Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: ΗΓΕΜΟΝΙΑ-ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ-ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

του Μανώλη ΓρηγοριάδηΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

"Ψάχνω για σώμα έτοιμο, ζεστό, ζεστό ακόμα
την παγωμένη μου ν’ αφήσω την πνοή επάνω
στα κουρασμένα βλέφαρα, κρυφά• στο φρέσκο σώμα
την παγωμένη μου ν’ αφήσω την ψυχή, εντός του,
έτσι βαθιά βαθιά να κοιμηθεί, στο όνειρό του.
…………………μαρμαρωμένο το σώμ’ αυτό
Και μέσα του θενά ‘μαι απόλυτος άρχων εγώ".

(ΜΑΡΙΑ ΛΑΕΡΤΗ)

Τον 18ο αιώνα στο Παρίσι, στα σαλόνια των κυριών Λαμπέρ, Τανσέν, Ντεφφάν, Λεσπινάς, Ζεοφρέν κλπ., στις πολιτικές λέσχες, στις μυστικές εταιρείες και στα καφέ ντε Προκόπ, ντε Φουά, των Τυφλών, των Όπλων του Παλαί Ρουαγιάλ κλπ., οι φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις του Ορθολογισμού και του Διαφωτισμού, αναβαπτισμένες από τα επιτεύγματα της επιστήμης και τις νέες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, έγιναν αντικείμενο ευρύτατων συζητήσεων και διαμόρφωσαν ένα ευρύτατο ριζοσπαστικό κοινωνικό στρώμα προπαγανδιστών των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης.

Τα σαλόνια της εποχής δεν είχαν την έννοια που δίνουμε σήμερα στην έννοια «σαλόνι», αλλά ήταν χώροι όπου άνθρωποι, ανεξάρτητα από το επάγγελμα και την κοινωνική τους θέση, έβρισκαν ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους για την φιλοσοφία, την επιστήμη, την τέχνη, τις προτάσεις τους και τις θέσεις τους για την κοινωνία και την πολιτική.

(Συγκέντρωση στο σαλόνι της Μαντάμ Ζεοφρέν 1755, Gabriel Lemonnier 1812)

Η ιστορική μορφή της διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού μέσω της διαμόρφωσης ενός κοινωνικού στρώματος προπαγανδιστών δεν υπήρξε μόνο στην Γαλλία, αλλά σε όλες τις χώρες όπου η αστική τάξη κατέκτησε την εξουσία. Το στρώμα αυτό, με τις συζητήσεις, τις κοινωνικές συμπεριφορές και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της εποχής, επηρέαζε βαθύτατα την λογοτεχνία και τις υπόλοιπες μορφές τέχνης μέσω των οποίων οι ιδέες της Γαλλικής επανάστασης και του Διαφωτισμού κατέκτησαν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού κι έγιναν υλική δύναμη ανατροπής της φεουδαρχίας.

Το οικονομικοκοινωνικό σύστημα της φεουδαρχίας ηττήθηκε ιστορικά μόνον όταν οι φιλοσοφικές και πολιτικές ιδέες του Μεσαίωνα αμφισβητήθηκαν και ηττήθηκαν ηγεμονικά από τις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις της αστικής τάξης.

Σήμερα, στον 21ο αιώνα, η κυρίαρχη πια αστική τάξη συνεχίζει να διαμορφώνει και ν’ αναπαράγει με σύγχρονους τρόπους το εκτεταμένο κοινωνικό στρώμα που προπαγανδίζει και διαδίδει τις φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές της αντιλήψεις, έτσι ώστε να ηγεμονεύει, όχι μόνον οικονομικά, αλλά ιδεολογικά και πολιτικά. Στον καιρό μας, το ρόλο των σαλονιών του 18ου αιώνα επιτελούν κυρίως οι πανεπιστημιακές σχολές, οι ακαδημίες, τα πολιτιστικά ιδρύματα και οι σύλλογοι, οι χρηματοδοτούμενες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» κλπ.

Όπως τον παλιό καλό καιρό, έτσι και σήμερα, το πολυπληθές και ιεραρχημένο στρώμα προπαγανδιστών, που απαρτίζεται από ένα σύνολο φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, επιστημόνων, συγγραφέων και καλλιτεχνών παντός τύπου, άλλοτε σχεδιασμένα κι άλλοτε αυθόρμητα, διαδίδει και κοινωνικοποιεί τις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις του αστισμού, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας τα σύγχρονα ρεύματα των κοινωνικών επιστημών, της τέχνης και της μαζικής κουλτούρας, μέσα από ένα άτυπο αλληλοδιδακτικό σύστημα συζητήσεων, κοινωνικών συμπεριφορών και πολιτιστικών πρακτικών.

