Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Λόγος-Γλώσσα-Μουσική και καθαρή ποίηση

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, τεύχος 193)
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

ΛΟΓΟΣ – ΓΛΩΣΣΑ – ΜΟΥΣΙΚΗ
και καθαρή ποίηση

της Μαρίας Λαέρτη

Μια μέρα είπε ο Ντεγκά στον Μαλλαρμέ: «το επάγγελμά σας είναι κόλαση, δεν κατορθώνω να κάνω αυτό που θέλω κι όμως είμαι γεμάτος ιδέες».
Κι ο Μαλλαρμέ του ανταποκρίθηκε: «Οι στίχοι, αγαπητέ μου Ντεγκά, δεν γίνονται με ιδέες αλλά με λέξεις».(1)

Ο Μαλλαρμέ όταν λέει λέξεις, όπως είναι γνωστό, δίνει το βάρος στους ήχους των λέξεων, στη μουσικότητά τους.

«Ο Μαλλαρμέ είχε δίκιο» επικροτεί ο Βαλερύ. Και διευκρινίζει: «Ο ποιητής όμως δεν διαθέτει τα τεράστια πλεονεκτήματα του μουσικού. Δεν έχει μπροστά του έτοιμο, για μια περίτεχνη χρήση, ένα σύνολο από μέσα δημιουργημένα επίτηδες για την τέχνη του. Πρέπει να δανειστεί τη γλώσσα –τη δημόσια φωνή, μια συλλογή από όρους και κανόνες, παραδοσιακούς και ά-λογους, οι οποίοι δημιουργήθηκαν και διαμορφώθηκαν περίεργα, και ακούγονται και προφέρονται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Στην ποίηση δεν υπάρχει ο φυσικός να καθορίσει τις σχέσεις αυτών των στοιχείων, ούτε η διαπασών, ούτε οι μετρονόμοι, ούτε οι δημιουργοί της κλίμακας, ούτε οι θεωρητικοί της αρμονίας. Αντίθετα υπάρχουν οι φωνητικές και σημαντικές διακυμάνσεις του λεξιλογίου. Τίποτα το καθαρό».(2)

Ας προσπαθήσουμε τώρα να διαβάσουμε την παραπάνω διατύπωση αντίστροφα: Η γλώσσα –η δημόσια φωνή, ο λόγος δηλαδή, ακάθαρτος ως εμπειρικό δημιούργημα πρακτικού προορισμού, δεν είναι το κατάλληλο μέσο –αντίθετα απ’ το αντίστοιχο (ενν. συνολικό μέσο) της μουσικής- για ν’ αποδώσει τους καθαρούς ήχους της ποίησης. Τούτη η πρόταση δε μπορεί να διεκδικήσει αξιωματικό δικαίωμα γιατί: στηρίζει τη συλλογιστική της στον αναιρετικό άξονα σύγκρισης δύο τεχνών που είναι διάφορες μεταξύ τους· κι ακόμα περισσότερο γιατί: το κρινόμενο ως μη κατάλληλο –αλλά οπωσδήποτε υποτιμώμενο- μέσο, ο λόγος, είναι το μόνο μέσο της ποίησης.

Το ποιητικό μέσο είναι ο λόγος. Κι εννοείται πως ο λόγος δεν είναι tabula rasa, ο καθένας όμως καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ καθημερινού και ποιητικού λόγου. Το πλήθος των όρων που, αποποιούμενο την καθημερινή λειτουργία του, αναγεννάται μέσα στον ποιητικό λόγο και συγκροτεί αυτό που λέμε ποιητικό όργανο. Το πολυσήμαντο και διαρκώς εξελισσόμενο ποιητικό όργανο που προόρισται να απευθύνεται όχι μόνο στο αφτί, αλλά σε όλο το εύρος του νοητικού και συγκινησιακού μηχανισμού του παραλήπτη. Που δεν γνωρίζουμε αν είναι «χυδαίας καταγωγής», γνωρίζουμε όμως το μέγεθος της αξίας του απ’ το αποτέλεσμα· χωρίς την ποίηση «ο βίος αβίωτος γίγνοιτ’ αν παράπαν». Ένα πλήθος όρων λοιπόν, αδιάφορο στην καθημερινή χρήση του λόγου, μεταμορφώνεται και διαμορφώνει τον ποιητικό λόγο, το ύφος του. Οι αναβαπτισμένες λέξεις, η ιδιαίτερη χρήση των σχημάτων του λόγου, η συμβολική του σύνθεση, η στιχοποιία του, καθώς κι ένα υποσύνολο παραγόντων οργανικής σημασίας με χαρακτήρα ζωογονητικό. Ένας γλωσσικός μικρόκοσμος –ο τονισμός, η χρονική ποσότητα των συλλαβών, η ηχητική διάρθρωση και συσχέτιση των λέξεων- έτοιμος να πάρει τη θέση του στη μουσική κλίμακα του ποιητικού λόγου, έτοιμος να του δώσει τον τόνο. Το ιδιαίτερο αίσθημά του που σφύζει στο ύφος και χορδίζεται στο τονικό ύψος της ψυχικής διάθεσης, της λάβας σα να λέμε, που ξεχύνεται απ’ τον κρατήρα της ψυχής. Που μετά από χίλιες δυο εσωτερικές διεργασίες βγαίνει λιωμένη στην επιφάνεια. Με τρόπο απόλυτα φυσικό.

