι διευθυντική».

Σήμερα λοιπόν, ο θεωρητικός-ιδεολογικός αγώνας του φιλοσοφικού μαρξισμού ενάντια στα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας αποτελεί κυρίαρχο καθήκον και προϋπόθεση για την ανασύνταξη του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου και την σύσταση της διευθυντικής-ηγεμονικής, κομματικής και ηγετικής δύναμης, που σαν συλλογικός διανοούμενος θα εκδηλώσει τις ιδιότητες του επαναστατικού υποκείμενου.

Κατά την γκραμσιανή αντίληψη, η συνείδηση της συμμετοχής σε μία καθορισμένη ηγεμονική δύναμη (δηλ. πολιτική συνείδηση) είναι η πρώτη φάση για μία ανώτερη και προοδευτική αυτοσυνείδηση, όπου θεωρία και πρακτική τελικά ενοποιούνται.

Ο συλλογικός διανοούμενος δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς να επαληθεύεται στο εσωτερικό του μια ιεράρχηση κύρους και διανοητικής ικανότητας, που μπορεί να αποκορυφωθεί μόνον εάν είναι ικανός να αναβιώσει συγκεκριμένα τις απαιτήσεις της συμπαγούς ιδεολογικής κοινότητας, να κατανοήσει ότι αυτή δεν μπορεί να έχει την ευστροφία ενός ατομικού μυαλού, και συνεπώς να πετύχει να επεξεργαστεί μορφικά το συλλογικό πιστεύω κατά τον πιο συναφή τρόπο και κατάλληλο για τους τρόπους σκέψης των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών του πληθυσμού που εκπροσωπεί.

Ο συλλογικός διανοούμενος για να είναι τέτοιος, δηλαδή συλλογικός, πρέπει να ιεραρχεί στο εσωτερικό του τις κοινωνικές συμμαχίες με όρους συνεκτικούς, δηλαδή πολιτικούς. Να ενοποιεί την διάχυτη και διαλελυμένη αρνητικότητα του πληθυσμού προς το κοινωνικό σύστημα και το Κράτος με σχέσεις κύρους προς την κοσμοαντίληψη που έχει φτάσει στο επίπεδο της ιδεολογίας, που έχει γίνει δηλαδή υλική δύναμη ανατροπής και άρνησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ας τρέμουν οι αστοί την αφύπνιση της εργατικής τάξης και την ανασύσταση του ριζοσπαστικού επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.

Η Παρισινή κομμούνα, η Οκτωβριανή επανάσταση, o Μάης του ’68 κι ο Δεκέμβρης του 2008 είναι οι ιστορικοί φάροι που, μέσα από το ανθισμένο μονοπάτι των εμπειριών και των ιδεών τους, θα οδηγήσουν τους μισθοσυντήρητους και τον λαό στον δρόμο της επανάστασης.

Μανώλης Γρηγοριάδης

Σημείωση:
Η ξεκάθαρη θέση του ΑΚΕΠ, για την αντιμετώπιση της σημερινής πολιτικής συγκυρίας, είναι:
Α) Η διαρκώς εντεινόμενη αγανάκτηση του λαού, στη σημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, για να παράξει ρεαλιστικό αποτέλεσμα, πρέπει να υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα υπερβαίνουν τα σημερινά κομματικά σχήματα και τις σημερινές συνδικαλιστικές περιχαρακώσεις, που θα δίνουν νόημα και προοπτική στον αγώνα ενάντια στην καταστροφή που μας απειλεί, που θ’ ανατρέψουν την απαισιοδοξία και το αίσθημα της ματαιότητας του αγώνα για ένα καλύτερο, για ένα ελπιδοφόρο μέλλον, που θα δώσουν την δυνατότητα σε κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, να ενεργοποιηθεί και να συμβάλει στον κοινό αγώνα για το κοινό συμφέρον.
Β) Στη σημερινή πολιτική συγκυρία, οι διαφορετικές προσεγγίσεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου στα ζητούμενα και στα «δια ταύτα» του κινήματος, στα ζητούμενα και στα «δια ταύτα» της αντιμετώπισης της καταστροφής που απειλεί τους μισθοσυντήρητους και τα λαϊκά στρώματα, το σύνθημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ, ο αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο αγώνας για την ανατροπή του μνημονίου ΠΑΣΟΚ-ΤΡΟΪΚΑΣ κλπ., υπερβαίνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στα προβλήματα της συγκυρίας και λειτουργεί ενοποιητικά, επειδή εμπεριέχει την κύρια πλευρά της κύριας αντίθεσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, επειδή δίνει κατεύθυνση στην αυθόρμητη αρνητικότητα του λαού ως προς τις συνθήκες ύπαρξής του, επειδή υπονοεί μορφικά το περιεχόμενο της ταξικής συνείδησης που ετοιμάζεται να αναφανεί. Σήμερα, στις συνθήκες ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα, στις συνθήκες πολυδιάσπασης του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού χώρου, το σύνθημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ οφείλει να γίνει ιαχή ταξικού πολέμου, κάλεσμα αγωνιστικής ενότητας των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού. Σύνθημα μάχης.
Γ) Το αίτημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ αποτελεί τακτική πολιτική πρόταση, που εστιάζει στην κυρίαρχη αντίθεση της σημερινής πολιτικο-οικονομικής συγκυρίας. Στον ένα πόλο της αντίθεσης βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, οι συμμαχίες του και τα ταξικά πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα που υπηρετεί η σημερινή πολιτική πρακτική του. Στον άλλο πόλο της αντίθεσης βρίσκονται η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι και τα λαϊκά στρώματα, καθώς και τμήματα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη αλλά πλήττονται καθοριστικά από τα μέτρα ΠΑΣΟΚ-ΔΝΤ-ΕΕ. Έτσι, το αίτημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ, αν προβληθεί και προπαγανδιστεί κεντρικά, θα διαμορφώσει τακτικά τη στρατηγική διάταξη των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης -που σήμερα είναι εγκλωβισμένη στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα ή απέχει από την πολιτική- με τα στρώματα και τις κατηγορίες του πληθυσμού που πλήττονται από τα μέτρα του ΠΑΣΟΚ και τη σημερινή πολιτικο-οικονομική συγκυρία. Έτσι, θα δημιουργηθούν οι υποκειμενικές συνθήκες ενός ρωμαλέου αντικαπιταλιστικού κοινωνικού κινήματος, που θα επιβάλει και θα καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού. Έτσι, θα συγκροτηθεί η ηγεμονική δύναμη, δηλαδή η ταξική πολιτική συνείδηση, με όρους πρακτικά συνεκτικούς στο εποικοδόμημα, και θα καλυφθεί, με όρους μαζικού κινήματος, το πολιτικό κενό εκπροσώπησης των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό.
Πρωτοβουλίες όπως αυτές, της συλλογικότητας του «Πολιτικού Καφενείου», της «Σπίθας» του Μίκη Θεοδωράκη και, ιδίως, του «Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής» του σ. Α. Αλαβάνου, αποτελούν ελπιδοφόρα ένδειξη ότι το ιστορικά νέο, το ακατανίκητο, ετοιμάζεται σύντομα ν’ αναφανεί στο εποικοδόμημα. Το «ιδίως», δεν αφορά μόνο τις προσωπικές πολιτικές ιδιότητες του σ. Α. Αλαβάνου, αλλά αφορά πρωτίστως την κεντρική πολιτική του κατεύθυνση στη συγκυρία. Το «ΜΑΑ-Α. Αλαβάνος», για την κινητοποίηση στις 23/2/2011, δήλωσε: «Το αίτημα που μπορεί να πολιτικοποιήσει, να ενοποιήσει, να βαθύνει τους αγώνες είναι: Να πέσει τώρα η κυβέρνηση Παπανδρέου», κλπ.
Ας εκφράσουμε, με τα λόγια του Ένγκελς, την ελπίδα που αναφύεται μέσ' από την καταχνιά της σημερινής συγκυρίας: «Πάνω στα θεμέλια των μεγάλων ιδεών της εποχής αναφύονται μικρά και μεγάλα πολιτικά εποικοδομήματα, όλα τ’ άλλα ξεφτίζουν, τα αισθηματικά τραγουδάκια μένουν χωρίς ακροατές, και το βουερό κέρας του κυνηγού περιμένει εκείνον που θα σημάνει το κυνήγι των τυράννων».

ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Το νόημα του Δεκέμβρη

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Η αυθόρμητη εξέγερση της νεολαίας και του λαού τον περασμένο Δεκέμβρη έδειξε πως, οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές αιτίες, που θα οδηγήσουν στην αφύπνιση του λαού και στην ανασυγκρότηση του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος, έχουν υποστασιοποιηθεί και είναι (δυνάμει) κοινωνικά παρούσες.

Αν και, μετά τον περασμένο Δεκέμβρη, συνέβη στην Ελλάδα σε μικρογραφία αυτό που είχε συμβεί στη Γαλλία μετά τον Μάη του ’68 -όταν οι Γάλλοι ψηφοφόροι, μετά την καταστολή των κινητοποιήσεων του Μάη, στήριξαν και ψήφισαν τα καθεστωτικά γαλλικά πολιτικά κόμματα που συνέπραξαν στην καταστολή της εξέγερσης- η ελληνική ιθύνουσα τάξη και οι ιδεολόγοι του κοινωνικού συστήματος, με την ωριμότητα και την πείρα της εξουσίας, αντιλαμβάνονται έντρομοι τους κινδύνους που προκύπτουν από τις διαφοροποιήσεις, τις μετατοπίσεις και τις μεταλλάξεις που συντελούνται νομοτελειακά στην υλική δομή της ελληνικής κοινωνίας και δεν εφησυχάζουν, αλλά επιχειρούν να συκοφαντήσουν και ν’ αλλοιώσουν το νόημα και τις παρακαταθήκες της εξέγερσης.

Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκε και δεν καθοδηγήθηκε από καμία πολιτική εκδοχή του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου, ούτε βεβαίως αξιοποιήθηκε ή ποδηγετήθηκε από τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα.

Τον περασμένο Δεκέμβρη, τα τμήματα του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου έδρασαν αυθόρμητα και ενιαία, υποκινούμενα από τις ίδιες αιτίες και τις ίδιες αφορμές που δημιούργησαν την εξέγερση, παραμέρισαν αυθόρμητα τις συμβατικά ανυπέρβλητες μεταξύ τους διαφωνίες και ενώθηκαν με την αυθόρμητα εξεγερμένη νεολαία και το λαό.

Δυστυχώς, ο ριζοσπαστικός πολιτικός χώρος, μέσα στην ανομοιογένεια και τις αντιφάσεις του, δεν κατάφερε να συμβάλει έτσι ώστε να μετατραπεί η αυθόρμητη εξέγερση σε συνειδητή στάση, σε οργάνωση, σε συνέχεια, δεν κατόρθωσε να στοχοθετήσει τον αυθόρμητο αγώνα και να του προσδώσει μόνιμα χαρακτηριστικά και κοινωνική προοπτική.

Αυτό σημαίνει πως, ο ριζοσπαστικός πολιτικός χώρος και τα τμήματά του, σαν θεματοφύλακας των επαναστατικών παραδόσεων του κινήματος, δεν συνδέεται οργανικά με τις νέες κοινωνικές ταξικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν την νέα ιστορική κατάσταση.
Αυτό σημαίνει πως, η νέα ιστορική κατάσταση δεν έφθασε ακόμη στον βαθμό της αναγκαίας ανάπτυξής της για να έχει την ικανότητα να δημιουργεί νέες δομές στο εποικοδόμημα.
Αυτό σημαίνει την ρήξη του δεσμού μαρξιστικής κοσμοθεωρίας και πολιτικής πράξης που, κατά την αντίληψή μας, αποτελεί στον καιρό μας το βασικό κατηγόρημα, την βασική ιδιότητα, του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού χώρου.

Στην εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη, η έλλειψη ενιαίου επαναστατικού κέντρου -του «συλλογικού διανοούμενου»- ήταν καθοριστική, πράγμα που ανέδειξε την ανάγκη και το καθήκον να επιταθούν οι προσπάθειες για τη συγκρότησή του. Ο Γκράμσι λέει:
«Ο συλλογικός διανοούμενος δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς να επαληθεύεται στο εσωτερικό του μια ιεράρχηση κύρους και διανοητικής ικανότητας, που μπορεί να αποκορυφωθεί μόνον εάν είναι ικανός να αναβιώσει συγκεκριμένα τις απαιτήσεις της συμπαγούς ιδεολογικής κοινότητας, να κατανοήσει ότι αυτή δεν μπορεί να έχει την ευστροφία ενός ατομικού μυαλού, και συνεπώς να πετύχει να επεξεργαστεί μορφικά το συλλογικό πιστεύω κατά τον πιο συναφή τρόπο και κατάλληλο για τους τρόπους σκέψης των κοινωνικών ομάδων και των κατηγοριών του πληθυσμού που εκπροσωπεί».

Σήμερα, ένα χρόνο μετά την εξέγερση, δυστυχώς, διαμορφώνονται αντιλήψεις και προπαγανδίζονται ιδεολογίες ενός απενσαρκωμένου και αυτιστικού ιδεαλισμού, που αντιστρατεύονται την προοπτική της σύστασης του συλλογικού επαναστατικού υποκείμενου.