Σήμερα, που το παγκόσμιο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού αποκάλυψε πρακτικά, με κραυγαλέο και αδιαμφισβήτητο τρόπο, τα όριά του και την αδυναμία του ν’ αποφύγει τις οικονομικές κρίσεις και να συγκεράσει την οικονομική ανάπτυξη με την ευημερία, οι αστικές τάξεις στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού επιστρατεύουν το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο σαν μέσον κυριαρχίας.

Η ελίτ της αστικής διανόησης έχει κατανοήσει σε βάθος τα λόγια του Εκκλησιαστή «η καταπίεση κάνει τον φρόνιμο τρελό», κι επιχειρεί με κάθε πολιτικο-ιδεολογικό μέσον ν’ αποτρέψει και να καθυστερήσει τη διονυσιακή ταξική «τρέλα» ενάντια στο απολλώνιο «αέτωμα» της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Διανοούμενοι τύπου Σλάβοϊ Ζίζεκ, που προβάλλονται προνομιακά από το παγκόσμιο εκδοτικό κατεστημένο και τον Τύπο σαν προοδευτικοί κι επαναστάτες, επιστρατεύονται κι αναλαμβάνουν την «επικίνδυνη» αποστολή να συκοφαντήσουν όσους παρέμειναν ικανοί να κρατούν την ιδεολογικοπολιτική ασπίδα του διαλεκτικού υλισμού και να κραδαίνουν το ιδεολογικοπολιτικό δόρυ της επανάστασης.
Για παράδειγμα, ο περιβόητος Ζίζεκ, στο άρθρο του «Γιατί οι κυνικοί κάνουν λάθος - Το υψηλό σοκ της νίκης του Ομπάμα» χρησιμοποιεί τις αντιλήψεις του αγνωστικιστή και δυϊστή Καντ, για να δημιουργήσει την αίσθηση πως η νίκη του Ομπάμα έχει ιστορική αναλογία με την Γαλλική επανάσταση και τις επιπτώσεις που είχε η επανάσταση αυτή στον υπόλοιπο κόσμο. Στο κείμενο αυτό, όλους όσους δεν αφιονίστηκαν με την νίκη του Ομπάμα μας ονομάζει «κυνικούς», όχι με την φιλοσοφική, αλλά με την τρέχουσα έννοια του όρου, μας βάζει στο ίδιο στρατόπεδο με τον Κίσινγκερ και την νομενκλατούρα των πρώην καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης κλπ.

Στο κείμενό μου «Ο Μπάρακ Ομπάμα και η μύτη της Κλεοπάτρας» αναφέρω:
«Κάτω από το βάρος των γεγονότων, οι σκοπιμότητες της αστικής διανόησης να χρεώσει την κρίση στους γιάπηδες της Γουόλ Στριτ, τα λεγόμενα golden boys, ήταν προφανείς: από την μια μετέθεσαν τις αιτίες της κρίσης από τις εγγενείς στον καπιταλισμό αντιφάσεις στις αδυναμίες του ανθρώπινου χαρακτήρα, και από την άλλη παρουσίασαν την επίκληση στις αρχές της Βασιλείας 2, την ανάγκη για ένα νέο Μπρέτον-Γούντς και την εσπευσμένη υιοθέτηση κεϋνσιανών μέτρων κρατικού παρεμβατισμού, σαν αναγκαίες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης φαυλότητας.

Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, για ν’ αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση και, κυρίως, για να αποτρέψει την αφύπνιση της πολυφυλετικής και ταξικά διαρθρωμένης αμερικανικής κοινωνίας, προέβη, πέραν των οικονομικών μέτρων Πόλσον και Μπερνάκι, σε μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική αντεπίθεση, και πέτυχε, έστω και περιστασιακά, σημαντική νίκη.

Οι εκλογές για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ δεν ήταν αυτή την φορά η συνήθης διαδικασία μιας προεδρικής εκλογής, αλλά η διαδικασία προβολής προτύπων και αξιών που στηρίζουν το «αμερικάνικο όνειρο» κι εκθειάζουν τις υπερβατολογικές αντιλήψεις του Μεταμοντερνισμού και του Πραγματισμού για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Η νίκη του Μπάρακ Χουσεΐν Ομπάμα στις εκλογές για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ αναζωπύρωσε στον μέσο Αμερικάνο την πίστη στο «αμερικάνικο όνειρο», στον δε μέσο Ευρωπαίο την προσδοκία για αναστροφή του οικονομικού κλίματος που κάνει το μέλλον να φαίνεται σκοτεινό και αβέβαιο. Στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου, ιδίως του Αμερικάνου, που αντιμετωπίζει προβλήματα ανάλογα με αυτά των πρωταγωνιστών των ταινιών «Πικρή γη», «Ο φύλακας της σίκαλης», «Τα Σταφύλια της οργής».... εκείνο που μέτρησε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι ο Ομπάμα «τα κατάφερε», ότι ο Ομπάμα «πέτυχε».