Ναι, με τρόπο απόλυτα φυσικό. Αλλοίμονο αν ο ποιητής έπρεπε να’ ναι πρώτα γλωσσολόγος για να γράψει το ποίημα. Δεν χρειάζεται παρά ένα μολύβι κι ένα χαρτί, τα υπόλοιπα είναι άλλ’ ιστορία. Ας επιμείνουμε όμως λίγο ακόμη στους «καθαρούς ήχους» πάντα σε σχέση με την ποίηση, γιατί δε μπορούμε να μην επισημάνουμε μια φιλοσοφικής τάξης μετάθεση που κάνει πάνω στον όρο ο Βαλερύ. Ο ίδιος γράφει: «Το ποίημά μου «Θαλασσινό κοιμητήρι» (Le cimetière Marin), άρχισε μέσα από κάποιο ρυθμό του γαλλικού δεκασύλλαβου, διηρεμένου σε δύο ημιστίχια των τεσσάρων και έξι συλλαβών. Δεν είχα ακόμη σκεφτεί κάτι που θα γέμιζε αυτή τη φόρμα. Σιγά-σιγά λέξεις ασύνδετες σταθεροποιούνταν, καθορίζοντας σταδιακά το θέμα, και μου επιβλήθηκε μια εργασία, μια μακρόχρονη εργασία».(3)

Να μας συγχωρεί ο Βαλερύ αλλά δε βλέπουμε ότι έτσι ακριβώς μπορεί ν’ αποδοθούν καθαροί ήχοι. Το ποίημα δεν είναι απλώς προϊόν μακράς κι επίπονης διανοητικής εργασίας. Εντούτοις ο γνησιότερος και πιο διαυγής αγωγός των ήχων: η «μανία που εμπνέουν οι Μούσες», η έμπνευση, από το παραπάνω παράδειγμα –μοντέλο γραφής απουσιάζει ή έχει τόσο αδύναμη παρουσία που είναι σαν ν’ απουσιάζει. Η περιγραφή περιορίζεται σε μια αμιγώς κατασκευαστική διαδικασία και μάλιστα, με την σποραδική προσθήκη μεμονωμένου λεκτικού υλικού. Οι ήχοι όμως της ποίησης δεν βγαίνουν μόνο από κάποιες «καλοκουρδισμένες» λέξεις «καλοτεντωμένες» μέσα σε κάποια φόρμα, αλλά κι από την κίνησή τους στο συνολικό χορό των λέξεων, κι από τα σχήματα του λόγου, από τις εικόνες, κι από την ένταση των εικόνων… Στην εναντιότητα λοιπόν λόγου – ήχου όταν αυτή εμφανίζεται σ’ ένα σύνολο: σ’ ένα ποίημα ή σε μια σύνθεση ποιητική, σηματοδοτείται, κατά τη γνώμη μας, η ύπαρξη μιας άλλης εναντιότητας εσωτερικής ή δυσλειτουργίας (π.χ. ελλειματική αφομοίωση κάποιου αισθήματος έχει ρηκτική συνέπεια στη δομή).