Λέει ο Στίρνερ: «Η επανάσταση κι η εξέγερση δε θα ‘πρεπε να εκλαμβάνονται ως συνώνυμα. Η πρώτη έγκειται σε μια ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, της δομής του κράτους ή της κοινωνίας. Κατά συνέπεια είναι μια πράξη πολιτική ή κοινωνική. Η δεύτερη, αν και αναπόφευκτα συνεπάγεται μια ανατροπή της κατεστημένης τάξης, δεν ξεκινά απ’ αυτήν. Είναι γέννημα της δυσαρέσκειας των ανθρώπων για τον εαυτό τους και για ότι τους περιβάλλει. Δεν πρόκειται για μια έγερση αιτημάτων, αλλά για μια εξέγερση ατόμων, μια ανταρσία που αμελεί πλήρως τους θεσμούς που ίσως να γεννήσει. Η επανάσταση αποσκοπεί σε νέους κανόνες. Εξέγερση σημαίνει να μην αφήνουμε κανέναν να μας διοικεί αλλά να διοικούμαστε μόνοι μας. Η εξέγερση δεν οραματίζεται τους μελλοντικούς «θεσμούς». Είναι μια μάχη ενάντια στο υπάρχον. Εάν υπερνικήσει, η υπάρχουσα τάξη καταρρέει. Δεν είναι άλλο από την απελευθέρωση του δικού μου «Εγώ» από την κατεστημένη τάξη, η οποία, μόλις την ξεπεράσω βυθίζεται στον θάνατο και την αποσύνθεσή της. Κι εφόσον δεν αποσκοπώ στην αντικατάσταση των θεσμών της κατεστημένης τάξης αλλά στην απελευθέρωση μου απ’ αυτήν, τα κίνητρα και οι πράξεις μου δεν είναι πολιτικά ή κοινωνικά αλλά «εγωιστικά» (Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του)

Λέει ο Καμύ: «Θέλω, σημαίνει προκαλώ το παράδοξο» (Ο Μύθος του Σίσυφου)

Λέει η διαλεκτική: «Θέλω» που δεν ανακλά τις κοινωνικές σχέσεις, τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους ύπαρξης της κοινωνίας, οδηγεί σε υποκειμενισμό και τυχοδιωκτισμό. Το «παράδοξο» του Καμύ να θέλει η εξέγερση να είναι διαρκής, για να «βεβαιώνει» την ύπαρξη των εξεγερμένων ατόμων, χωρίς να δίνει νόημα, στόχους και προοπτική σε αυτήν την «βεβαιότητα» και σε αυτήν την «ύπαρξη», εκδηλώνεται στο σύνθημα «εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», και είναι η πλέον αντιδιαλεκτική θεωρητική προσέγγιση στα γεγονότα της ελπιδοφόρας εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη.

Σήμερα, ένα χρόνο μετά την εξέγερση, δυστυχώς, η μόνη αξιόπιστη προσπάθεια, να εμφανιστεί στο εποικοδόμημα η πρακτική προϋπόθεση συγκρότησης του επαναστατικού υποκείμενου, είναι η ιστορική πρωτοβουλία του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ, που θέλει, με δημοκρατισμό και ιδεολογική αντιπαράθεση, να υπερβεί την περιχαρακωμένη επαναστατικότητα, για να καταστήσει την διάχυτη και διαλελυμένη επαναστατικότητα, συνεκτική και ευθυκρισιακή.

Ας τρέμουν οι αστοί την ανασύσταση του ριζοσπαστικού επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.

Η Παρισινή κομμούνα, η Οκτωβριανή επανάσταση, o Μάης του ’68 κι ο Δεκέμβρης του 2008 είναι οι ιστορικοί φάροι που, μέσα από το ανθισμένο μονοπάτι των εμπειριών και των ιδεών τους, θα οδηγήσουν τους μισθοσυντήρητους και τον λαό στον δρόμο της επανάστασης.

Μάκης Παπαπέτρου, Ε.Γ. της Κ.Ε. του ΑΚΕΠ

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Λόγος-Γλώσσα-Μουσική και καθαρή ποίηση

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, τεύχος 193)
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

ΛΟΓΟΣ – ΓΛΩΣΣΑ – ΜΟΥΣΙΚΗ
και καθαρή ποίηση

της Μαρίας Λαέρτη

Μια μέρα είπε ο Ντεγκά στον Μαλλαρμέ: «το επάγγελμά σας είναι κόλαση, δεν κατορθώνω να κάνω αυτό που θέλω κι όμως είμαι γεμάτος ιδέες».
Κι ο Μαλλαρμέ του ανταποκρίθηκε: «Οι στίχοι, αγαπητέ μου Ντεγκά, δεν γίνονται με ιδέες αλλά με λέξεις».(1)

Ο Μαλλαρμέ όταν λέει λέξεις, όπως είναι γνωστό, δίνει το βάρος στους ήχους των λέξεων, στη μουσικότητά τους.

«Ο Μαλλαρμέ είχε δίκιο» επικροτεί ο Βαλερύ. Και διευκρινίζει: «Ο ποιητής όμως δεν διαθέτει τα τεράστια πλεονεκτήματα του μουσικού. Δεν έχει μπροστά του έτοιμο, για μια περίτεχνη χρήση, ένα σύνολο από μέσα δημιουργημένα επίτηδες για την τέχνη του. Πρέπει να δανειστεί τη γλώσσα –τη δημόσια φωνή, μια συλλογή από όρους και κανόνες, παραδοσιακούς και ά-λογους, οι οποίοι δημιουργήθηκαν και διαμορφώθηκαν περίεργα, και ακούγονται και προφέρονται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Στην ποίηση δεν υπάρχει ο φυσικός να καθορίσει τις σχέσεις αυτών των στοιχείων, ούτε η διαπασών, ούτε οι μετρονόμοι, ούτε οι δημιουργοί της κλίμακας, ούτε οι θεωρητικοί της αρμονίας. Αντίθετα υπάρχουν οι φωνητικές και σημαντικές διακυμάνσεις του λεξιλογίου. Τίποτα το καθαρό».(2)

Ας προσπαθήσουμε τώρα να διαβάσουμε την παραπάνω διατύπωση αντίστροφα: Η γλώσσα –η δημόσια φωνή, ο λόγος δηλαδή, ακάθαρτος ως εμπειρικό δημιούργημα πρακτικού προορισμού, δεν είναι το κατάλληλο μέσο –αντίθετα απ’ το αντίστοιχο (ενν. συνολικό μέσο) της μουσικής- για ν’ αποδώσει τους καθαρούς ήχους της ποίησης. Τούτη η πρόταση δε μπορεί να διεκδικήσει αξιωματικό δικαίωμα γιατί: στηρίζει τη συλλογιστική της στον αναιρετικό άξονα σύγκρισης δύο τεχνών που είναι διάφορες μεταξύ τους· κι ακόμα περισσότερο γιατί: το κρινόμενο ως μη κατάλληλο –αλλά οπωσδήποτε υποτιμώμενο- μέσο, ο λόγος, είναι το μόνο μέσο της ποίησης.

Το ποιητικό μέσο είναι ο λόγος. Κι εννοείται πως ο λόγος δεν είναι tabula rasa, ο καθένας όμως καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ καθημερινού και ποιητικού λόγου. Το πλήθος των όρων που, αποποιούμενο την καθημερινή λειτουργία του, αναγεννάται μέσα στον ποιητικό λόγο και συγκροτεί αυτό που λέμε ποιητικό όργανο. Το πολυσήμαντο και διαρκώς εξελισσόμενο ποιητικό όργανο που προόρισται να απευθύνεται όχι μόνο στο αφτί, αλλά σε όλο το εύρος του νοητικού και συγκινησιακού μηχανισμού του παραλήπτη. Που δεν γνωρίζουμε αν είναι «χυδαίας καταγωγής», γνωρίζουμε όμως το μέγεθος της αξίας του απ’ το αποτέλεσμα· χωρίς την ποίηση «ο βίος αβίωτος γίγνοιτ’ αν παράπαν». Ένα πλήθος όρων λοιπόν, αδιάφορο στην καθημερινή χρήση του λόγου, μεταμορφώνεται και διαμορφώνει τον ποιητικό λόγο, το ύφος του. Οι αναβαπτισμένες λέξεις, η ιδιαίτερη χρήση των σχημάτων του λόγου, η συμβολική του σύνθεση, η στιχοποιία του, καθώς κι ένα υποσύνολο παραγόντων οργανικής σημασίας με χαρακτήρα ζωογονητικό. Ένας γλωσσικός μικρόκοσμος –ο τονισμός, η χρονική ποσότητα των συλλαβών, η ηχητική διάρθρωση και συσχέτιση των λέξεων- έτοιμος να πάρει τη θέση του στη μουσική κλίμακα του ποιητικού λόγου, έτοιμος να του δώσει τον τόνο. Το ιδιαίτερο αίσθημά του που σφύζει στο ύφος και χορδίζεται στο τονικό ύψος της ψυχικής διάθεσης, της λάβας σα να λέμε, που ξεχύνεται απ’ τον κρατήρα της ψυχής. Που μετά από χίλιες δυο εσωτερικές διεργασίες βγαίνει λιωμένη στην επιφάνεια. Με τρόπο απόλυτα φυσικό.

Ναι, με τρόπο απόλυτα φυσικό. Αλλοίμονο αν ο ποιητής έπρεπε να’ ναι πρώτα γλωσσολόγος για να γράψει το ποίημα. Δεν χρειάζεται παρά ένα μολύβι κι ένα χαρτί, τα υπόλοιπα είναι άλλ’ ιστορία. Ας επιμείνουμε όμως λίγο ακόμη στους «καθαρούς ήχους» πάντα σε σχέση με την ποίηση, γιατί δε μπορούμε να μην επισημάνουμε μια φιλοσοφικής τάξης μετάθεση που κάνει πάνω στον όρο ο Βαλερύ. Ο ίδιος γράφει: «Το ποίημά μου «Θαλασσινό κοιμητήρι» (Le cimetière Marin), άρχισε μέσα από κάποιο ρυθμό του γαλλικού δεκασύλλαβου, διηρεμένου σε δύο ημιστίχια των τεσσάρων και έξι συλλαβών. Δεν είχα ακόμη σκεφτεί κάτι που θα γέμιζε αυτή τη φόρμα. Σιγά-σιγά λέξεις ασύνδετες σταθεροποιούνταν, καθορίζοντας σταδιακά το θέμα, και μου επιβλήθηκε μια εργασία, μια μακρόχρονη εργασία».(3)

Να μας συγχωρεί ο Βαλερύ αλλά δε βλέπουμε ότι έτσι ακριβώς μπορεί ν’ αποδοθούν καθαροί ήχοι. Το ποίημα δεν είναι απλώς προϊόν μακράς κι επίπονης διανοητικής εργασίας. Εντούτοις ο γνησιότερος και πιο διαυγής αγωγός των ήχων: η «μανία που εμπνέουν οι Μούσες», η έμπνευση, από το παραπάνω παράδειγμα –μοντέλο γραφής απουσιάζει ή έχει τόσο αδύναμη παρουσία που είναι σαν ν’ απουσιάζει. Η περιγραφή περιορίζεται σε μια αμιγώς κατασκευαστική διαδικασία και μάλιστα, με την σποραδική προσθήκη μεμονωμένου λεκτικού υλικού. Οι ήχοι όμως της ποίησης δεν βγαίνουν μόνο από κάποιες «καλοκουρδισμένες» λέξεις «καλοτεντωμένες» μέσα σε κάποια φόρμα, αλλά κι από την κίνησή τους στο συνολικό χορό των λέξεων, κι από τα σχήματα του λόγου, από τις εικόνες, κι από την ένταση των εικόνων… Στην εναντιότητα λοιπόν λόγου – ήχου όταν αυτή εμφανίζεται σ’ ένα σύνολο: σ’ ένα ποίημα ή σε μια σύνθεση ποιητική, σηματοδοτείται, κατά τη γνώμη μας, η ύπαρξη μιας άλλης εναντιότητας εσωτερικής ή δυσλειτουργίας (π.χ. ελλειματική αφομοίωση κάποιου αισθήματος έχει ρηκτική συνέπεια στη δομή).

«Αλλά θα σας θύμιζα, πρώτα, πως η μουσική της ποίησης δεν είναι κάτι που υπάρχει χωριστά απ’ το νόημα. Αλλιώς, θα μπορούσαμε νάχουμε ποίηση μεγάλης μουσικής ομορφιάς χωρίς νόημα, και ποτέ δε συνάντησα τέτοια ποίηση. Οι φαινομενικές εξαιρέσεις δείχνουν μόνο μια διαφορά βαθμού: υπάρχουν ποιήματα που μας συγκινούν με τη μουσική και παίρνουμε το νόημα σα δεδομένο, όμοια καθώς υπάρχουν ποιήματα που παρακολουθούμε το νόημά τους και μας συγκινεί η μουσική τους χωρίς να την προσέχουμε» ξεκαθαρίζει ο Έλιοτ.(4) Και στις τρείς προτάσεις υπογραμμίζουμε τη λέξη: νόημα.

«Το γλωσσικό σημείο δεν ενώνει ένα πράγμα κι ένα όνομα, αλλά μια έννοια και μια εικόνα ακουστική» παρατηρεί ο Σωσσύρ. Υπογραμμίζουμε τη λέξη: έννοια.

Ο Αλεξάντερ Πόουπ: «Ο ήχος πρέπει να φαίνεται σαν ηχώ του νοήματος». Υπογραμμίζουμε τη λέξη: νοήματος.

Στο «υπόγειο νοηματικό ρεύμα» αναφέρεται και ο Πόε. Υπογραμμίζουμε τη λέξη: νοηματικό.

Όλα τα δάχτυλα δείχνουν στο αδιαίρετο λόγου – νοήματος, μια και ο ήχος στην ποίηση έχει να κάνει με τον λόγο, και κατ’ επέκταση στο αδιαίρετο ποιήματος – νοήματος. Ή στο απλό, απλούστατο: άλλο ποίηση, άλλο μουσική. Κανείς όμως δεν λέει πως η μουσική δεν είναι εδώ.