Στο μυαλό του μέσου Αμερικάνου και του μέσου Ευρωπαίου ο Ομπάμα φαντάζει, άλλοτε σαν την ηρωική μορφή του Διογένη Teufelsdröckh (= θεϊκό κοπρογέννημα του διαβόλου) του μυθιστορήματος «Sartor Resartus» της πρώιμης περιόδου του Καρλάιλ, άλλοτε σαν τους «ήρωες» των λογοτεχνημάτων και δοκιμίων των αρχών του 19ου αιώνα που γέννησαν την υπερβατική φιλοσοφική και ιστορική αντίληψη της «Νέας Αγγλίας» και του «american transcendentalism».

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις της αστικής φιλοσοφίας για την ιστορία υποστηρίζουν υπέρμετρα το ρόλο της προσωπικότητας στην διαμόρφωση των ιστορικών γεγονότων. Τα επιχειρήματα της υπερβατικής φιλοσοφίας της ιστορίας (Φίχτε, Κάντ, Καρλάιλ κλπ.) εξέθρεψαν το «αμερικάνικο όνειρο», και συμπεριλαμβάνονται σήμερα στην φαρέτρα επιχειρημάτων των κυρίαρχων ρευμάτων του Μεταμοντερνισμού και του Πραγματισμού.

Ο Ομπάμα εκλαΐκευσε και χρησιμοποίησε τα επιχειρήματα της υπερβατικής φιλοσοφίας στα προεκλογικά επιχειρήματα του περίφημου «ΜΠΟΡΕΙΣ». Τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ δεν τις κέρδισε ο κατά Αριστοτέλη «μεγαλόψυχος» (magnanimous), «ηθικά τέλειος» ηγέτης, αλλά ο κατά Καρλάιλ «δημιουργικά ενεργητικός» ηγέτης που μπορεί να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις του πραγματικού κόσμου. Το Μεταμοντέρνο πρότυπο του ατόμου, που «ΜΠΟΡΕΙ» να κερδίζει την επιτυχία, με επιμονή και σκληρή προσπάθεια ενάντια σε οικονομικές, κοινωνικές και φυλετικές αντιξοότητες –μέχρι του σημείου μάλιστα να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ!!!- στο πρόσωπο του Ομπάμα έγινε το Υπερεγώ και το όραμα κάθε δυστυχισμένου Αμερικάνου, αλλά και κάθε δυστυχισμένου Ευρωπαίου, Αφρικανού και Ασιάτη.

Σε συγκυρίες όπως η σημερινή, η αστική Φιλοσοφία και η αστική Τέχνη, σαν μορφές κοινωνικής συνείδησης, αποκαλύπτουν τον ταξικό τους ρόλο και τον, αδιάγνωστο για πολλούς, προορισμό τους.

Η φιλοσοφική αντίληψη της αστικής κουλτούρας για τον ρόλο της προσωπικότητας και του ατόμου στην διαμόρφωση των κοινωνικών φαινομένων, διάχυτη και διαλελυμένη στα εύπεπτα πολιτισμικά προϊόντα της μαζικής υποκουλτούρας (life style, ριάλιτις, σαπουνόπερες), συμπυκνωμένη, ωραιοποιημένη και υψιπετής στα κορυφαία καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αστικής τέχνης, διαμορφώνει την αναγκαία ηγεμονική διάταξη της αστικής ιδεολογίας μεταξύ του κοινού νου και της ευθυκρισίας και συμβάλλει στην σταθερότητα των κοινωνικών δομών».