«Αλλά θα σας θύμιζα, πρώτα, πως η μουσική της ποίησης δεν είναι κάτι που υπάρχει χωριστά απ’ το νόημα. Αλλιώς, θα μπορούσαμε νάχουμε ποίηση μεγάλης μουσικής ομορφιάς χωρίς νόημα, και ποτέ δε συνάντησα τέτοια ποίηση. Οι φαινομενικές εξαιρέσεις δείχνουν μόνο μια διαφορά βαθμού: υπάρχουν ποιήματα που μας συγκινούν με τη μουσική και παίρνουμε το νόημα σα δεδομένο, όμοια καθώς υπάρχουν ποιήματα που παρακολουθούμε το νόημά τους και μας συγκινεί η μουσική τους χωρίς να την προσέχουμε» ξεκαθαρίζει ο Έλιοτ.(4) Και στις τρείς προτάσεις υπογραμμίζουμε τη λέξη: νόημα.

«Το γλωσσικό σημείο δεν ενώνει ένα πράγμα κι ένα όνομα, αλλά μια έννοια και μια εικόνα ακουστική» παρατηρεί ο Σωσσύρ. Υπογραμμίζουμε τη λέξη: έννοια.

Ο Αλεξάντερ Πόουπ: «Ο ήχος πρέπει να φαίνεται σαν ηχώ του νοήματος». Υπογραμμίζουμε τη λέξη: νοήματος.

Στο «υπόγειο νοηματικό ρεύμα» αναφέρεται και ο Πόε. Υπογραμμίζουμε τη λέξη: νοηματικό.

Όλα τα δάχτυλα δείχνουν στο αδιαίρετο λόγου – νοήματος, μια και ο ήχος στην ποίηση έχει να κάνει με τον λόγο, και κατ’ επέκταση στο αδιαίρετο ποιήματος – νοήματος. Ή στο απλό, απλούστατο: άλλο ποίηση, άλλο μουσική. Κανείς όμως δεν λέει πως η μουσική δεν είναι εδώ.

Η τέλεια μουσική κοιμάται στο όνειρο της ποίησης. Μα είναι πάντα πρόθυμη να ξυπνήσει μ’ ένα αληθινό φιλί. Κάθε αίσθηση ρυθμού, σε διαλεκτική σχέση μέσα και με την Ιδέα, κάνει τον θεμελιακό της ρόλο στην αισθητοποίηση της μορφής. Αναζητώντας μέσα στους ήχους τους πιο κατάλληλους και βγάζοντας ήχους, στην αρχή δυσκολοξεχώριστους ίσως και συχνά επαναλαμβανόμενους, αισθητοποιείται μαζί της. Ενσωματώνεται στη μορφή. Με σφυγμούς, παλμούς και χτύπους ως την αποτύπωσή της στο λόγο. Τώρα, αν ο ποιητής κατορθώσει την ενότητα, αν θα δώσει σώμα και ψυχή στο ποίημα να υπάρξει: ολοκληρωμένος ζωντανός οργανισμός, αυτό είναι άλλη δουλειά. Εξαρτάται από την ικανότητα του ποιητή. Η δύναμη του ποιητικού πομπού είναι ανάλογη με τη δύναμη του ποιητικού δέκτη (του ίδιου του ποιητή φυσικά). Γι’ αυτό και η αληθινή ποίηση αναδύεται ολόκληρη απ’ τα βαθιά. Ξεδιπλώνει μέσα απ’ το λόγο όλους τους ήχους της, τους ρυθμούς της, τις αρμονίες της, τις δυσαρμονίες της πολλές φορές, τα σχήματά της, τις εικόνες της, την όλη αρχιτεκτονική της. Τον ίδιο το λόγο της. Και το νόημα της ύπαρξής της. Όν κανονικό, που ορίζει μια τόσο εξελιγμένη όσο και αρχέγονη συγκινησιακή γλώσσα που εμείς καλούμε: ποιητική γλώσσα. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζουμε και την μεταμόρφωση του λόγου σε ποιητική γλώσσα. Η ποιητική γλώσσα εμπεριέχει την μουσική ή αλλιώς: η μουσική κυλά στο σώμα της ποίησης. Κάποιοι, βέβαια, δεν συμφωνούν και κατά καιρούς ακρωτηριάζουν κάποιο «μέλος» του σώματός της, το απομονώνουν κι αρχίζουν να το εξετάζουν με το μικροσκόπιο. Καμιά αντίρρηση. Η ποίηση όμως ούτε ηχεί ούτε τραγουδά μηχανικά. Γι’ αυτό κι ο ποιητής δεν είναι γεννημένος ν’ ακολουθεί ένα κοπάδι σε μια συγκεκριμένη διαδρομή, αλλά για ν’ αναζητεί τα δικά του μονοπάτια προς το δικό του ξέφωτο, το δικό του βράχο.