Η τέλεια μουσική κοιμάται στο όνειρο της ποίησης. Μα είναι πάντα πρόθυμη να ξυπνήσει μ’ ένα αληθινό φιλί. Κάθε αίσθηση ρυθμού, σε διαλεκτική σχέση μέσα και με την Ιδέα, κάνει τον θεμελιακό της ρόλο στην αισθητοποίηση της μορφής. Αναζητώντας μέσα στους ήχους τους πιο κατάλληλους και βγάζοντας ήχους, στην αρχή δυσκολοξεχώριστους ίσως και συχνά επαναλαμβανόμενους, αισθητοποιείται μαζί της. Ενσωματώνεται στη μορφή. Με σφυγμούς, παλμούς και χτύπους ως την αποτύπωσή της στο λόγο. Τώρα, αν ο ποιητής κατορθώσει την ενότητα, αν θα δώσει σώμα και ψυχή στο ποίημα να υπάρξει: ολοκληρωμένος ζωντανός οργανισμός, αυτό είναι άλλη δουλειά. Εξαρτάται από την ικανότητα του ποιητή. Η δύναμη του ποιητικού πομπού είναι ανάλογη με τη δύναμη του ποιητικού δέκτη (του ίδιου του ποιητή φυσικά). Γι’ αυτό και η αληθινή ποίηση αναδύεται ολόκληρη απ’ τα βαθιά. Ξεδιπλώνει μέσα απ’ το λόγο όλους τους ήχους της, τους ρυθμούς της, τις αρμονίες της, τις δυσαρμονίες της πολλές φορές, τα σχήματά της, τις εικόνες της, την όλη αρχιτεκτονική της. Τον ίδιο το λόγο της. Και το νόημα της ύπαρξής της. Όν κανονικό, που ορίζει μια τόσο εξελιγμένη όσο και αρχέγονη συγκινησιακή γλώσσα που εμείς καλούμε: ποιητική γλώσσα. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζουμε και την μεταμόρφωση του λόγου σε ποιητική γλώσσα. Η ποιητική γλώσσα εμπεριέχει την μουσική ή αλλιώς: η μουσική κυλά στο σώμα της ποίησης. Κάποιοι, βέβαια, δεν συμφωνούν και κατά καιρούς ακρωτηριάζουν κάποιο «μέλος» του σώματός της, το απομονώνουν κι αρχίζουν να το εξετάζουν με το μικροσκόπιο. Καμιά αντίρρηση. Η ποίηση όμως ούτε ηχεί ούτε τραγουδά μηχανικά. Γι’ αυτό κι ο ποιητής δεν είναι γεννημένος ν’ ακολουθεί ένα κοπάδι σε μια συγκεκριμένη διαδρομή, αλλά για ν’ αναζητεί τα δικά του μονοπάτια προς το δικό του ξέφωτο, το δικό του βράχο.

Η ποίηση συχνά θα γέρνει προς τη μουσική όπως ο Νάρκισσος πάνω από το είδωλό του στο νερό. Πράγματι, υπάρχουν μουσικές που, αν και εξαίσιες, μας μεταφέρουν μια θολή εικόνα της μορφής τους, σαν ιδωμένη στ’ αδιάφανα νερά μιας λίμνης. Μιας μορφής κλεισμένης στον εαυτό της, απρόσιτης, σαν να μην θέλει κανένας να την κάνει δική του. Μουσικές μιας ποίησης σα φευγαλέας, σαν από θρυμματισμένο όνειρο ή κομμάτι μιας σπασμένης πολύτιμης αλήθειας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μουσικές, που σμίγουν στους ήχους τους χιλιάδες φωνές, μουσικές σαν γνώριμες, που’ ρχοντ’ απ’ τα βάθη μιας αλήθειας πλατύτερης, που σπάν από αίσθημα και ριγούν από συγκίνηση. Μουσικές μιας ποίησης, μιας ώρας και μιας γλώσσας ώριμης, που το κελάδημά της συντονίζεται στον βαθύτερο ρυθμό του κόσμου. Ο Πόε στο « Γράμμα στον Β. (Για τους Ποιητές και την Ποίηση)» γράφει: «Η μουσική, όταν συνδυάζεται με μια ευχάριστη ιδέα, είναι ποίηση· η μουσική χωρίς την ιδέα είναι μονάχα μουσική· η ιδέα χωρίς τη μουσική είναι πεζός λόγος με την πιο οριστική του έννοια».(5)

Ξαναβρίσκουμε την «ευχάριστη ιδέα» λ.χ. της «Άναμπελ Λη» του Πόε, σε δεκάδες ποιήματα γραμμένα πριν και μετά απ’ αυτήν. Αναφέρουμε ‘δω το «Lay» (Ροντό) του Βιγιόν, δοσμένο τέσσερις αιώνες πριν από την «Άναμπελ Λη». Αφαιρετικά η ιδέα (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο όπως θέλει ο Πόε): το ανυπέρβλητο γεγονός του θανάτου, η απώλεια του αγαπημένου κι αναντικατάστατου προσώπου: λιωμένη μέσα στο είναι και των δυο ποιητών κινείται τέλεια φυσικά κι αρμονικά σ’ όλες τις στρογγυλάδες και τις κορώνες μιας ποιητικής γλώσσας, διαφορετικά «σμιλεμένη» στον καθένα, που το τραγούδι της μπορεί να περνάει στις φλέβες των άλλων ανθρώπων και να τους συγκινεί.

Αν παίρναμε αφορμή απ’ αυτά τα δυο ποιήματα για να θέσουμε μεταφορικά (κι εντελώς σχηματικά) την εξίσωση της ποίησης, στη θέση της σταθεράς θα ‘μπαινε η ιδέα ως αλήθεια γενικού ενδιαφέροντος, στη θέση της εξαρτημένης μεταβλητής: τα ποιητικά μέσα του κάθε ποιητή, στη θέση της ανεξάρτητης μεταβλητής: ο παράγοντας χωροχρόνος, που θα μας έδιναν την αισθητική τιμή του ποιήματος ως ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ που αφορά τον άνθρωπο.

Πραγματικά, «είναι ο σκληρός νόμος της Λογοτεχνίας: ό,τι αξίζει μόνο για τον έναν δεν αξίζει τίποτε», σ’ αυτό έχει απόλυτο δίκιο ο Βαλερύ. Η ποίηση αυτοκατηγορείται μόνον ως προς την αξία της και πάντα σε σχέση με τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα και τις βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες. Ζωντανή απόδειξη οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις των κλασικών ή δραματικών τόνων, αλλά και τα μελωδικά ή θρηνητικά ποιητικά πετράδια, που μπορεί το μέρος της γλώσσας τους που αφορά στο λόγο να ‘χει ξεπεραστεί, απολιθωθεί, ακόμη κι απονεκρωθεί, ο ζωοδότης όμως πυρήνας της ποιητικής γλώσσας, που ευδοκιμεί στην αλήθεια της συγκίνησης, παραμένει αλώβητος και μας προσφέρει μέχρι σήμερα το ακριβότερο δώρο. Ο Όμηρος, οι μεγάλοι τραγικοί, ο Βιργίλιος, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε και τόσοι άλλοι –κι ευτυχώς που δεν μας άφησαν από κάποιους στίχους μόνο- εξακολουθούν να είναι το πιο πολύτιμο, ίσως, κομμάτι της ζωής μας. Ars longa, vita brevis.

Λέει κάπου ο Παλαμάς: «Από ένα ζίζηκα τραγουδιστή ζητάτε γνώμη; Δεν ξέρω τίποτε απ’ αυτά· δεν μου φτάνει η ζωή για να δώσω τύπο αρμονικό στους ήχους που έχω μέσα μου. Έναν παρά δε δίνω για τον κόσμο. Μα κι ο ζίζηκας καμιά φορά το καλοκαίρι, στα φύλλα της ελιάς κρυμμένος, ζη ολόκοντα στη θάλασσα. Και τότε περνάει μεσ’ στο τραγουδάκι του ο βόγγος όλης της θάλασσας».

Μαρία Λαέρτη

Σημειώσεις:
(1)Paul Valery, Ποίηση και αφηρημένη σκέψη – Η καθαρή ποίηση, μετάφρ. Χρ. Λιοντάκης, εκδ. Πλέθρον 1980, σελ. 50.
(2)Το ίδιο, σελ .56-57
(3)Το ίδιο, σελ. 77-78
(4)Τ. Σ. Έλιοτ, εφτά δοκίμια ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, μετ. Μ. Λαϊνά, εκδ. ΚΛΕΨΥΔΡΑ 1971, σελ. 22
(5)Πόε, Τόμος Α, μετ. Στ. Μπεκατώρος, εκδ. Πλέθρον 1991, σελ. 159



Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Ανταγωνισμός και ατομισμός


Η κύρια θεωρητική και πρακτική αρχή του καπιταλισμού, που ορίζει θεσμικά και ηθικά τις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές σχέσεις των ατόμων, των κοινωνικών συνόλων και των τάξεων, ονομάζεται ιδεολογία του ανταγωνισμού.

Αν, σύμφωνα με την γκραμσιανή εκδοχή, στον όρο ιδεολογία δώσουμε την ανώτερη σημασία μιας κοσμοαντίληψης που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας και ενυπάρχει στις γενικές και ειδικές συμπεριφορές της πλειοψηφίας του πληθυσμού, τότε ο ανταγωνισμός, σαν καθολική ιδεολογία του καπιταλισμού, φανερώνει την ανώτερη σημασία της κοσμοαντίληψης του αστικού ατομισμού, που επιχειρεί να δικαιώσει προπαγανδιστικά την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ατομική ιδιοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικοποιημένης παραγωγής από την σημερινή κυρίαρχη τάξη.

Πράγματι, ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, που σαν ηγεμονική ιδεολογική δύναμη εκδηλώνει τις μορφές κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης που αντιστοιχούν οργανικά στους ανταγωνιστικούς υλικούς όρους ύπαρξης, όχι μόνο των τάξεων, αλλά και των ατόμων. Ο Ένγκελς γράφει: «οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής πορείας της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι μονάχα με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που αναφύεται από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων».

Ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός, σαν σύμφυτες θεωρητικές και πρακτικές αξίες των εκμεταλλευτικών συστημάτων, εμφανίστηκαν ιστορικά μαζί με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, τον χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, την ατομική ιδιοκτησία και το κράτος, αλλά βρήκαν την πληρέστερη θεμελίωσή τους στην καπιταλιστική κοινωνία.

Ο αστικός ατομισμός αντιπαραθέτει το ξεχωριστό άτομο στην κοινωνία και υποτάσσει τα κοινωνικά συμφέροντα στα ατομικά. Εκλαμβάνει τον ανταγωνισμό σαν αναγκαία εκδήλωση της δήθεν αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης, και προπαγανδίζει πως, χωρίς αυτόν και τα αποτελέσματά του, η οικονομική, η κοινωνική και η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι δήθεν ανέφικτη.

Ο σύγχρονος αστικός ατομισμός φέρει το όνομα λογικός ατομισμός (rational individualism) ή αντικειμενισμός και προβάλλεται ποικιλοτρόπως, πρωτίστως μέσα από το δοκιμιακό και λογοτεχνικό έργο της περιβόητης Άυν Ράντ (Ayn Rand).
Για τον λογικό ατομισμό, η επιτυχία ή η αποτυχία, η ευτυχία ή η δυστυχία του ανθρώπου δεν συναρτώνται με τις κοινωνικές συνθήκες αλλά είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά των δικών του επιλογών και ενεργειών.
Ο λογικός ατομισμός είναι, στην ουσία του, η σύλληψη του ανθρώπου ως ηρωικού όντος, με την επιδίωξη της προσωπικής ευτυχίας ως τον ηθικό σκοπό της ζωής του, με την ατομική παραγωγική επιτυχία ως την ευγενέστερη γι’ αυτόν δραστηριότητα και την λογική ως το μόνο απόλυτο δεδομένο του. Ο άνθρωπος είναι για το λογικό ατομισμό ένα λογικό ον, η λογική είναι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει την γνώση και το βασικό μέσον για την επιβίωσή του.
Για την φιλοσοφία του λογικού ατομισμού η ύπαρξη του κόσμου είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, η πραγματικότητα είναι μία (αυτή που ζούμε) και ο ρόλος της συνείδησης του ανθρώπου είναι να αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα, και όχι να την δημιουργήσει, να την αλλάξει ή να εφεύρει άλλη.
Οι σημαντικότερες αρχές του λογικού ατομισμού συνοπτικά είναι: η «λογική», οι «στόχοι» του ανθρώπου και ο «εαυτός» του.
Ο λογικός ατομισμός υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος αποτελεί σκοπό για τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μέσον για τους σκοπούς άλλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος, όπως λέει, οφείλει να ζει για τον εαυτό του, και όχι να θυσιάζεται για άλλους, ούτε να δέχεται την θυσία άλλων για εκείνον. Πρέπει να εργάζεται για το λογικό ατομικό του συμφέρον, θέτοντας την δική του ευτυχία ως ύψιστο ηθικό στόχο στη ζωή.
Ο λογικός ατομισμός απορρίπτει κάθε μορφή ντετερμινισμού, και θεωρεί δοξασία ότι ο άνθρωπος είναι θύμα δυνάμεων έξω από τον έλεγχό του, όπως πχ. η ανατροφή, οι οικονομικές ή οι κοινωνικές συνθήκες, δοξασίες κτλ.
Λέει επίσης πως, οι άνθρωποι πρέπει να συναλλάσσονται μόνο ως έμποροι, δίνοντας κάτι αξίας για κάτι άλλο αξίας, μέσω αμοιβαίας συναίνεσης και για αμοιβαίο όφελος. Κατά τον λογικό ατομισμό, το ιδανικό οικονομικο-κοινωνικό σύστημα είναι ο laissez-faire καπιταλισμός επειδή, όπως υποστηρίζει, ο ανταγωνισμός είναι ανόθευτος κι εξασφαλίζει στον «ικανό» την επιτυχία και την ηθική δικαίωση.