Ο τρόπος με τον οποίο η Μέκκα του καπιταλισμού αντιμετώπισε την οικονομική κρίση αποτελεί έναν τέλειο τύπο αρμονικής ανάπτυξης όλων των δυνάμεων της κυρίαρχης τάξης, και ιδιαίτερα των δυνάμεων των ελίτ της αστικής διανόησης. Το πρότυπο αυτό της ηγεμονίας στο εποικοδόμημα, που δίνει προτεραιότητα στον ιδεολογικό παράγοντα στην ενάσκηση της κοινωνικής διεύθυνσης και της κυριαρχίας, το αντέγραψαν, το ακολούθησαν και το προσάρμοσαν στις ιδιαιτερότητες των χωρών τους, και η ελληνική ιθύνουσα τάξη αλλά και οι ιθύνουσες τάξεις στην Ευρώπη και τον κόσμο. Στο πρότυπο αυτό, ο διευθυντικός ρόλος της αστικής τάξης, ως οργανώτριας της συναίνεσης των πλατιών μαζών υπερισχύει -χωρίς βεβαίως ν’ ατονεί το κυριαρχικό στοιχείο (στοιχείο δύναμης, παράγοντας εξουσίας και ωμής βίας) που εκδηλώνεται και με την γκραμσιανή έννοια ενός «μεταμορφισμού», όχι μόνο «μοριακού» (δηλαδή ατομικού) αλλά μαζικού (απορρόφηση των ελίτ των αντιπάλων τάξεων και αποστέρηση της ιδεολογικής τους ηγεσίας, που τις καθιστά ανίκανες για δράση).

Όπως αναφέρει η Κ. Γκλύκσμαν:
«Στην περίπτωση μιας πετυχημένης ηγεμονίας μια τάξη προωθεί το σύνολο της κοινωνίας (εθνική λειτουργία). Η έλξη που ασκεί στις σύμμαχες τάξεις (ακόμα και εχθρικές) δεν είναι παθητική αλλά ενεργητική. Όχι μόνο δεν εξαρτάται από απλούς διοικητικούς μηχανισμούς καταναγκασμού, αλλά ούτε εξαντλείται σε μηχανισμούς ιδεολογικής επιβολής-ιδεολογικής υποταγής (Αλτουσέρ) ή νομιμοποίησης μέσω μια συμβολικής βίας (Μπουρντιέ).
Αν η κοινωνιολογία των λειτουργιών και η κοινωνιολογία των ελέγχων είναι ‘άσπονδες φίλες’, υπάρχει συμφωνία σ’ ένα βασικό σημείο: την κοινωνική ενσωμάτωση. Η επαναστατική διαλεκτική του Γκράμσι ξεφεύγει από κάθε δομικολειτουργιστικό μοντέλο στο οποίο οι τρόποι ενσωμάτωσης σε μια δομή (λειτουργία) παγιώνουν τους τρόπους θεσμοποίησης των ελέγχων. Αυτό μας κάνει να σκεφτούμε ότι κάθε χρησιμοποίηση ενός μοντέλου ενσωμάτωσης απαιτεί ένα μοντέλο διάσπασης, γιατί τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ζεύγη του Γκράμσι είναι διπολικά. Με δυό λόγια δεν υπάρχει θεωρία της ηγεμονίας χωρίς θεωρία της κρίσης ηγεμονίας (της λεγόμενης οργανικής κρίσης). Δεν υπάρχει ανάλυση της ενσωμάτωσης των υποδεέστερων τάξεων σε μια κυρίαρχη τάξη, χωρίς θεωρία των τρόπων ανεξαρτητοποίησης και ταξικής συγκρότησης, που επιτρέπουν σε μια τάξη, υποδεέστερη ήδη, να γίνει ηγεμονική».

Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μέσα από τις γραμμές του «Μανιφέστου», έθεταν σαν προϋπόθεση της συγκρότησης του επαναστατικού υποκείμενου και της κοινωνικής επανάστασης να καταστεί η εργατική τάξη «εθνική τάξη-ηγέτιδα τάξη του έθνους», θεμελίωναν την διαλεκτική θεωρία της ηγεμονίας, θεμελίωναν την θέση πως για να γίνει η εργατική τάξη κυρίαρχη πρέπει πρώτα και κύρια να γίνει διευθυντική.

Όταν οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν διαμόρφωναν την στρατηγική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης νέου τύπου, όπου την ηγεμονία του πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της φεουδαρχίας και του τσαρισμού δεν την είχε η αστική τάξη (όπως συνέβη π.χ. στην γαλλική επανάσταση), θεμελίωναν την διαλεκτική θεωρία της προτεραιότητας της πολιτικής έναντι της οικονομίας και της ιδεολογίας έναντι της πολιτικής.

Σ’ ένα διεθνή καπιταλιστικό περίγυρο, όταν η εργατική τάξη καταστεί ηγεμονική γίνεται εθνική τάξη επειδή προεκτείνει τα δικά της ταξικά συμφέροντα σε άλλα στρώματα –έστω και με συμβιβασμούς, και ταυτόχρονα, επειδή μέσα από τις ειδικές και ιδιόμορφες συνθήκες εμφανίζει έναν πλούτο οικουμενικό και δι-εθνικό, ενοποιείται με την παγκόσμια εργατική τάξη.