Η ποίηση συχνά θα γέρνει προς τη μουσική όπως ο Νάρκισσος πάνω από το είδωλό του στο νερό. Πράγματι, υπάρχουν μουσικές που, αν και εξαίσιες, μας μεταφέρουν μια θολή εικόνα της μορφής τους, σαν ιδωμένη στ’ αδιάφανα νερά μιας λίμνης. Μιας μορφής κλεισμένης στον εαυτό της, απρόσιτης, σαν να μην θέλει κανένας να την κάνει δική του. Μουσικές μιας ποίησης σα φευγαλέας, σαν από θρυμματισμένο όνειρο ή κομμάτι μιας σπασμένης πολύτιμης αλήθειας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μουσικές, που σμίγουν στους ήχους τους χιλιάδες φωνές, μουσικές σαν γνώριμες, που’ ρχοντ’ απ’ τα βάθη μιας αλήθειας πλατύτερης, που σπάν από αίσθημα και ριγούν από συγκίνηση. Μουσικές μιας ποίησης, μιας ώρας και μιας γλώσσας ώριμης, που το κελάδημά της συντονίζεται στον βαθύτερο ρυθμό του κόσμου. Ο Πόε στο « Γράμμα στον Β. (Για τους Ποιητές και την Ποίηση)» γράφει: «Η μουσική, όταν συνδυάζεται με μια ευχάριστη ιδέα, είναι ποίηση· η μουσική χωρίς την ιδέα είναι μονάχα μουσική· η ιδέα χωρίς τη μουσική είναι πεζός λόγος με την πιο οριστική του έννοια».(5)

Ξαναβρίσκουμε την «ευχάριστη ιδέα» λ.χ. της «Άναμπελ Λη» του Πόε, σε δεκάδες ποιήματα γραμμένα πριν και μετά απ’ αυτήν. Αναφέρουμε ‘δω το «Lay» (Ροντό) του Βιγιόν, δοσμένο τέσσερις αιώνες πριν από την «Άναμπελ Λη». Αφαιρετικά η ιδέα (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο όπως θέλει ο Πόε): το ανυπέρβλητο γεγονός του θανάτου, η απώλεια του αγαπημένου κι αναντικατάστατου προσώπου: λιωμένη μέσα στο είναι και των δυο ποιητών κινείται τέλεια φυσικά κι αρμονικά σ’ όλες τις στρογγυλάδες και τις κορώνες μιας ποιητικής γλώσσας, διαφορετικά «σμιλεμένη» στον καθένα, που το τραγούδι της μπορεί να περνάει στις φλέβες των άλλων ανθρώπων και να τους συγκινεί.

Αν παίρναμε αφορμή απ’ αυτά τα δυο ποιήματα για να θέσουμε μεταφορικά (κι εντελώς σχηματικά) την εξίσωση της ποίησης, στη θέση της σταθεράς θα ‘μπαινε η ιδέα ως αλήθεια γενικού ενδιαφέροντος, στη θέση της εξαρτημένης μεταβλητής: τα ποιητικά μέσα του κάθε ποιητή, στη θέση της ανεξάρτητης μεταβλητής: ο παράγοντας χωροχρόνος, που θα μας έδιναν την αισθητική τιμή του ποιήματος ως ΚΑΘΑΡΗ ΑΞΙΑ που αφορά τον άνθρωπο.