Για το λογικό ατομισμό, το πρωτεύον είναι η ατομική συνείδηση, η έμφυτη στον άνθρωπο λογική ικανότητα, που παραπέμπει στις, ξεπερασμένες σήμερα, φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις του Καρτέσιου, του Λάιμπνιτς, του Φράνσις Μπέηκον κλπ. Την κοινωνία την αντιμετωπίζει σαν κονίστρα, όπου τα φυσικά πρόσωπα, τα άτομα, ανταγωνίζονται για την κατάκτηση της ατομικής επιτυχίας και την θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Ουσιαστικά, ο λογικός ατομισμός είναι η σύγχρονη μορφή προπαγάνδισης και ηθικής δικαίωσης των αντι-ουμανιστικών θεωριών του μαλθουσιανισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, του βιταλισμού κλπ., που εκθειάζουν και μεταφέρουν τους νόμους της ζούγκλας στην κοινωνία.

Η εικόνα του λογικού ατομισμού για το άτομο, τον ανταγωνισμό και την κοινωνία απολαμβάνει, σύμφωνα με την μαρξιστική κοσμοθεωρία, μια εφήμερη θέση, μόνο στο πιο αρχικό στάδιο της ιστορίας:
«…σε αυτό το σημείο το άτομο διακρίνεται από τα πρόβατα μόνο από το γεγονός ότι η συνείδηση παίρνει τη θέση του ενστίκτου, ή ότι το ένστικτό του είναι συνειδητό. Αυτή η προβατοειδής ή φυλετική συνείδηση λαμβάνει την περαιτέρω ανάπτυξη και την επέκτασή της μέσω της αυξανόμενης παραγωγικότητας, και την αύξηση των αναγκών και του πληθυσμού...» (Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία)
«Το αντικείμενο, για να αρχίσουμε, είναι η υλική παραγωγή, άτομα που παράγουν στην κοινωνία. Ως εκ τούτου η κοινωνικά καθορισμένη μεμονωμένη παραγωγή είναι το σημείο της αφετηρίας. Ο μεμονωμένος και απομονωμένος κυνηγός και ψαράς, με τους οποίους ο Smith και ο Ricardo αρχίζουν, ανήκουν μεταξύ των αλαζόνων Ροβινσώνων του δέκατου όγδοου αιώνα, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν μόνο μια αντίδραση ενάντια στην υπερεκλέπτυνση και μια επιστροφή σε μια παρανοημένη φυσική ζωή όπως οι ιστορικοί του πολιτισμού φαντάζονται.» (Μαρξ, Grundrisse)

Όταν ο Ρουσσώ, με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του, έβλεπε, φυσιοκρατικά και νατουραλιστικά, στο «κοινωνικό συμβόλαιο» και στα «δικαιώματα του πολίτη» την αναίρεση του «δικαίου της δύναμης», και ήθελε ο νόμος και οι θεσμοί να είναι εκδήλωση της «γενικής θέλησης», του καθολικού συμφέροντος, του αναλλοτρίωτου και αδιαίρετου της λαϊκής κυριαρχίας, διαμόρφωνε -παρά τις προθέσεις του- το πολιτειακό πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, του κοινωνικού ανταγωνισμού και της επιβολής του δικαίου των οικονομικά ισχυρών επί της κοινωνίας.

Αυτό έκανε τον Μπαμπέφ, τον πρώτο κομμουνιστή αγκιτάτορα, να καυτηριάσει την κραυγαλέα αναντιστοιχία των πολιτικών διακηρύξεων της αστικής τάξης με την καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που, από τις μέρες του Μπαμπέφ μέχρι σήμερα, εκκολάπτει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και την βαρβαρότητα. Έλεγε τότε ο Μπαμπέφ προς τους πολιτικούς και ιδεολογικούς εκπρόσωπους της τότε νεαρής αστικής τάξης: «…η Δημοκρατία δεν είναι μια κενή νοήματος λέξη, οι λέξεις Ελευθερία και Ισότητα, που τόσο μάγεψαν τα αυτιά μας κατά τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης γιατί πιστέψαμε ότι ίσως σηματοδοτούν κάτι καλό για τον λαό, τώρα δεν σημαίνουν για κάποιους τίποτε απολύτως, και αυτό επειδή τις έχουν εκλάβει ως στερημένες από κάθε νόημα ή απλές διακοσμήσεις για κακές προθέσεις. Πρέπει να μάθουν όμως ότι αυτές μπορούν να σηματοδοτήσουν ένα απτό καλό και μάλιστα πολύτιμο για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Είπα και ξαναείπα στον λαό ότι η Επανάσταση δεν επιτρέπεται ν’ αποδειχθεί μια ατελέσφορη πράξη, δεν χύθηκε τόσο πολύ αίμα για να καταντήσουν τελικά κάποιοι πολύ χειρότεροι από αυτό που ήσαν πριν… Σκοπός της Επανάστασης είναι υποχρεωτικά η ευημερία των πολλών… εάν έχει ολοκληρωθεί, όπως εσείς ισχυρίζεστε, τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο και άσκοπο έγκλημα».

Στους αιώνες που πέρασαν από τότε που ο Μπαμπέφ κατακεραύνωνε την νεαρή αστική δημοκρατία, το «άσκοπο έγκλημα» του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος στο οποίο αναφέρθηκε ο Μπαμπέφ, συνεχίζεται αμείωτα, χωρίς αιδώ, χωρίς έλεος.

Στις μέρες μας, η παγκόσμια οικονομικο-πιστωτική κρίση και η ανεπάρκεια των θεωρητικών σχολών του ανταγωνισμού και του ατομισμού (όπως αυτές του Χάρβαρντ, του Σικάγο, του Φράιμπουργκ κλπ.) έκαναν, ακόμη και τον πιο ένθερμο υποστηρικτή του μονεταρισμού, τον πρώην διοικητή της FED Άλαν Γκρίνσπαν να αμφισβητήσει το φιλελεύθερο δόγμα «αυτορρύθμισης της αγοράς» και τις μακροοικονομικές θεωρίες της Νεοκλασικής Σχολής (περί «προσαρμοστικών» και «ορθολογικών προσδοκιών»-Φρήντμαν, Φέλπς και λοιποί).

Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Κανείς πια, ακόμη κι ο πιο στενοκέφαλος στοχαστής, δεν μπορεί να συνεχίσει να υποστηρίζει πως η υποταγή στους νόμους της αγοράς, που συνοψίζεται στην φράση του Φράνσις Μπέηκον «η φύση, για να μπορεί να κυβερνηθεί, πρέπει να υπακούεται», μπορεί ν’ αποτρέψει τις οικονομικές κρίσεις, και να συνδυάσει την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση με την ευημερία. Η φιλοσοφική αντίληψη, που βλέπει στο «Κράτος» την αλλοτρίωση της αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης και τον περιορισμό της ελεύθερης βούλησης του φυσικού προσώπου, έχει ηττηθεί πρακτικά. Ο περιορισμός του κράτους, που δήθεν νόθευε τον ανταγωνισμό, οδήγησε σε αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα των οικονομικών σχολών του κρατισμού και της μικτής οικονομίας, δηλαδή οδήγησαν σε βαθιά οικονομική κρίση, σε φτώχεια, σε ανεργία, σε βαρβαρότητα και εξαθλίωση.

Οι σχολές του κρατισμού μίλησαν κι αυτές ψευδεπίγραφα για ελευθερία, ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα, προβάλλοντας την αντίληψη της «σχεδιοποιημένης παρέμβασης» ενός συλλογικού υποκείμενου στις αντικειμενικές νομοτέλειες που διέπουν την παραγωγή, την διανομή και την ανταλλαγή, χωρίς να θέλουν να καταργήσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Έτσι, ενώ στα λόγια υπερθεμάτιζαν υπέρ της διαλεκτικής κοσμοθεωρίας, πρακτικά υλοποιούσαν κι αυτοί, όπως οι μη κρατιστές, με νέο-καρτεσιανό ορθολογισμό, την ρήση του Φράνσις Μπέηκον: «η φύση, για να μπορεί να κυβερνηθεί, πρέπει να υπακούεται».

Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διέπονται από τον γενικό και απόλυτο νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και κανένα υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό, δεν μπορεί να παραβεί τις συνέπειές του.

Ο Ένγκελς γράφει: «οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για την λύση του ανταγωνισμού» -και του ατομισμού θα προσθέταμε εμείς. Επομένως, είναι σήμερα καθαρό «μας ανοίγεται η προοπτική για μια μεγάλη, για την πιο μεγάλη επανάσταση όλων των εποχών».

Οι αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες, που θα οδηγήσουν στην αφύπνιση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, είναι παρούσες.
Η σημερινή άθλια πολιτική, κοινωνική και ηθική σήψη του καπιταλισμού προετοιμάζει την ανατροπή του.
Η εργατική τάξη αυτή τη φορά θα νικήσει. Η διαλεκτική φιλοσοφία της θα πραγματωθεί.

Μάκης Παπαπέτρου, Ε.Γ. της Κ.Ε. του ΑΚΕΠ

ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ.ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Το φάντασμα των Εξαρχείων

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα: το φάντασμα των Εξαρχείων.
Όλες οι δυνάμεις της παρηκμασμένης ελληνικής μπουρζουαζίας ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, το ΛΑΟΣ, τα κυρίαρχα κέντρα και μέσα επιρροής κλπ.

Τα Εξάρχεια, ιδίως μετά την κατάρρευση και απομυθοποίηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έγιναν το πολιτιστικό Μεσολόγγι του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και το Κράτος.

Για την πλειοψηφία του πληθυσμού, τους οπαδούς και τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΛΑΟΣ κλπ., η αναφορά στα «Εξάρχεια» δεν σηματοδοτεί απλά και μόνο τα τεκταινόμενα στην περιοχή, αλλά κυρίως νοηματοδοτεί ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών συμπεριφορών ενάντια στο κοινωνικό σύστημα, ενάντια στις ιδέες, τις αξίες και τα ιδανικά του αστισμού.

Σύμφωνα με την γκραμσιανή αντίληψη, η μαζική προσχώρηση σε μια μαζική ιδεολογία, ή η μη προσχώρηση, είναι ο τρόπος με τον οποίο επαληθεύεται η πραγματική κριτική της λογικότητας και της ιστορικότητας των τρόπων σκέψης. Υπό την ευρεία έννοια λοιπόν, η προσχώρηση ή η μη προσχώρηση στην αντιεξουσιαστική ιδεολογία, που εξυπονοείται στην νοοτροπία και πρακτική των «Εξαρχείων», σε αντιδιαστολή μάλιστα με μια άλλη ιδεολογία, που εξυπονοείται στην νοοτροπία και πρακτική π.χ. του «Κολωνακίου», είναι ο τρόπος με τον οποίο επαληθεύεται, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κριτική της λογικότητας και της ιστορικότητας του αντικαπιταλιστικού και αντιεξουσιαστικού τρόπου σκέψης.

Ο καθημερινός άνθρωπος, ο άνθρωπος της μάζας, ενεργεί πρακτικά, αλλά δεν έχει μία καθαρή θεωρητική συνείδηση αυτών των ενεργειών του, που όμως αποτελούν γνώση του κόσμου εφόσον τον μεταβάλλουν. Η θεωρητική του συνείδηση μπορεί μάλιστα ιστορικά να βρίσκεται σε αντίθεση με τις πράξεις του. Μπορούμε σχεδόν να πούμε για αυτόν ότι έχει δύο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μία αντιφατική συνείδηση), μία που υπολανθάνει στην δράση του και που πραγματικά τον ενώνει με τους ομοίους του στον πρακτικό μετασχηματισμό της πραγματικότητας, και μία επιφανειακή που «φαίνεται» ή «λέγεται», που την κληρονόμησε από το παρελθόν και την δέχτηκε χωρίς κριτική, ψηφίζοντας παραδοσιακά το Α, Β ή Γ καθεστωτικό κόμμα.

Σήμερα, η παθητικότητα των μισθοσυντήρητων και του λαού και η ανωριμότητα της πολιτικής τους συνείδησης, τους κάνει να ενεργούν ενάντια στα κοινωνικά και ταξικά τους συμφέροντα, τους κάνει να εκδηλώνουν την αντιφατική τους συνείδηση ψηφίζοντας το Α, Β ή Γ καθεστωτικό κόμμα, τους καθιστά ανίκανους να αντιδράσουν στην περιστολή κεκτημένων ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Το καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ, μόλις ανέλαβε την διακυβέρνηση του Κράτους, προέβαλε προς την κοινωνία σαν επινίκιο την ιδεολογία του καπιταλισμού, την ιδεολογία της δύναμης, την ιδεολογία της ωμής κρατικής και οικονομικής βίας.