Στον αντίποδα της σθεναρής πολιτικής και ιδεολογικής στάσης των κυρίαρχων τάξεων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα και οι αντικαπιταλιστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και στην Ελλάδα αλλά και στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, μεσούσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που κάνει τα πήλινα πόδια του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού να τρίζουν, παρουσιάζουν μια διπλή έλλειψη: από την μια έχουν σταθεί ανίκανες να εμφανιστούν ως αυτόνομη ηγεμονική δύναμη με συγκεκριμένο πολιτικο-ιδεολογικό πρόγραμμα και αποφασιστική πολιτική καθοδήγηση, και από την άλλη δεν έχουν αποκτήσει πραγματικό οργανικό δεσμό με τους μισθοσυντήρητους και το λαό. Δηλαδή, δεν βρίσκουμε, προς το παρόν, στο ριζοσπαστικό κίνημα την θέληση να γίνει ηγεμονικό, κομματικό και ηγετικό.

Σύμφωνα με την άποψη του ΑΚΕΠ, στην σημερινή πραγματικότητα, το κοινωνικό ισοδύναμο των σχέσεων παραγωγής ηγεμονεύει ιδεολογικά, πολιτικά και καθορίζει απόλυτα όχι μόνον τις ειδικές αλλά και τις γενικές συμπεριφορές του ελληνικού πληθυσμού.

Αντίθετα, το κοινωνικό ισοδύναμο των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ανωριμότητας και αδυναμίας: ούτε εκπροσωπείται με όρους ιδεολογικοπολιτικούς στο εποικοδόμημα, ούτε εκπροσωπείται ιδεολογικά στους επιμέρους αγώνες για τα προβλήματα που ανακύπτουν, ούτε εκδηλώνεται αυθόρμητα στις ατομικές και κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητας, της συνήθειας και του στυλ ζωής.

Το γεγονός ότι η δομική ενότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εργατικής τάξης προς την αστική τάξη, εκδηλώνεται και ως αντίθεση όταν οξύνονται οι δυσλειτουργίες και οι νομοτελειακές αντιφάσεις των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής, σε τίποτα δεν διαφοροποιεί την κοινωνική κατάσταση, αφού οι αντιθέσεις που ανακύπτουν είναι αντιθέσεις της ίδιας ποιότητας, που τις περισσότερες φορές επιλύονται με μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν την καπιταλιστική παραγωγή, την εκμετάλλευση και την εξουσία.

Τα μαζικά ζητήματα, δηλαδή εκείνα που αποτελούν αιτήματα μόνιμα και σταθερά των λαϊκών μαζών και που επικαιροποιούνται όταν η καθημερινότητα γίνεται ανυπόφορη, αποτελούν το συνεκτικό στοιχείο κάθε αυθόρμητης κοινωνικής δράσης, κάθε αυθόρμητου κινήματος, κάθε αυθόρμητης εξέγερσης. Έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως ένας συλλογικός νους, ένα διανόημα συνεκτικό, προβάλλει μέσα από την πράξη. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως προκύπτει ένα διακύβευμα ευθυκρισιακό μέσα από τις μάζες, ακριβώς σαν την θεά της Σοφίας μέσα από το κεφάλι του πατέρα των θεών.

Ο δι-ιστορικός νόμος της αξίας που ρυθμίζει τις δυναμικές ισορροπίες των ποσοτικών μεγεθών της παραγωγής και της πραγματοποίησης του εμπορευματικού κοινωνικού πλούτου, δεν διορίζει μόνο τις σχέσεις μεταξύ των τομέων και των κλάδων της παραγωγής, αλλά και την δράση των κοινωνικών τάξεων και των κατηγοριών του πληθυσμού που εμπλέκονται άμεσα στις διαδικασίες αναπαραγωγής των όρων παραγωγής, που εμπλέκονται άμεσα στα προτσές της αναπαραγωγής των δομικών όρων ένταξης των ιδεολογικο-πολιτικών ταξικών αντιθέσεων μέσα στο Κράτος.