Πραγματικά, «είναι ο σκληρός νόμος της Λογοτεχνίας: ό,τι αξίζει μόνο για τον έναν δεν αξίζει τίποτε», σ’ αυτό έχει απόλυτο δίκιο ο Βαλερύ. Η ποίηση αυτοκατηγορείται μόνον ως προς την αξία της και πάντα σε σχέση με τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα και τις βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες. Ζωντανή απόδειξη οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις των κλασικών ή δραματικών τόνων, αλλά και τα μελωδικά ή θρηνητικά ποιητικά πετράδια, που μπορεί το μέρος της γλώσσας τους που αφορά στο λόγο να ‘χει ξεπεραστεί, απολιθωθεί, ακόμη κι απονεκρωθεί, ο ζωοδότης όμως πυρήνας της ποιητικής γλώσσας, που ευδοκιμεί στην αλήθεια της συγκίνησης, παραμένει αλώβητος και μας προσφέρει μέχρι σήμερα το ακριβότερο δώρο. Ο Όμηρος, οι μεγάλοι τραγικοί, ο Βιργίλιος, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε και τόσοι άλλοι –κι ευτυχώς που δεν μας άφησαν από κάποιους στίχους μόνο- εξακολουθούν να είναι το πιο πολύτιμο, ίσως, κομμάτι της ζωής μας. Ars longa, vita brevis.

Λέει κάπου ο Παλαμάς: «Από ένα ζίζηκα τραγουδιστή ζητάτε γνώμη; Δεν ξέρω τίποτε απ’ αυτά· δεν μου φτάνει η ζωή για να δώσω τύπο αρμονικό στους ήχους που έχω μέσα μου. Έναν παρά δε δίνω για τον κόσμο. Μα κι ο ζίζηκας καμιά φορά το καλοκαίρι, στα φύλλα της ελιάς κρυμμένος, ζη ολόκοντα στη θάλασσα. Και τότε περνάει μεσ’ στο τραγουδάκι του ο βόγγος όλης της θάλασσας».

Μαρία Λαέρτη

Σημειώσεις:
(1)Paul Valery, Ποίηση και αφηρημένη σκέψη – Η καθαρή ποίηση, μετάφρ. Χρ. Λιοντάκης, εκδ. Πλέθρον 1980, σελ. 50.
(2)Το ίδιο, σελ .56-57
(3)Το ίδιο, σελ. 77-78
(4)Τ. Σ. Έλιοτ, εφτά δοκίμια ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, μετ. Μ. Λαϊνά, εκδ. ΚΛΕΨΥΔΡΑ 1971, σελ. 22
(5)Πόε, Τόμος Α, μετ. Στ. Μπεκατώρος, εκδ. Πλέθρον 1991, σελ. 159



Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Ανταγωνισμός και ατομισμός


Η κύρια θεωρητική και πρακτική αρχή του καπιταλισμού, που ορίζει θεσμικά και ηθικά τις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές σχέσεις των ατόμων, των κοινωνικών συνόλων και των τάξεων, ονομάζεται ιδεολογία του ανταγωνισμού.

Αν, σύμφωνα με την γκραμσιανή εκδοχή, στον όρο ιδεολογία δώσουμε την ανώτερη σημασία μιας κοσμοαντίληψης που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας και ενυπάρχει στις γενικές και ειδικές συμπεριφορές της πλειοψηφίας του πληθυσμού, τότε ο ανταγωνισμός, σαν καθολική ιδεολογία του καπιταλισμού, φανερώνει την ανώτερη σημασία της κοσμοαντίληψης του αστικού ατομισμού, που επιχειρεί να δικαιώσει προπαγανδιστικά την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ατομική ιδιοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικοποιημένης παραγωγής από την σημερινή κυρίαρχη τάξη.

Πράγματι, ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, που σαν ηγεμονική ιδεολογική δύναμη εκδηλώνει τις μορφές κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης που αντιστοιχούν οργανικά στους ανταγωνιστικούς υλικούς όρους ύπαρξης, όχι μόνο των τάξεων, αλλά και των ατόμων. Ο Ένγκελς γράφει: «οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής πορείας της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι μονάχα με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που αναφύεται από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων».

Ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός, σαν σύμφυτες θεωρητικές και πρακτικές αξίες των εκμεταλλευτικών συστημάτων, εμφανίστηκαν ιστορικά μαζί με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, τον χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, την ατομική ιδιοκτησία και το κράτος, αλλά βρήκαν την πληρέστερη θεμελίωσή τους στην καπιταλιστική κοινωνία.