Η ένστολη, προκλητική εγκατάσταση ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων σε κάθε γωνιά της περιοχής των Εξαρχείων, είναι ένα ιδεολογικό-πολιτικό εγχείρημα της μπουρζουαζίας, που έχει στόχο:
- να αναιρέσει πρακτικά τη σαγήνη που ασκούν σήμερα τα Εξάρχεια στις σχέσεις και την κοινωνικοπολιτική δράση ατόμων και συνόλων
- να διαπομπεύσει πρακτικά τις ιδέες της επανάστασης και την ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, χωρίς διευθυντές και διευθυνόμενους, για μια κοινωνία ανθρώπινη χωρίς εκμετάλλευση
- να ενσπείρει την ηττοπάθεια και να κάμψει το ηθικό του πληθυσμού για διεκδικητικούς και αντικαπιταλιστικούς αγώνες
- να στείλει μήνυμα για μηδενική ανοχή σε πρακτικές που αμφισβητούν ουσιαστικά την καπιταλιστική εξουσία και την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Ενάντια στο εγχείρημα αυτό της άρχουσας τάξης, το οποίο ανέλαβε να υλοποιήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο ριζοσπαστικός πολιτικός χώρος οφείλει να δράσει ενιαία, και οφείλει ν’ αντιπαρατεθεί στην επίδειξη δύναμης του καθεστώτος και στην ιδεολογία της ωμής κρατικής βίας, που είναι προέκταση της ωμής οικονομικής βίας, με όρους κινήματος, προβάλλοντας τις ιδέες, τις αξίες και τα ιδανικά του αντικαπιταλιστικού κοινωνικού και πολιτικού αγώνα.

Με την σημερινή παγκόσμια οικονομικο-πιστωτική κρίση, που πλήττει βαθύτατα και την ελληνική κοινωνία, τους μισθοσυντήρητους και το λαό, αναδιατάσσεται και μεταβάλλεται ποσοτικά το γενικό πλαίσιο της οικονομικής δομής, πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας, και η αντίστοιχη επαναστατική αντικαπιταλιστική ποιότητα, που δεν έχει ακόμη οργανικά σχηματιστεί στο εποικοδόμημα, ετοιμάζεται σύντομα, πρακτικά ν’ αναφανεί.

Ας γίνει λοιπόν ο ενιαίος αγώνας ενάντια στην ιδεολογία της κρατικής καταστολής αφορμή να ενταθούν οι διεργασίες για την ενότητα του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου και για την ανασύσταση του αντικαπιταλιστικού επαναστατικού πολιτικού κινήματος.

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου
Μίκα Στάθη
26/10/2009

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Οι λαοί επιλέγουν ηγέτες που αντιστοιχούν στην συνείδησή τους

Σήμερα, στις 4 Οκτωβρίου, προέκυψε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση με την έγκριση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Σήμερα, στις 4 Οκτωβρίου, οι μισθοσυντήρητοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι αναξιοπαθούντες μικρομεσαίοι, οι αγρότες, οι νεολαίοι πάνω απ’ τα 18, οι κολασμένοι της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού ενέκριναν και αποφάσισαν πως το ΠΑΣΟΚ θα βρίσκεται στην κυβέρνηση και η ΝΔ στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Σήμερα, στις 4 Οκτωβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πιστοποίησαν με την ψήφο τους ότι αποδέχονται τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές θέσεις και απόψεις του Καρατζαφέρη και του ΛΑΟΣ.

Σήμερα, στις 4 Οκτωβρίου, πιστοποιήθηκε εκλογικά πως το άθροισμα των οπαδών και των ψηφοφόρων του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα περιορισμένο και παγιωμένο μειοψηφικό σύνολο.

Σήμερα, στις 4 Οκτωβρίου, η εργατική τάξη και οι κολασμένοι της ελληνικής κοινωνίας πιστοποίησαν με την ψήφο τους πως οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και εν γένει οι ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις που κατήλθαν αυτοδύναμα στις εκλογές ασκούν με τις ιδέες και την δράση τους αμελητέα επιρροή στην ελληνική κοινωνία του 2009.

Αυτό είναι το πολιτικό αποτέλεσμα που προέκυψε από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009.
Αυτό είναι το μόνο πολιτικό αποτέλεσμα που μπορούσε να προκύψει με δεδομένη την υφιστάμενη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Σήμερα, δυστυχώς, οι μισθοσυντήρητοι και ο λαός απορρίπτουν και απωθούν το αβίαστο συμπέρασμα ότι οι πόθοι τους, οι στόχοι τους, τα όνειρά τους δεν έχουν ελπίδα δικαίωσης στο σημερινό παρηκμασμένο και σάπιο καπιταλιστικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα.

Σήμερα, η συνείδηση του απλού ανθρώπου του μόχθου και της εργασίας είναι αλλοτριωμένη. Έχει αποδεχθεί τον συμβιβασμό, την διαφθορά και την εξαθλίωση, καθώς οι σύντροφοι του Οδυσσέα την αποκτήνωση τους από την Κίρκη.

Κάτι πολύ νοσηρό συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Η κοινωνική, η πολιτική και η ηθική σήψη της ελληνικής κοινωνίας είναι απύθμενη.

" . . .Δεν λυπάμαι τους ποιητές που μείνανε χωρίς κοινό... Λυπάμαι το κοινό που έμεινε χωρίς ποιητές. . ." (Ελύτης)

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΑΚΕΠ
Μίκα Στάθη
4/10/2009

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Άκυρο στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009


Το ΑΚΕΠ σπεύδει και προτείνει στις πολιτικές δυνάμεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου να μην μετέχουν με συνδυασμούς στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009.
Το ΑΚΕΠ σπεύδει και προτείνει στις πολιτικές δυνάμεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου να μετέχουν στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 και να καλέσουν τα μέλη τους, τους οπαδούς τους και τον λαό να ψηφίσουν ΑΚΥΡΟ.

Το ΑΚΥΡΟ είναι πολιτική θέση ενάντια στα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα, είναι πολιτική θέση ενάντια στον φιλελευθερισμό, στον κρατισμό, στην μικτή οικονομία, είναι πολιτική θέση που συμβάλλει στην αφύπνιση του λαού και στην ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών για δημιουργία ενός ρωμαλέου ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος.

Σήμερα, οι υποκειμενικές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας για την ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής είναι ακόμα ανώριμες. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ηγεμονεύεται από τις αξίες, τα ιδανικά και τα πολιτισμικά πρότυπα του αστισμού. Οι μισθοσυντήρητοι, το πολυπληθέστερο και σημαντικότερο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού είναι εγκλωβισμένο στα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα.

Στην παρούσα εκλογική συγκυρία οι πολιτικές συνθήκες είναι δυσμενέστερες από εκείνες των ευρωεκλογών της 7ης Ιουνίου 2009. Η ενιαία προπαγάνδιση του ΑΚΥΡΟΥ από τις δυνάμεις του ριζοσπαστικού χώρου είναι η μόνη που μπορεί να παράγει πολιτικά αξιοποιήσιμο αποτέλεσμα, αφού η ενιαία κάθοδος στις εκλογές -λόγω των υφιστάμενων αντιθέσεων- είναι αδύνατη. Το ΑΚΥΡΟ λοιπόν, που προτείνει το ΑΚΕΠ, είναι μια καλή αφορμή για ενιαία πολιτική δράση του ριζοσπαστικού χώρου ενάντια στις σημερινές άθλιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, και δεν εστιάζεται μόνο στην παρούσα εκλογική αναμέτρηση.

Η συμμετοχή των τμημάτων του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου με διαφορετικούς εκλογικούς συνδυασμούς θα εντείνει για μια ακόμη φορά τις αντιθέσεις και θα επικαλύψει τις αντικειμενικές πολιτικές προϋποθέσεις της ενότητάς του. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαίο να αναδειχθούν τα πολιτικά ποιοτικά δεδομένα που ορίζουν και συνέχουν το ριζοσπαστικό πολιτικό χώρο, και να ατονήσουν τα στοιχεία της διαφοράς και του ανταγωνισμού.

Κατά την αντίληψή μας, εκείνο που ορίζει το ριζοσπαστικό πολιτικό χώρο είναι η ιδέα της επανάστασης, είναι η αντίληψη για την αναγκαιότητα της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, είναι η αντίληψη της ρήξης με τις αξίες, τις ιδέες και τα ιδανικά του αστισμού.

Κατά την αντίληψή μας, οι αντιθέσεις και η πολυδιάσπαση του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου είναι εκδήλωση των ταξικών κατηγορημάτων των σχέσεων παραγωγής στις πολιτικές ιδιαιτερότητες των τμημάτων του. Έτσι, αντί να ηγεμονεύει η προσδιοριστικότητα της άρνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ορίζει τον ριζοσπαστικό χώρο, ηγεμονεύει η κατάφαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής κι ο ανταγωνισμός, που αντιστοιχεί στους συντεχνιακούς ανταγωνισμούς των μισθοσυντήρητων και των συμμάχων τους. Έτσι, χωρίς την κυριαρχική ηγεμονική ενότητα πάνω στον συνεκτικό ορισμό του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου, που υπερβαίνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις, που τις περιλαμβάνει και τις αντιμετωπίζει σαν ολότητα, οι προσπάθειες, οι διαδικασίες και οι πρωτοβουλίες για την σύσταση ενός ρωμαλέου ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος θ’ αποτυγχάνουν και θ’ απογοητεύουν.

Το ΑΚΕΠ καλεί τα μέλη του, τους οπαδούς του και το λαό να μετέχουν στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου και να ψηφίσουν ΑΚΥΡΟ.

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου
Μίκα Στάθη
3/09/2009

Όπως είναι γνωστό, ο όρος «Αριστερά» προέκυψε στην γαλλική επανάσταση. Στην εθνοσυνέλευση, στο αριστερό τμήμα της αίθουσας βρίσκονταν πάντα οι πιο ριζοσπάστες αντιπρόσωποι και ονομάστηκαν «αριστεροί» ή «αριστερά». Έκτοτε επικράτησε ο όρος «Αριστερά» να εκφράζει και να εννοιολογεί το ριζοσπαστικότερο τμήμα του πολιτικού εποικοδομήματος.

Ο όρος «Αριστερά» υποδηλώνει μια έννοια πολιτική που δεν είναι στατική, σε ακινησία, αλλά αντικατοπτρίζει την διαλεκτική κίνηση της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή ανακλάται και προσδιορίζει το ριζοσπαστικό τμήμα του πολιτικού εποικοδομήματος.

Η καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα σαν άθροισμα και ενότητα των ταξικών αντιθέσεων εμφανίζεται καθαρά στον ανταγωνισμό, όχι μόνο των τάξεων, αλλά και των ατόμων, εμφανίζεται στις μορφές κοινωνικής συνείδησης που αντιστοιχούν στους ανταγωνιστικούς υλικούς όρους ύπαρξης, όχι μόνο των τάξεων, αλλά και των ατόμων, εμφανίζεται στο πολιτικό εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας στο χώρο της δεξιάς, στο χώρο του κέντρου, στο χώρο της αριστεράς, σαν άθροισμα και ενότητα των ταξικών αντιθέσεων μέσα στο Κράτος.

Η ουσία της εξέλιξης και της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δε μπορεί να είναι άλλη από τον «γενικό και απόλυτο νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης». Η ουσία αυτή είναι ο κοινός τόπος που ενυπάρχει στα πολλαπλά αντιφατικά φαινόμενα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, που τα προσδιορίζει και τα συνέχει μέσα στην πολλαπλότητα και την αντιφατικότητά τους.

Έτσι, το πέρασμα από την συντεχνία στην μανιφακτούρα, από την ατομικο-επιχειρηματική εμπορευματική παραγωγή στην βιομηχανία, στο μονοπώλιο, στον κρατικό καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά διαλεκτικές στιγμές ανάπτυξης της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η διαλεκτική αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας του απλού εμπορευματοπαραγωγού, που συντελέστηκε μέσα από την νομοτελειακή δράση του γενικού και απόλυτου νόμου της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και η κατά βάθος ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κοινωνικοποίησαν την εργασία, χωρίς ωστόσο να αναιρέσουν και την ατομική ιδιοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικής παραγωγής. Δηλαδή, ενώ μέσα από τα αντικειμενικά προτσές συσσώρευσης και συγκεντροποίησης του κεφάλαιου διαμορφώθηκε αντικειμενικά η «πρώτη άρνηση» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που δεν είναι άλλη από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις «άρνησης της άρνησης», που δεν είναι άλλες από τις υποκειμενικές προϋποθέσεις, που βρίσκονται ακόμη –δυστυχώς- σε ανωριμότητα.

Η Αριστερά, σαν έννοια που προέκυψε στις ιστορικές συνθήκες των αστικών επαναστάσεων, είναι λάθος, ακόμη και σαν προϊόν αφαίρεσης, να προσδιορίζει στις σημερινές ιστορικές συνθήκες τον πολιτικό χώρο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. είναι επίσης ανεπαρκείς για να εκφράσουν σήμερα τις ιδέες της επανάστασης και της ανατροπής.

Σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη, οι προσδιορισμοί «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. χρησίμευαν κι εξυπηρετούσαν την διάκριση μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων του αστισμού (που βρίσκονταν σε αντίθεση με την συντηρητική αστική πολιτική έκφραση) και των πολιτικών δυνάμεων που στόχευαν, πέρα από τις μεταρρυθμίσεις και τους αστικούς εκσυγχρονισμούς, στην δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων της αταξικής κοινωνίας.

Δηλαδή, σε προηγούμενες δεκαετίες, οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις συνεργούσαν -άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε αυθόρμητα- στην διαμόρφωση της «πρώτης άρνησης» του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος και προετοίμαζαν τις συνθήκες «άρνησης της άρνησής» του, και γι’ αυτό οι έννοιες «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. ανακλούσαν και διερμήνευαν τις τότε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.