Πολλοί, σήμερα, στο ριζοσπαστικό πολιτικό χώρο αντιμετωπίζουν την ιδεολογία και την πολιτική με μια οικονομίστικη παρέκκλιση του μαρξισμού, μη αντιλαμβανόμενοι τη διαλεκτική σημασία της ρήσης «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα». Έτσι, καταλήγουν στην πράξη να πραγματεύονται την ιδεολογία ως απλή αντανάκλαση χωρίς ειδική αποτελεσματικότητα, αποκρύβοντας ένα στρατηγικό πεδίο των ταξικών αγώνων, που ο Γκράμσι αποκαθιστά σε όλη του την έκταση.

Ο Γκράμσι λέει:
« Ως ιστορικά αναγκαίες αυτές (οι οργανικές ιδεολογίες) έχουν μια αποτελεσματικότητα που είναι ‘‘ψυχολογική αποτελεσματικότητα’’, οργανώνουν τις ανθρώπινες μάζες, διαμορφώνουν το πεδίο όπου κινούνται, όπου αποκτούν συνείδηση της θέσης τους, όπου αγωνίζονται κλπ».

Ο Γκράμσι λέει:
«Το ιστορικοπολιτικό κριτήριο όπου πρέπει να βασίσω τις έρευνές μου είναι τούτο: μια τάξη κυριαρχεί με δύο τρόπους, δηλαδή είναι διευθυντική και κυρίαρχη. Είναι διευθυντική σε σχέση με τις σύμμαχες τάξεις και κυρίαρχη σε σχέση με τις αντίπαλες. Γι’ αυτό, μια τάξη μπορεί (και πρέπει) να είναι διευθυντική πριν πάρει την εξουσία. Όταν πάρει την εξουσία γίνεται κυρίαρχη, αλλά εξακολουθεί επίσης να είναι διευθυντική».

Σήμερα λοιπόν, ο θεωρητικός-ιδεολογικός αγώνας του φιλοσοφικού μαρξισμού ενάντια στα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας αποτελεί κυρίαρχο καθήκον και προϋπόθεση για την ανασύνταξη του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου και την σύσταση της διευθυντικής-ηγεμονικής, κομματικής και ηγετικής δύναμης, που σαν συλλογικός διανοούμενος θα εκδηλώσει τις ιδιότητες του επαναστατικού υποκείμενου.

Κατά την γκραμσιανή αντίληψη, η συνείδηση της συμμετοχής σε μία καθορισμένη ηγεμονική δύναμη (δηλ. πολιτική συνείδηση) είναι η πρώτη φάση για μία ανώτερη και προοδευτική αυτοσυνείδηση, όπου θεωρία και πρακτική τελικά ενοποιούνται.

Ο συλλογικός διανοούμενος δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς να επαληθεύεται στο εσωτερικό του μια ιεράρχηση κύρους και διανοητικής ικανότητας, που μπορεί να αποκορυφωθεί μόνον εάν είναι ικανός να αναβιώσει συγκεκριμένα τις απαιτήσεις της συμπαγούς ιδεολογικής κοινότητας, να κατανοήσει ότι αυτή δεν μπορεί να έχει την ευστροφία ενός ατομικού μυαλού, και συνεπώς να πετύχει να επεξεργαστεί μορφικά το συλλογικό πιστεύω κατά τον πιο συναφή τρόπο και κατάλληλο για τους τρόπους σκέψης των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών του πληθυσμού που εκπροσωπεί.

Ο συλλογικός διανοούμενος για να είναι τέτοιος, δηλαδή συλλογικός, πρέπει να ιεραρχεί στο εσωτερικό του τις κοινωνικές συμμαχίες με όρους συνεκτικούς, δηλαδή πολιτικούς. Να ενοποιεί την διάχυτη και διαλελυμένη αρνητικότητα του πληθυσμού προς το κοινωνικό σύστημα και το Κράτος με σχέσεις κύρους προς την κοσμοαντίληψη που έχει φτάσει στο επίπεδο της ιδεολογίας, που έχει γίνει δηλαδή υλική δύναμη ανατροπής και άρνησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ας τρέμουν οι αστοί την αφύπνιση της εργατικής τάξης και την ανασύσταση του ριζοσπαστικού επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.

Η Παρισινή κομμούνα, η Οκτωβριανή επανάσταση, o Μάης του ’68 κι ο Δεκέμβρης του 2008 είναι οι ιστορικοί φάροι που, μέσα από το ανθισμένο μονοπάτι των εμπειριών και των ιδεών τους, θα οδηγήσουν τους μισθοσυντήρητους και τον λαό στον δρόμο της επανάστασης.