Ο αστικός ατομισμός αντιπαραθέτει το ξεχωριστό άτομο στην κοινωνία και υποτάσσει τα κοινωνικά συμφέροντα στα ατομικά. Εκλαμβάνει τον ανταγωνισμό σαν αναγκαία εκδήλωση της δήθεν αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης, και προπαγανδίζει πως, χωρίς αυτόν και τα αποτελέσματά του, η οικονομική, η κοινωνική και η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι δήθεν ανέφικτη.

Ο σύγχρονος αστικός ατομισμός φέρει το όνομα λογικός ατομισμός (rational individualism) ή αντικειμενισμός και προβάλλεται ποικιλοτρόπως, πρωτίστως μέσα από το δοκιμιακό και λογοτεχνικό έργο της περιβόητης Άυν Ράντ (Ayn Rand).
Για τον λογικό ατομισμό, η επιτυχία ή η αποτυχία, η ευτυχία ή η δυστυχία του ανθρώπου δεν συναρτώνται με τις κοινωνικές συνθήκες αλλά είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά των δικών του επιλογών και ενεργειών.
Ο λογικός ατομισμός είναι, στην ουσία του, η σύλληψη του ανθρώπου ως ηρωικού όντος, με την επιδίωξη της προσωπικής ευτυχίας ως τον ηθικό σκοπό της ζωής του, με την ατομική παραγωγική επιτυχία ως την ευγενέστερη γι’ αυτόν δραστηριότητα και την λογική ως το μόνο απόλυτο δεδομένο του. Ο άνθρωπος είναι για το λογικό ατομισμό ένα λογικό ον, η λογική είναι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει την γνώση και το βασικό μέσον για την επιβίωσή του.
Για την φιλοσοφία του λογικού ατομισμού η ύπαρξη του κόσμου είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, η πραγματικότητα είναι μία (αυτή που ζούμε) και ο ρόλος της συνείδησης του ανθρώπου είναι να αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα, και όχι να την δημιουργήσει, να την αλλάξει ή να εφεύρει άλλη.
Οι σημαντικότερες αρχές του λογικού ατομισμού συνοπτικά είναι: η «λογική», οι «στόχοι» του ανθρώπου και ο «εαυτός» του.
Ο λογικός ατομισμός υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος αποτελεί σκοπό για τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μέσον για τους σκοπούς άλλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος, όπως λέει, οφείλει να ζει για τον εαυτό του, και όχι να θυσιάζεται για άλλους, ούτε να δέχεται την θυσία άλλων για εκείνον. Πρέπει να εργάζεται για το λογικό ατομικό του συμφέρον, θέτοντας την δική του ευτυχία ως ύψιστο ηθικό στόχο στη ζωή.
Ο λογικός ατομισμός απορρίπτει κάθε μορφή ντετερμινισμού, και θεωρεί δοξασία ότι ο άνθρωπος είναι θύμα δυνάμεων έξω από τον έλεγχό του, όπως πχ. η ανατροφή, οι οικονομικές ή οι κοινωνικές συνθήκες, δοξασίες κτλ.
Λέει επίσης πως, οι άνθρωποι πρέπει να συναλλάσσονται μόνο ως έμποροι, δίνοντας κάτι αξίας για κάτι άλλο αξίας, μέσω αμοιβαίας συναίνεσης και για αμοιβαίο όφελος. Κατά τον λογικό ατομισμό, το ιδανικό οικονομικο-κοινωνικό σύστημα είναι ο laissez-faire καπιταλισμός επειδή, όπως υποστηρίζει, ο ανταγωνισμός είναι ανόθευτος κι εξασφαλίζει στον «ικανό» την επιτυχία και την ηθική δικαίωση.

Για το λογικό ατομισμό, το πρωτεύον είναι η ατομική συνείδηση, η έμφυτη στον άνθρωπο λογική ικανότητα, που παραπέμπει στις, ξεπερασμένες σήμερα, φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις του Καρτέσιου, του Λάιμπνιτς, του Φράνσις Μπέηκον κλπ. Την κοινωνία την αντιμετωπίζει σαν κονίστρα, όπου τα φυσικά πρόσωπα, τα άτομα, ανταγωνίζονται για την κατάκτηση της ατομικής επιτυχίας και την θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Ουσιαστικά, ο λογικός ατομισμός είναι η σύγχρονη μορφή προπαγάνδισης και ηθικής δικαίωσης των αντι-ουμανιστικών θεωριών του μαλθουσιανισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, του βιταλισμού κλπ., που εκθειάζουν και μεταφέρουν τους νόμους της ζούγκλας στην κοινωνία.