Σήμερα, που η «πρώτη άρνηση» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι πραγματικότητα, οι έννοιες «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά» κλπ. εκφράζουν την «πρώτη άρνηση» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κι όχι την «άρνηση της άρνησής» του, εκφράζουν πολιτικά την αναγκαιότητα της αναίρεσης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τον κρατισμό, κι όχι την αναίρεση της ατομικής ιδιοποίησης του αποτελέσματος της κοινωνικοποιημένης εργασίας και της εκμετάλλευσης.

Σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές, και δεν εννοώ βέβαια μόνο το ΑΚΕΠ), η ονομαζόμενη «κομμουνιστική, επαναστατική κλπ. Αριστερά» περισσότερο βλάπτει –έστω και αθέλητα- παρά ωφελεί, αφού δημιουργεί σύγχυση στην εργατική τάξη για τους σκοπούς και τους στόχους της επανάστασης.

Το ΑΚΥΡΟ λοιπόν που πρότεινε το ΑΚΕΠ σαν κοινή εκλογική τακτική των δυνάμεων του ριζοσπαστικού χώρου, στόχευε να συμβάλει στο μέτρο του δυνατού στην δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων «άρνησης της άρνησης» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κι όχι να εναντιωθεί στις περιορισμένες δυστυχώς σήμερα υγιείς ταξικά δυνάμεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου.

Η γενική τοποθέτηση «ψηφίστε Αριστερά», παρά τις καλές προθέσεις, σύγχυση δημιουργεί και δεν θα ωφελούσε σε τίποτα.

Το ΑΚΕΠ, με την στάση του κι ανάλογα με τις δυνάμεις του, θα προσπαθήσει να ενισχύσει όπως έκανε πάντα τις κατά την γνώμη του υγιείς ταξικά δυνάμεις, χωρίς κραυγαλέες αναφορές και χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Σήμερα, που η πρόταση του ΑΚΕΠ για «μη κάθοδο» δεν εκτιμήθηκε και δεν αξιοποιήθηκε, το «ψηφίστε ΑΚΥΡΟ» απευθύνεται σε εκείνους που θα πάνε στις κάλπες για να ψηφίσουν το μικρότερο κακό, απευθύνεται σε εκείνους που, αν ψηφίσουν ΑΚΥΡΟ αντί να ψηφίσουν ένα από τα καθεστωτικά κόμματα, θα έχουν κάνει ένα μεγάλο βήμα απαγκίστρωσης από τα κόμματα του αστισμού.

ΥΓ: επειδή το θέμα δεν εξαντλείται στον περιορισμένο χώρο ενός σχολίου, σύντομα θα επανέλθω.

Μανώλης Γρηγοριάδης

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

ΑΚΕΠ: Τρομοκρατία και διανόηση

Είναι περισσότερο από βέβαιο, το Κράτος, η νομοθετική εξουσία νομοθετεί αντιδραστικούς και αντιλαϊκούς νόμους επειδή υπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, και όχι επειδή εξαναγκάζεται από πολιτικές οργανώσεις που έχουν επιλέξει την ατομική τρομοκρατία σαν προνομιακό μέσο πάλης ενάντια στην καπιταλιστική θηριωδία.

Στις σημερινές συνθήκες η άρχουσα τάξη δεν απειλείται από την στρατιωτική δράση μεμονωμένων ατόμων αποκομμένων από την λαϊκή βάση, αφού έχει όχι μόνον στρατιωτική υπεροπλία έναντι των πολιτικών οργανώσεων που ασκούν ατομική τρομοκρατία, αλλά κι επειδή οι ιδέες και οι φιλοσοφικές αντιλήψεις των οργανώσεων αυτών είναι φιλικές προς τις αντιλήψεις της αστικής φιλοσοφίας και εχθρικές προς την επιστημονική κοσμοθεωρία του επαναστατικού μαρξισμού. Σήμερα, στις συνθήκες της ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα της ελληνικής κοινωνίας, ο επαναστατικός μαρξισμός, δηλαδή ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, είναι το μόνο αντίπαλο δέος, ο μόνος πραγματικός εχθρός της άρχουσας τάξης, αφού αν η θεωρία αυτή κατακτήσει κι αφυπνίσει την εργατική τάξη και το λαό θα γίνει η υλική δύναμη που είναι ικανή ν’ ανατρέψει το σημερινό βάρβαρο, γερασμένο και παρηκμασμένο καπιταλιστικό σύστημα.

Είναι σαφές, άλλο πράγμα είναι η αιτία κι άλλο πράγμα είναι η αφορμή, άλλο πράγμα είναι η αιτία κι άλλο το πρόσχημα, το άλλοθι. Οι οργανώσεις, λοιπόν, που ασκούν ατομική τρομοκρατία, κατά την αντίληψή μας, δεν αποτελούν αιτία για αντιδραστικά νομοθετήματα, αλλά ούτε καν αφορμές, αποτελούν μόνον το πρόσχημα, το προπαγανδιστικό άλλοθι.

Το Κράτος, σήμερα, νομοθετεί, όχι για να αντιμετωπίσει οργανώσεις τύπου «Σέχτα», αλλά για να εκσυγχρονίσει θεσμικά το οπλοστάσιό του ενάντια στην βέβαιη προοπτική της ανασύστασης του εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Μάλιστα, η ύπαρξη οργανώσεων τύπου «Σέχτα» αφυπνίζει τους παρηκμασμένους και διεφθαρμένους μηχανισμούς καταστολής, τους εκσυγχρονίζει και τους εκπαιδεύει.

Το ότι η εργατική τάξη κι ο λαός είναι υποταγμένος οικονομικά, ιδεολογικά και πολιτικά στην άρχουσα τάξη είναι κοινή πεποίθηση, όχι μόνο του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου, αλλά και των πολιτικών εκπροσώπων και των ιδεολόγων της άρχουσας τάξης, οι οποίοι μάλιστα ανάλογα με την κομματική τους τοποθέτηση επιρρίπτουν ευθύνες και προβάλουν συνταγές λαϊκής ενεργοποίησης ενάντια στην διαφθορά, τον ωχαδερφισμό και την παρακμή.

Κανείς όμως από τους αστούς ιδεολόγους, όταν αναφέρεται στην παθητικότητα του λαού, δεν προβάλει την καπιταλιστική εκμετάλλευση σαν ουσιώδη αιτία της παθητικότητας, της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης και της εξαθλίωσης.

Κανείς από αυτούς δεν προβάλει το γεγονός πως η αστική δημοκρατία συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, κι έτσι μένει πάντα στην ουσία δημοκρατία για την μειοψηφία, μόνο για τις εύπορες τάξεις, μόνο για τους πλούσιους. Η ελευθερία της καπιταλιστικής κοινωνίας μένει πάντα περίπου η ίδια όπως ήταν η ελευθερία στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες: ελευθερία για τους δουλοκτήτες. Οι σημερινοί μισθωτοί δούλοι, εξαιτίας των όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πιέζονται τόσο πολύ από την ανέχεια και την εξαθλίωση, που «δεν ενδιαφέρονται για την δημοκρατία», «δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική», και μέσα στις συνθήκες της συνηθισμένης ειρηνικής ροής των γεγονότων η πλειονότητα του πληθυσμού έχει παραμεριστεί από την συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Αν κοιτάξουμε πιο κοντά το μηχανισμό της καπιταλιστικής δημοκρατίας οι περιορισμοί, οι αποκλεισμοί, οι εξαιρέσεις, τα εμπόδια για τους φτωχούς φαίνονται μικροπράγματα, ιδίως στα μάτια εκείνου που δεν είδε ποτέ την στέρηση και δεν έζησε από κοντά την μαζική ζωή των καταπιεζόμενων τάξεων (και τέτοιοι είναι τα 9/10 αν όχι τα 99/100 των αστών λογίων και πολιτικών) - αλλά όλοι μαζί αυτοί οι περιορισμοί και τα εμπόδια αποκλείουν, διώχνουν την φτωχολογιά από την πολιτική, από την ενεργό συμμετοχή στη δράση.

Ο Μαρξ συνέλαβε θαυμάσια αυτή την ουσία της καπιταλιστικής δημοκρατίας, και μαζί με τους μαθητές του, πρόβαλε ένα επιστημονικό πολιτικό σχέδιο αφύπνισης της εργατικής τάξης και του λαού που οδηγεί στην ενεργοποίηση, την συμμετοχή, την χειραφέτηση και την ελευθερία.

Σήμερα, ο επαναστατικός μαρξισμός έχει σκόπιμα διαστρεβλωθεί, έχει σκόπιμα συκοφαντηθεί κι έχει σκόπιμα ταυτιστεί με τα αντιδραστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε και απομυθοποιήθηκε.

Πολλές από τις πολιτικές οργανώσεις που ασκούν ατομική τρομοκρατία έχουν απορρίψει το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό ως μέθοδο ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας, και είναι αλληλέγγυες προς τις μεθοδολογικές αντιλήψεις της αστικής κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας, και δεν μπορούν να διερμηνεύσουν και ν’ αντιμετωπίσουν τις αιτίες της παθητικοποίησης της εργατικής τάξης, την οποία θεωρούν μάλιστα υπεύθυνη για την σημερινή αθλιότητα και αναφέρονται σε αυτήν με τρόπο υβριστικό, χυδαίο και αντιεπιστημονικό.

Η επανάσταση δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά υπερατομική. Η επανάσταση δεν ξεκινάει από τον εαυτό μας και καταλήγει στον εαυτό μας, η επανάσταση ξεκινάει από την κοινωνία και καταλήγει στην κοινωνία. Ο Μαρξ στην κριτική του στον Προυντόν αναφέρει το γνωστό «σημασία δεν έχει τι θα πράξει ο κάθε μεμονωμένος εργάτης, αλλά τι θα πράξει η εργατική τάξη στο σύνολό της…».

Βέβαια, η ατομική επιλογή απέναντι σε κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα είναι σημαντική, μόνον όταν είναι έκφραση συνειδητής απόφασης που εντάσσει το «εγώ» στο «εμείς», το «εγώ» στο «εσύ», όταν το ειδικό εκδηλώνει την διαλεκτική σχέση ειδικού-γενικού-μερικού. Π.χ. η στάση απέναντι στον Γερμανό κατακτητή, το αν είσαι δηλαδή με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή με τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανο-ιταλούς, παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής συνείδησης, στην οργάνωση του ατόμου στην συλλογική δράση.

Η ατομική στάση απέναντι στην καπιταλιστική θηριωδία του σήμερα παίζει ουσιώδη ρόλο στην διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής αντικαπιταλιστικής συνείδησης και στην οργάνωση της ένταξης του ατόμου στη συλλογική δράση, της μόνης ικανής να ανατρέψει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, την καπιταλιστική θηριωδία, την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Το ζήτημα δεν είναι μόνο στο να «καταστρέψει» αλλά και στο «τί θα οικοδομήσει», με τί θα αντικατασταθεί το γερασμένο, το σάπιο, το παρακμιακό.

Ο αγώνας για τον αγώνα, ο αγώνας χωρίς όραμα, χωρίς ιδανικά, χωρίς σκοπό είναι αγώνας ουτοπικός, ρεφορμιστικός κι ως εκ τούτου ατελέσφορος.

Η ατομική τρομοκρατία είναι το απαύγασμα του διανοητικού και ηθικού μαρασμού της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι το αποτέλεσμα των λαθών και της κρίσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης και δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να ταυτιστεί με την επαναστατική βία.

Στη σημερινή κοινωνία, οι προοδευτικοί διανοούμενοι απειλούνται με αφανισμό εξαιτίας της αχρηστίας τους και κινδυνεύουν να μετατραπούν σε δουλικούς υπάλληλους του αστικού κράτους. Σήμερα, τα ανώτερα πολιτισμικά στρώματα –ιδίως τα προοδευτικά- ζουν μια ζωή κλειστή και στερημένη από την ευρύτερη κοινωνική βάση και μακριά από την ζωή του λαού. Πρόκειται για χωρισμό, για μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στην θεωρητική και πρακτική λογική, την θεωρία και την πράξη, το «πνεύμα» και την «ύλη», ρήξη που προκαλεί αδυναμία και παρακμή.

Η ιδέα του «οργανικού πολιτισμού» και των «οργανικών κοινωνικών τάξεων» του 19ου και του 20ου αιώνα, ότι δηλαδή θα συμμετέχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις και όλοι οι άνθρωποι στην πολιτισμική δημιουργία, είχε καθαρά ρομαντικό περιεχόμενο (Σίλλερ, Βάγκνερ κλπ) κι έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά κάτω από τα χτυπήματα της πανίσχυρης και αναπτυσσόμενης τεχνολογίας και των θετικών επιστημών. Ο Μπρεχτ εξηγεί στα «Πολιτικά Κείμενα» τους λόγους που εξανάγκασαν την άρχουσα τάξη να εισαγάγει στο σύστημα των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, σήμερα ο κόσμος φαίνεται να κινείται, όχι προς μια πολιτισμικο-κοινωνική και πολιτική ενότητα, αλλά προς μια ενότητα τεχνοκρατική-γραφειοκρατική και κεντρομόλο.

Όμως, όταν στην σύγχρονη κοινωνική αναταραχή εμφανίζεται το πρόβλημα της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής κρίσης και το πρόβλημα της επανάστασης, η στάση, η θέση και οι επιλογές της προοδευτικής διανόησης παίζει ουσιώδη ρόλο στην πολιτική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.