Η εικόνα του λογικού ατομισμού για το άτομο, τον ανταγωνισμό και την κοινωνία απολαμβάνει, σύμφωνα με την μαρξιστική κοσμοθεωρία, μια εφήμερη θέση, μόνο στο πιο αρχικό στάδιο της ιστορίας:
«…σε αυτό το σημείο το άτομο διακρίνεται από τα πρόβατα μόνο από το γεγονός ότι η συνείδηση παίρνει τη θέση του ενστίκτου, ή ότι το ένστικτό του είναι συνειδητό. Αυτή η προβατοειδής ή φυλετική συνείδηση λαμβάνει την περαιτέρω ανάπτυξη και την επέκτασή της μέσω της αυξανόμενης παραγωγικότητας, και την αύξηση των αναγκών και του πληθυσμού...» (Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία)
«Το αντικείμενο, για να αρχίσουμε, είναι η υλική παραγωγή, άτομα που παράγουν στην κοινωνία. Ως εκ τούτου η κοινωνικά καθορισμένη μεμονωμένη παραγωγή είναι το σημείο της αφετηρίας. Ο μεμονωμένος και απομονωμένος κυνηγός και ψαράς, με τους οποίους ο Smith και ο Ricardo αρχίζουν, ανήκουν μεταξύ των αλαζόνων Ροβινσώνων του δέκατου όγδοου αιώνα, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν μόνο μια αντίδραση ενάντια στην υπερεκλέπτυνση και μια επιστροφή σε μια παρανοημένη φυσική ζωή όπως οι ιστορικοί του πολιτισμού φαντάζονται.» (Μαρξ, Grundrisse)

Όταν ο Ρουσσώ, με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του, έβλεπε, φυσιοκρατικά και νατουραλιστικά, στο «κοινωνικό συμβόλαιο» και στα «δικαιώματα του πολίτη» την αναίρεση του «δικαίου της δύναμης», και ήθελε ο νόμος και οι θεσμοί να είναι εκδήλωση της «γενικής θέλησης», του καθολικού συμφέροντος, του αναλλοτρίωτου και αδιαίρετου της λαϊκής κυριαρχίας, διαμόρφωνε -παρά τις προθέσεις του- το πολιτειακό πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, του κοινωνικού ανταγωνισμού και της επιβολής του δικαίου των οικονομικά ισχυρών επί της κοινωνίας.

Αυτό έκανε τον Μπαμπέφ, τον πρώτο κομμουνιστή αγκιτάτορα, να καυτηριάσει την κραυγαλέα αναντιστοιχία των πολιτικών διακηρύξεων της αστικής τάξης με την καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που, από τις μέρες του Μπαμπέφ μέχρι σήμερα, εκκολάπτει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και την βαρβαρότητα. Έλεγε τότε ο Μπαμπέφ προς τους πολιτικούς και ιδεολογικούς εκπρόσωπους της τότε νεαρής αστικής τάξης: «…η Δημοκρατία δεν είναι μια κενή νοήματος λέξη, οι λέξεις Ελευθερία και Ισότητα, που τόσο μάγεψαν τα αυτιά μας κατά τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης γιατί πιστέψαμε ότι ίσως σηματοδοτούν κάτι καλό για τον λαό, τώρα δεν σημαίνουν για κάποιους τίποτε απολύτως, και αυτό επειδή τις έχουν εκλάβει ως στερημένες από κάθε νόημα ή απλές διακοσμήσεις για κακές προθέσεις. Πρέπει να μάθουν όμως ότι αυτές μπορούν να σηματοδοτήσουν ένα απτό καλό και μάλιστα πολύτιμο για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Είπα και ξαναείπα στον λαό ότι η Επανάσταση δεν επιτρέπεται ν’ αποδειχθεί μια ατελέσφορη πράξη, δεν χύθηκε τόσο πολύ αίμα για να καταντήσουν τελικά κάποιοι πολύ χειρότεροι από αυτό που ήσαν πριν… Σκοπός της Επανάστασης είναι υποχρεωτικά η ευημερία των πολλών… εάν έχει ολοκληρωθεί, όπως εσείς ισχυρίζεστε, τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο και άσκοπο έγκλημα».

Στους αιώνες που πέρασαν από τότε που ο Μπαμπέφ κατακεραύνωνε την νεαρή αστική δημοκρατία, το «άσκοπο έγκλημα» του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος στο οποίο αναφέρθηκε ο Μπαμπέφ, συνεχίζεται αμείωτα, χωρίς αιδώ, χωρίς έλεος.

Στις μέρες μας, η παγκόσμια οικονομικο-πιστωτική κρίση και η ανεπάρκεια των θεωρητικών σχολών του ανταγωνισμού και του ατομισμού (όπως αυτές του Χάρβαρντ, του Σικάγο, του Φράιμπουργκ κλπ.) έκαναν, ακόμη και τον πιο ένθερμο υποστηρικτή του μονεταρισμού, τον πρώην διοικητή της FED Άλαν Γκρίνσπαν να αμφισβητήσει το φιλελεύθερο δόγμα «αυτορρύθμισης της αγοράς» και τις μακροοικονομικές θεωρίες της Νεοκλασικής Σχολής (περί «προσαρμοστικών» και «ορθολογικών προσδοκιών»-Φρήντμαν, Φέλπς και λοιποί).

Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Κανείς πια, ακόμη κι ο πιο στενοκέφαλος στοχαστής, δεν μπορεί να συνεχίσει να υποστηρίζει πως η υποταγή στους νόμους της αγοράς, που συνοψίζεται στην φράση του Φράνσις Μπέηκον «η φύση, για να μπορεί να κυβερνηθεί, πρέπει να υπακούεται», μπορεί ν’ αποτρέψει τις οικονομικές κρίσεις, και να συνδυάσει την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση με την ευημερία. Η φιλοσοφική αντίληψη, που βλέπει στο «Κράτος» την αλλοτρίωση της αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης και τον περιορισμό της ελεύθερης βούλησης του φυσικού προσώπου, έχει ηττηθεί πρακτικά. Ο περιορισμός του κράτους, που δήθεν νόθευε τον ανταγωνισμό, οδήγησε σε αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα των οικονομικών σχολών του κρατισμού και της μικτής οικονομίας, δηλαδή οδήγησαν σε βαθιά οικονομική κρίση, σε φτώχεια, σε ανεργία, σε βαρβαρότητα και εξαθλίωση.

Οι σχολές του κρατισμού μίλησαν κι αυτές ψευδεπίγραφα για ελευθερία, ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα, προβάλλοντας την αντίληψη της «σχεδιοποιημένης παρέμβασης» ενός συλλογικού υποκείμενου στις αντικειμενικές νομοτέλειες που διέπουν την παραγωγή, την διανομή και την ανταλλαγή, χωρίς να θέλουν να καταργήσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Έτσι, ενώ στα λόγια υπερθεμάτιζαν υπέρ της διαλεκτικής κοσμοθεωρίας, πρακτικά υλοποιούσαν κι αυτοί, όπως οι μη κρατιστές, με νέο-καρτεσιανό ορθολογισμό, την ρήση του Φράνσις Μπέηκον: «η φύση, για να μπορεί να κυβερνηθεί, πρέπει να υπακούεται».

Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διέπονται από τον γενικό και απόλυτο νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και κανένα υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό, δεν μπορεί να παραβεί τις συνέπειές του.

Ο Ένγκελς γράφει: «οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για την λύση του ανταγωνισμού» -και του ατομισμού θα προσθέταμε εμείς. Επομένως, είναι σήμερα καθαρό «μας ανοίγεται η προοπτική για μια μεγάλη, για την πιο μεγάλη επανάσταση όλων των εποχών».

Οι αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες, που θα οδηγήσουν στην αφύπνιση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, είναι παρούσες.
Η σημερινή άθλια πολιτική, κοινωνική και ηθική σήψη του καπιταλισμού προετοιμάζει την ανατροπή του.
Η εργατική τάξη αυτή τη φορά θα νικήσει. Η διαλεκτική φιλοσοφία της θα πραγματωθεί.

Μάκης Παπαπέτρου, Ε.Γ. της Κ.Ε. του ΑΚΕΠ

ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ.ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ-Μ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