Πάντα στις ταξικές κοινωνίες, κάθε δημιουργική διανοητική παραγωγή χωρίζεται αναπόφευκτα από την λαϊκή κουλτούρα, κι έτσι δημιουργείται –πάντα- μια πνευματική αριστοκρατία. Στον σύγχρονο συστημικό τεχνοκρατικό πολιτισμό του φιλελεύθερου ατομικισμού, των golden boys και του χρηματιστηριακού ολοκληρωτισμού δημιουργείται αναγκαστικά μια απομονωμένη πνευματική αριστοκρατία που αναγνωρίζει φανερά την αχρηστία της.

Στις μέρες μας, ο αστικός πολιτισμός – ή καλύτερα η πολιτιστική δικτατορία της ολιγαρχίας- εκπροσωπεί την αρνητική εκδοχή της κουλτούρας, αφού, ως γνωστόν, αντικαθιστά τον πολιτισμό με την μαζική υποκουλτούρα των γιάπηδων, του life style, της εκφυλισμένης και χυδαίας τέχνης. Έτσι, τα δημιουργικά επιτεύγματα της προοδευτικής πνευματικής ελίτ, όπως είναι φυσικό μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, παραποιούνται από τα κυκλώματα της πολιτιστικής και πολιτισμικής λαϊκής υποκουλτούρας. Έτσι, η προοδευτική ελίτ των διανοουμένων απομονώνεται κοινωνικά όλο και περισσότερο, εξασθενεί κοινωνικά και παρουσιάζει συμπτώματα αγωνίας, ηθικής κατάπτωσης και παρακμής.

Μια μερίδα, λοιπόν, της προοδευτικής διανόησης αγωνίζεται για να σωθεί και προσαρμόζεται στις επιταγές της άρχουσας τάξης και στα κελεύσματα της μαζικής υποκουλτούρας. Μια άλλη μερίδα επιχειρεί να διασωθεί υιοθετώντας τις κυρίαρχες φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις: από την μια οι αριστεροί Σαρτρ, Μπένγιαμιν, Βαλλερστάιν, Νέγκρι κλπ, και από την άλλη οι Φουκώ, Πόππερ, Ντεριντά, Λυοτάρ, Τζέημσον κλπ.

Το γεγονός ότι οι λαϊκές μάζες δεν μπορούν ακόμη να κατανοήσουν πως τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού -που κατέρρευσαν και απομυθοποιήθηκαν- δεν έχουν καμιά σχέση με την μαρξιστική κοσμοθεωρία, το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, άσκησε και ασκεί αφόρητη πίεση στην προοδευτική διανόηση και συνέβαλε και συμβάλει στην προδοτική συγκατάβασή της με την αστική φιλοσοφία. Ακόμη κι ο θαυμάσιος ποιητής μας Λειβαδίτης, όταν αποκαθήλωναν ένα άγαλμα του Λένιν, είπε την απαράδεκτη φράση «να μην πειράζουν αυτό τον άνθρωπο με το μούσι, διότι τον είχε πληρώσει με πολλά χρόνια από την ζωή του» κλπ κλπ.

Τέλος, σε ένα μικρό τμήμα της προοδευτικής διανόησης δημιουργήθηκε η ιδέα ενός ατομικισμού στην σκέψη και την δράση, που αναβιώνει τις ατομοκεντρικές αντιλήψεις των υποκειμενιστών Ναρόντνικων της Ρωσίας, των ατομοκεντρικών αντιλήψεων των Προυντόν και Στίρνερ κλπ., που, μαζί με τον Μινιέ και τους Γάλλους αστούς ιστορικούς της Παλινόρθωσης, αναγορεύουν τα πάθη σε κινητήρια δύναμη της κοινωνικής και ιστορικής εξέλιξης.

Επειδή, λοιπόν, η δικτατορία που ασκείται πάνω στην συνείδηση από το σύστημα, καταργεί την πνευματική δημιουργικότητα κι εξαναγκάζει τους διανοούμενους να προδώσουν τα ιδεώδη τους, τους οδηγεί στην δουλικότητα και αξιώνει την συμμόρφωσή τους στην κυρίαρχη κουλτούρα με την απειλή του αφανισμού, με μια λέξη η δικτατορία αυτή παραλύει τις συνειδήσεις, σε αυτήν την τυραννία για μια μερίδα διανοούμενων αλλά και άλλων κοινωνικών στρωμάτων που ο καπιταλισμός έχει ωθήσει στο περιθώριο, υπάρχει μια πέρα για πέρα λανθασμένη και ουτοπική ηρωική διαφυγή: αυτή του εξτρεμισμού και της ατομικής τρομοκρατίας.

Κατά την αντίληψη και την διατύπωση της πάντα επίκαιρης μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, οι εξτρεμιστικές εκδηλώσεις και η ατομική τρομοκρατία είναι εκδήλωση «της πιο φλογερής αγανάκτησης διανοουμένων και μη που δεν ξέρουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να συνδέσουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα». Όσοι έχασαν την πίστη τους, ή δεν πίστεψαν ποτέ, στην δυνατότητα της σύνδεσης της επαναστατικής δουλειάς με το εργατικό κίνημα, «είναι πραγματικά δύσκολο να βρουν άλλη διέξοδο για το αίσθημα της αγανάκτησής τους και για τον επαναστατικό τους δυναμισμό εκτός από τον εξτρεμισμό και την ατομική τρομοκρατία».

Εν κατακλείδι, η θέση της γενικής θεωρίας του ιστορικού υλισμού που αναφέρεται στην συνείδηση των ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και των τάξεων, είναι πέρα για πέρα επιστημονική και μας δείχνει την μέθοδο με την οποία οφείλουμε να εξετάζουμε την κοινωνική πραγματικότητα: «όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει αυτό για τον εαυτό του, το ίδιο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή ανατροπής από την συνείδηση που έχει αυτή για τον εαυτό της. Χρειάζεται, αντίθετα, να εξηγούμε την συνείδηση αυτή με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με την σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής» (Κάρλ Μάρξ, Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας)

Μάκης Παπαπέτρου

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

ΑΚΕΠ: Απάντηση στην "Σέχτα Επαναστατών"

Οι αντιλήψεις για την κοινωνία, την ιστορία και το κίνημα που ενυπάρχουν στην προκήρυξη της «Σέχτας Επαναστατών», είναι αντιεπιστημονικές και διαπνέονται από ένα εκλεκτικιστικό συνονθύλευμα διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων του σύγχρονου φιλοσοφικού ιδεαλισμού και εν γένει του μεταφυσικού τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων της κοινωνίας και της ιστορίας. Για παράδειγμα, η θέση του Νέγκρι στο βιβλίο του «Πλήθος» όπου αντικαθιστά την εργατική τάξη από το «πλήθος των πολλαπλών εκμεταλλευομένων μοναδικοτήτων», είναι η άποψη που υποβόσκει στις θέσεις της «Σέχτας» για τις κοινωνικές τάξεις, την κοινωνία και τον μαρξισμό. Οι θέσεις αυτές του Νέγκρι, όπως κι άλλες ανάλογες της αστικής κοινωνιολογίας, είναι αρκετά διαδεδομένες σήμερα κι έχουν συμβάλει σημαντικά στον αποπροσανατολισμό και την παθητικοποίηση της νεολαίας και του λαού. Όποιον και να ρωτήσεις σήμερα θα σου πει : «η εργατική τάξη…ποια εργατική τάξη; Ακόμη εκεί βρίσκεσαι; Οι καιροί έχουν αλλάξει, δεν υπάρχει εργατική τάξη» κλπ.

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους -και ο δρόμος προς την κόλαση είναι πάντα σπαρμένος με καλές προθέσεις- οι συντάκτες της προκήρυξης προπαγανδίζουν ένα τρόπο δράσης αντιδραστικό, ρεφορμιστικό και ατελέσφορο, που εναντιώνεται απροκάλυπτα στις αντιλήψεις του επαναστατικού μαρξισμού και στην προοπτική ενός κινήματος ικανού να ανατρέψει το σημερινό γερασμένο και παρηκμασμένο καπιταλιστικό σύστημα.

Σήμερα μάλιστα, που η κρίση του παγκόσμιου οικονομικοκοινωνικού συστήματος και του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, ήρθε να προστεθεί στην αποτυχία των αντιλήψεων του κρατισμού στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και στην αποτυχία των δογμάτων της μικτής οικονομίας και της σοσιαλδημοκρατίας, και επικαιροποίησε τις αντιλήψεις του μαρξισμού για την κοινωνία και την ιστορία, η ατομική τρομοκρατία γενικά και η «Σέχτα» ειδικά έρχεται να εξυπηρετήσει ιδεολογικά-πολιτικά μόνον τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η ατομική τρομοκρατία γενικά και η «Σέχτα» ειδικά, μεταφέρει το πεδίο της δράσης και της αντιπαράθεσης στο ρεφορμιστικό πεδίο της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής, όχι μόνον επειδή έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στην δυνατότητα αφύπνισης των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, όχι μόνον επειδή υποκλίνεται όπως ο οικονομισμός μπροστά στο αυθόρμητο, αλλά και επειδή είναι φορέας των ιδεών του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.

Η «Σέχτα Επαναστατών» αντιμετωπίζει φιλοσοφικά την «συνείδηση» σαν αυτόνομη κατηγορία αποξενωμένη από το κοινωνικό Είναι και την υλική δομή. Με αυτόν τον τρόπο, εμφανίζεται το εποικοδόμημα και το Κράτος σαν μοναδικός υπεύθυνος της εκμετάλλευσης και των προβλημάτων της κοινωνίας, κι εξαφανίζεται η υλική δομή και οι νομοτέλειες που διέπουν την καπιταλιστική παραγωγή και την εκμετάλλευση. Το Κράτος, εδώ, δεν είναι το ιστορικό αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις, αλλά μια υπερβατική δύναμη που θεσμικά εκπροσωπεί το βιβλικά «διαβολικό», το ανήθικο και την άρχουσα τάξη, ένα Κράτος που εκπροσωπεί την «μυθική βία» -όπως την ορίζει ο Walter Benjamin, και στο οποίο αντιπαρατίθεται η ατομική τρομοκρατία και ο -κατά Benjamin-«άγγελος της ιστορίας» και η «θεϊκή βία». Επίσης, η «Σέχτα» αναγορεύει την φιλοσοφική κατηγορία «συνείδηση» σε ατομική ενόραση που εκδηλώνει την αγωνία, τον πόνο και την απόγνωση του ατομικού υποκείμενου, πράγμα που παραπέμπει και θυμίζει την φιλοσοφική κατηγορία της «ύπαρξης» στον Κίρκεγκωρ και τον Σαρτρ. Για τους υπαρξιστές, η ελευθερία δεν εννοιολογείται ως κοινωνική σχέση, αλλά ως φυσική ατομική επιλογή. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Σαρτρ: «είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι» - «η κόλασή μας είναι οι άλλοι».

Πέραν τούτου, οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του Benjamin, ένα κράμα εβραϊκού μυστικισμού και γερμανικού ιδεαλισμού, που ανέγνωσε τον ιστορικό υλισμό, ιδίως στο δοκίμιό του «Η κριτική της βίας» επηρεασμένος από τον Σορέλ και την ήττα του γερμανικού κινήματος, μαζί με τις αντιλήψεις του Ιταλού Τόνυ Νέγκρι για την παγκοσμιοποίηση, την «Αυτοκρατορία», «το πλήθος» και τις αυτόνομες απελευθερωμένες περιοχές μέσα στο ίδιο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πραγμάτων, αποτελούν το βασικό, ρεφορμιστικό οπλοστάσιο των συγγραφέων της προκήρυξης της «Σέχτας Επαναστατών». Στις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις του Benjamin για τον «άμεσο επαναστατικό σκοπό» και το «επαναστατικό μέσον», για τις οποίες δέχτηκε κριτική ακόμη και από τον ιδεολογικό του σύμμαχο Αντόρνο - βασικό εκπρόσωπο της «Κριτικής Φιλοσοφίας», αναβαπτίζονται οι αντιλήψεις του αναρχοσυνδικαλισμού για την επανάσταση και το επαναστατικό υποκείμενο.

Οι ιδεολογικές αντιλήψεις της «Σέχτας» είναι οπωσδήποτε πιο αντιεπιστημονικές, πιο καθυστερημένες και πιο μικροαστικές, ακόμη κι από τις ιδέες του 19ου αιώνα για την κοινωνία, την ιστορία και το κίνημα. Τις ιδέες αυτές, με διάφορες παραλλαγές, εκδοχές κι επικαλύψεις, εκπροσωπούσαν ο Μπλανκί, ο Στίρνερ, ο Προυντόν, ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν, ο Νετσάγιεφ κλπ. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν άσκησαν συντριπτική κριτική στις αντιλήψεις αυτές και θεμελίωσαν τις επιστημονικές ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Σήμερα, η ιδεολογική βάση της τρομοκρατίας και των αντιεξουσιαστικών ρευμάτων σκέψης εκφράζει τα κοινωνικά στρώματα που γεννάει ο καπιταλισμός που σαπίζει, κι όχι τις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα που έχει γεννήσει η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Σήμερα, η ατομική τρομοκρατία και η πλειοψηφία της λεγόμενης προοδευτικής διανόησης, έχουν ασπαστεί τα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, έχουν ευνουχιστεί ιδεολογικά κι έχουν καταστεί ακίνδυνοι για το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα.

Σήμερα, ακόμη και στον χώρο της μαρξιστικής σκέψης χρησιμοποιούνται μεθοδολογικά σχήματα ανάλυσης της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, που περισσότερο προσιδιάζουν, παρά την χρήση μαρξιστικής ορολογίας, στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του μεταφυσικού ρεαλισμού, του Κύκλου της Βιέννης, του κριτικού ορθολογισμού, του υπαρξισμού, της Σχολής της Φρανκφούρτης κλπ. Έτσι, πίσω από την επαναστατική φρασεολογία εμφανίζεται σε νέα σύγχρονη μορφή ο ρεφορμισμός και ο οπορτουνισμός, που εύκολα θα μπορούσε να ονομαστεί νεο-μπερνσταϊνισμός.

«Ο αγώνας για τον αγώνα», που θυμίζει όχι μόνο τον Μπερνστάϊν αλλά και τις αντιλήψεις του Θεόφιλου Γκοτιέ «η Τέχνη για την Τέχνη», και τα τριαδικά σχήματα «καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές, ρεφορμιστές-οπορτουνιστές και ριζοσπάστες-επαναστάτες», αποτελούν δυστυχώς το αλατοπίπερο και το μονότονο ρεφραίν της σημερινής επαναστατικότητας.

Στην σημερινή κοινωνία, στην σημερινή Ελλάδα ορθώνονται ως άλλες στήλες του Ηρακλέους οι δύο διακριτές και κυρίαρχες όψεις της πραγματικότητας, που περιγράφουν ανάγλυφα τις συνθήκες της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας της άρχουσας τάξης:

- στην μια όψη ορθώνεται ο υποταγμένος οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά, αλλοτριωμένος και ταπεινωμένος μισθοσυντήρητος και οικονομικά ασθενέστερος πληθυσμός,

- στην άλλη όψη ορθώνεται η πολυχρονεμένη κι αυταπόδεικτη αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που ομνύουν στο όνομα της εργατικής τάξης και του λαού, ν’ αφυπνίσουν, να συνειδητοποιήσουν και να καθοδηγήσουν τον ταπεινωμένο, φοβισμένο και συμβιβασμένο λαό στον δρόμο της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της επανάστασης.

Μετά την Μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα, οι πολιτικές δυνάμεις που ομνύουν στο όνομα της εργατικής τάξης -κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές- επιχειρούν ν’ αφυπνίσουν και να συνειδητοποιήσουν την εργατική τάξη και το λαό με οικονομικούς διεκδικητικούς αγώνες και με αγώνες για αστικοδημοκρατικά δικαιώματα, χωρίς να κατορθώνουν ν’ αλλάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ των δυνάμεων της εργασίας.

Στον αντίποδα της αποτυχίας και της αδυναμίας του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης να παράγει ποιοτικά αποτελέσματα και προοπτική ανατροπής της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αναπτύχθηκαν μια σειρά κινήματα αναρχικά και αντιεξουσιαστικά, καθώς και πολύμορφες και ποικίλες οργανώσεις που άσκησαν και ασκούν ατομική τρομοκρατία στο όνομα του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Κατά την αντίληψη και την διατύπωση της πάντα επίκαιρης μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, οι εξτρεμιστικές εκδηλώσεις και η ατομική τρομοκρατία είναι εκδήλωση «της πιο φλογερής αγανάκτησης διανοουμένων και μη που δεν ξέρουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να συνδέσουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα». Όσοι έχασαν την πίστη τους, ή δεν πίστεψαν ποτέ, στην δυνατότητα της σύνδεσης της επαναστατικής δουλειάς με το εργατικό κίνημα, «είναι πραγματικά δύσκολο να βρουν άλλη διέξοδο για το αίσθημα της αγανάκτησής τους και για τον επαναστατικό τους δυναμισμό εκτός από τον εξτρεμισμό και την ατομική τρομοκρατία».

Κατά την μαρξιστική κοσμοθεωρία, ανάμεσα στην πολιτική που επιχειρεί ν’ αφυπνίσει και να συνειδητοποιήσει την εργατική τάξη και το λαό με οικονομικούς διεκδικητικούς αγώνες, και στην πολιτική της ατομικής τρομοκρατίας, δεν υπάρχει τυχαία, αλλά αναγκαία εσωτερική σχέση, μια κοινή ρίζα, που είναι ο χειροτεχνισμός και η υπόκλιση μπροστά στο αυθόρμητο. «Εδώ υπάρχει η επίδραση των γενικών αιτιών που γεννούν τον οπορτουνισμό γενικά, ο οποίος θυσιάζει τα βασικά συμφέροντα του εργατικού κινήματος για στιγμιαία κέρδη».

Η ατομική τρομοκρατία, ακόμα κι όταν καταφέρεται ενάντια σε στόχους με έντονο συμβολισμό, όπως τράπεζες, μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικά πρόσωπα κλπ., όχι μόνον θυσιάζει τα ουσιώδη συμφέροντα του κινήματος σε στιγμιαίες εντυπώσεις, όχι μόνον δεν συμβάλλει στην συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και του λαού, αφού αντικαθιστά την πολιτική ζύμωση με τρομοκρατικές πράξεις διεγερτικού συμβολισμού που τραβάνε προς τα πίσω πολιτικά και οργανωτικά το κίνημα, όχι μόνον δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού, αλλά αντίθετα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, που βρίσκει άλλοθι να περνάει μια σειρά αντιδραστικά νομοσχέδια, να συκοφαντεί με τρόπο απροκάλυπτο το αντικαπιταλιστικό κίνημα και, για να θυμηθούμε την έκφραση του Λένιν, «να σκαλίζει αδιάφορα τη μύτη της» μαζί με τον παθητικοποιημένο λαό που παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει την μονομαχία και την βεντέτα της Αστυνομίας με μια χούφτα τρομοκράτες.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την δολοφονία του Άλντο Μόρο κλπ. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δολοφονίες Γουέλς, Μπάμπαλη, Μάλλιου κλπ. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δράση της RAF, της Action directe κλπ. Όλες αυτές οι οργανώσεις που άσκησαν ατομική τρομοκρατία και κατάφεραν να προσβάλλουν στόχους με έντονο συμβολισμό, όχι μόνον απέτυχαν οικτρά να ενεργοποιήσουν τις λαϊκές μάζες, αλλά αντίθετα συνέβαλαν αποφασιστικά στον αποπροσανατολισμό της ταξικής πάλης.

Τις τελευταίες δεκαετίες, στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, από την μία η δράση των οργανώσεων που άσκησαν ατομική τρομοκρατία, και από την άλλη η ρεφορμιστική πολιτική των κομμάτων της αριστεράς που έκανε τον οικονομισμό κυρίαρχη πολιτική, είναι οι δυο άξονες που ευθύνονται για την πολιτική καθυστέρηση και την κρίση του εργατικού και επαναστατικού κινήματος.

Να γιατί υποστηρίζουμε πως, η αντίφαση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, με τα πολιτικά γεγονότα που λέγεται και υποστηρίζεται ότι την εκφράζουν, αποτελεί το βασικό κατηγόρημα, δηλαδή την βασική ιδιότητα, της κρίσης του πολιτικού κινήματος των μισθοσυντήρητων και των συμμάχων τους στην Ελλάδα και τον κόσμο.

Ακόμη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, με το πρόσχημα του γιακωβινισμού, η τρομοκρατική φυσική εξόντωση των ηγετών της Οκτωβριανής επανάστασης που σαν μέθοδος δεν απέχει απ’ αυτήν της ατομικής τρομοκρατίας, μαζί με την ρεβιζιονιστική πολιτική στα ζητήματα της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας που δεν απέχει από την πολιτική του δυτικοευρωπαϊκού οικονομισμού και ρεφορμισμού, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα της Οκτωβριανής επανάστασης...

Η επαναστατική βία βρίσκεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την βία που ασκεί ο καπιταλισμός στις υπό εκμετάλλευση τάξεις, καθώς και με την βία που ασκεί η ατομική τρομοκρατία σε επιλεγμένους συμβολικούς στόχους.

Η βία που ασκεί ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο η ένοπλη βία αλλά και η οικονομική, η κοινωνική, η πολιτική και η θεσμική βία, και είναι μια βία που ασκείται αυθόρμητα από την δράση των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής, και συνειδητά από την νομοθετική, την δικαστική και την εκτελεστική εξουσία του καπιταλιστικού κράτους.

Η βία που ασκεί η ατομική τρομοκρατία είναι η ένοπλη βία που ασκούν μεμονωμένοι τρομοκράτες, αποκομμένοι από την λαϊκή βάση.

Αντίθετα, η επαναστατική βία «…παίζει έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, δηλαδή, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, είναι η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούρια κοινωνία, είναι το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές» (Ένγκελς). Η επαναστατική βία εκδηλώνει το ιστορικό προτσές της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα, εκδηλώνει το διαλεκτικό ιστορικό άλμα.

Η ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού ούτε μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δράσης μιας μονοσήμαντης φαταλιστικής νομοτέλειας (νοησιαρχία), ούτε το αποτέλεσμα της μηχανικής συνένωσης των ατομικών θελήσεων ενός κοινωνικού συνόλου –έστω ταξικού, ούτε ακόμη της θέλησης –έστω χαρισματικών - πολιτικών ομάδων ή προσώπων (βουλησιαρχία). Η ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η απόρροια μιας καθολικής αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών του κοινωνικού γίγνεσθαι, που εκδηλώνει και ολοκληρώνει στο πεδίο της υποκειμενικότητας, στο πολιτικό εποικοδόμημα, την νομοτελειακή αντίφαση-σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας προς τις σχέσεις παραγωγής και προς την νομική τους έκφραση, τις σχέσεις ιδιοκτησίας κλπ.

Η σχεδιοποιημένη δράση του υποκειμένου-της συνείδησης που «ανακλά και διαμορφώνει το αντικείμενο» (Λένιν), καθώς και η σχεδιοποιημένη δράση που αλλάζει τις κοινωνικές συνθήκες και μαζί με αυτές τον ίδιο τον άνθρωπο (Μαρξ), υποδηλώνει την αναγκαιότητα της ύπαρξης συλλογικού οργανωτή-καθοδηγητή και υπογραμμίζει τα καθήκοντα των ιστορικών προσώπων και τον ρόλο των πρωτοπόρων ηγετών του κινήματος.

Όλοι οι μαρξιστές γνωρίζουν την διατύπωση του Μαρξ στον Πρόλογο της «Κριτικής της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ»: «η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στην φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα… Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να εξαλείψει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πραγματώσει την φιλοσοφία». Όλοι οι μαρξιστές γνωρίζουν την τόσο παρεξηγημένη και σκοπίμως διαστρεβλωμένη διατύπωση του Μαρξ «αναμφίβολα, το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται κι αυτή δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες». Και ο Μαρξ συνεχίζει: «η θεωρία είναι ικανή να κατακτήσει τις μάζες όταν αποδεικνύει ad hominem και προβαίνει σε ad hominem αποδείξεις, αφότου γίνει ριζοσπαστική. Ριζοσπαστική σημαίνει να πιάνει τα πράγματα από τη ρίζα. Η ρίζα όμως για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».

Την κατανόηση της χρήσης, στην ριζοσπαστική μαρξιστική θεωρία, του «ad hominem» επιχειρήματος (γνωστού και ως argumentum ad hominem, που κατά λέξη σημαίνει «επιχείρημα που απευθύνεται στον άνθρωπο», και στο είδος της ρητορικής τακτικής που απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα παρά στη λογική, κι εξετάζει τον χαρακτήρα του αντιπάλου παρά το προς συζήτηση θέμα κλπ κλπ) μπορεί να την αντλήσει ο καθένας μας στο «Τι να κάνουμε;», όπου ο Λένιν αναπτύσσει με τρόπο διεξοδικό κι επιστημονικό την διαλεκτική πολιτική μέθοδο, με την οποία η θεωρία θα κατακτήσει τις μάζες, με την οποία η θεωρία θα γίνει υλική δύναμη, με την οποία η εργατική τάξη θα αποκτήσει συνείδηση και θα καταστεί από τάξη καθεαυτό σε τάξη δι’ εαυτόν. Ο Λένιν ως γνωστόν, την διαλεκτική μέθοδό του για την συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και την οργάνωση του επαναστατικού κόμματος, την αντιπαραθέτει στις αντιδιαλεκτικές και ρεφορμιστικές εκδοχές της ατομικής τρομοκρατίας και του οικονομισμού, τις οποίες μάλιστα θεωρεί επικίνδυνες και εχθρικές για το κίνημα, τα συμφέροντα και την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης.

Η ατομική τρομοκρατία είναι το απαύγασμα του διανοητικού και ηθικού μαρασμού της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι το αποτέλεσμα των λαθών και της κρίσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης και δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να ταυτιστεί με την επαναστατική βία.

Η ατομική τρομοκρατία, πέραν του ότι δίνει άλλοθι και διευκολύνει τις αντιλαϊκές μεθοδεύσεις της κρατικής εξουσίας, υιοθετεί και διαδίδει τις φιλοσοφικές ιδεαλιστικές αντιλήψεις της άρχουσας τάξης για την κοινωνία και την ιστορία, το κοινωνικό Είναι και την Συνείδηση, και αναγορεύει την συνείδηση του ατομικού υποκείμενου σε υπερβατολογική κατηγορία - ρυθμιστή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Η αντιπαράθεση του επαναστατικού μαρξισμού ενάντια στις φιλοσοφικές ιδέες της ατομικής τρομοκρατίας, είναι ταξική πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη στον χώρο της θεωρίας, είναι αγώνας της θεωρίας να γίνει υλική δύναμη κατακτώντας τις μάζες.

Η εργατική τάξη…αντί το συντηρητικό σύνθημα: «ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
(Κάρλ Μάρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1998, σελ.78)

Μάκης Παπαπέτρου