Μανώλης Γρηγοριάδης

Σημείωση:
Η ξεκάθαρη θέση του ΑΚΕΠ, για την αντιμετώπιση της σημερινής πολιτικής συγκυρίας, είναι:
Α) Η διαρκώς εντεινόμενη αγανάκτηση του λαού, στη σημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, για να παράξει ρεαλιστικό αποτέλεσμα, πρέπει να υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα υπερβαίνουν τα σημερινά κομματικά σχήματα και τις σημερινές συνδικαλιστικές περιχαρακώσεις, που θα δίνουν νόημα και προοπτική στον αγώνα ενάντια στην καταστροφή που μας απειλεί, που θ’ ανατρέψουν την απαισιοδοξία και το αίσθημα της ματαιότητας του αγώνα για ένα καλύτερο, για ένα ελπιδοφόρο μέλλον, που θα δώσουν την δυνατότητα σε κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, να ενεργοποιηθεί και να συμβάλει στον κοινό αγώνα για το κοινό συμφέρον.
Β) Στη σημερινή πολιτική συγκυρία, οι διαφορετικές προσεγγίσεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου στα ζητούμενα και στα «δια ταύτα» του κινήματος, στα ζητούμενα και στα «δια ταύτα» της αντιμετώπισης της καταστροφής που απειλεί τους μισθοσυντήρητους και τα λαϊκά στρώματα, το σύνθημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ, ο αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο αγώνας για την ανατροπή του μνημονίου ΠΑΣΟΚ-ΤΡΟΪΚΑΣ κλπ., υπερβαίνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στα προβλήματα της συγκυρίας και λειτουργεί ενοποιητικά, επειδή εμπεριέχει την κύρια πλευρά της κύριας αντίθεσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, επειδή δίνει κατεύθυνση στην αυθόρμητη αρνητικότητα του λαού ως προς τις συνθήκες ύπαρξής του, επειδή υπονοεί μορφικά το περιεχόμενο της ταξικής συνείδησης που ετοιμάζεται να αναφανεί. Σήμερα, στις συνθήκες ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα, στις συνθήκες πολυδιάσπασης του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού χώρου, το σύνθημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ οφείλει να γίνει ιαχή ταξικού πολέμου, κάλεσμα αγωνιστικής ενότητας των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού. Σύνθημα μάχης.
Γ) Το αίτημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ αποτελεί τακτική πολιτική πρόταση, που εστιάζει στην κυρίαρχη αντίθεση της σημερινής πολιτικο-οικονομικής συγκυρίας. Στον ένα πόλο της αντίθεσης βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, οι συμμαχίες του και τα ταξικά πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα που υπηρετεί η σημερινή πολιτική πρακτική του. Στον άλλο πόλο της αντίθεσης βρίσκονται η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι και τα λαϊκά στρώματα, καθώς και τμήματα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη αλλά πλήττονται καθοριστικά από τα μέτρα ΠΑΣΟΚ-ΔΝΤ-ΕΕ. Έτσι, το αίτημα ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ, αν προβληθεί και προπαγανδιστεί κεντρικά, θα διαμορφώσει τακτικά τη στρατηγική διάταξη των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης -που σήμερα είναι εγκλωβισμένη στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα ή απέχει από την πολιτική- με τα στρώματα και τις κατηγορίες του πληθυσμού που πλήττονται από τα μέτρα του ΠΑΣΟΚ και τη σημερινή πολιτικο-οικονομική συγκυρία. Έτσι, θα δημιουργηθούν οι υποκειμενικές συνθήκες ενός ρωμαλέου αντικαπιταλιστικού κοινωνικού κινήματος, που θα επιβάλει και θα καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού. Έτσι, θα συγκροτηθεί η ηγεμονική δύναμη, δηλαδή η ταξική πολιτική συνείδηση, με όρους πρακτικά συνεκτικούς στο εποικοδόμημα, και θα καλυφθεί, με όρους μαζικού κινήματος, το πολιτικό κενό εκπροσώπησης των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό.
Πρωτοβουλίες όπως αυτές, της συλλογικότητας του «Πολιτικού Καφενείου», της «Σπίθας» του Μίκη Θεοδωράκη και, ιδίως, του «Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής» του σ. Α. Αλαβάνου, αποτελούν ελπιδοφόρα ένδειξη ότι το ιστορικά νέο, το ακατανίκητο, ετοιμάζεται σύντομα ν’ αναφανεί στο εποικοδόμημα. Το «ιδίως», δεν αφορά μόνο τις προσωπικές πολιτικές ιδιότητες του σ. Α. Αλαβάνου, αλλά αφορά πρωτίστως την κεντρική πολιτική του κατεύθυνση στη συγκυρία. Το «ΜΑΑ-Α. Αλαβάνος», για την κινητοποίηση στις 23/2/2011, δήλωσε: «Το αίτημα που μπορεί να πολιτικοποιήσει, να ενοποιήσει, να βαθύνει τους αγώνες είναι: Να πέσει τώρα η κυβέρνηση Παπανδρέου», κλπ.
Ας εκφράσουμε, με τα λόγια του Ένγκελς, την ελπίδα που αναφύεται μέσ' από την καταχνιά της σημερινής συγκυρίας: «Πάνω στα θεμέλια των μεγάλων ιδεών της εποχής αναφύονται μικρά και μεγάλα πολιτικά εποικοδομήματα, όλα τ’ άλλα ξεφτίζουν, τα αισθηματικά τραγουδάκια μένουν χωρίς ακροατές, και το βουερό κέρας του κυνηγού περιμένει εκείνον που θα σημάνει το κυνήγι των τυράννων».

ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ-ΑΚΕΠ Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ-Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

ΑΚΕΠ: Το νόημα του Δεκέμβρη

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Η αυθόρμητη εξέγερση της νεολαίας και του λαού τον περασμένο Δεκέμβρη έδειξε πως, οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές αιτίες, που θα οδηγήσουν στην αφύπνιση του λαού και στην ανασυγκρότηση του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος, έχουν υποστασιοποιηθεί και είναι (δυνάμει) κοινωνικά παρούσες.

Αν και, μετά τον περασμένο Δεκέμβρη, συνέβη στην Ελλάδα σε μικρογραφία αυτό που είχε συμβεί στη Γαλλία μετά τον Μάη του ’68 -όταν οι Γάλλοι ψηφοφόροι, μετά την καταστολή των κινητοποιήσεων του Μάη, στήριξαν και ψήφισαν τα καθεστωτικά γαλλικά πολιτικά κόμματα που συνέπραξαν στην καταστολή της εξέγερσης- η ελληνική ιθύνουσα τάξη και οι ιδεολόγοι του κοινωνικού συστήματος, με την ωριμότητα και την πείρα της εξουσίας, αντιλαμβάνονται έντρομοι τους κινδύνους που προκύπτουν από τις διαφοροποιήσεις, τις μετατοπίσεις και τις μεταλλάξεις που συντελούνται νομοτελειακά στην υλική δομή της ελληνικής κοινωνίας και δεν εφησυχάζουν, αλλά επιχειρούν να συκοφαντήσουν και ν’ αλλοιώσουν το νόημα και τις παρακαταθήκες της εξέγερσης.

Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκε και δεν καθοδηγήθηκε από καμία πολιτική εκδοχή του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου, ούτε βεβαίως αξιοποιήθηκε ή ποδηγετήθηκε από τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα.

Τον περασμένο Δεκέμβρη, τα τμήματα του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου έδρασαν αυθόρμητα και ενιαία, υποκινούμενα από τις ίδιες αιτίες και τις ίδιες αφορμές που δημιούργησαν την εξέγερση, παραμέρισαν αυθόρμητα τις συμβατικά ανυπέρβλητες μεταξύ τους διαφωνίες και ενώθηκαν με την αυθόρμητα εξεγερμένη νεολαία και το λαό.

Δυστυχώς, ο ριζοσπαστικός πολιτικός χώρος, μέσα στην ανομοιογένεια και τις αντιφάσεις του, δεν κατάφερε να συμβάλει έτσι ώστε να μετατραπεί η αυθόρμητη εξέγερση σε συνειδητή στάση, σε οργάνωση, σε συνέχεια, δεν κατόρθωσε να στοχοθετήσει τον αυθόρμητο αγώνα και να του προσδώσει μόνιμα χαρακτηριστικά και κοινωνική προοπτική.

Αυτό σημαίνει πως, ο ριζοσπαστικός πολιτικός χώρος και τα τμήματά του, σαν θεματοφύλακας των επαναστατικών παραδόσεων του κινήματος, δεν συνδέεται οργανικά με τις νέες κοινωνικές ταξικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν την νέα ιστορική κατάσταση.
Αυτό σημαίνει πως, η νέα ιστορική κατάσταση δεν έφθασε ακόμη στον βαθμό της αναγκαίας ανάπτυξής της για να έχει την ικανότητα να δημιουργεί νέες δομές στο εποικοδόμημα.
Αυτό σημαίνει την ρήξη του δεσμού μαρξιστικής κοσμοθεωρίας και πολιτικής πράξης που, κατά την αντίληψή μας, αποτελεί στον καιρό μας το βασικό κατηγόρημα, την βασική ιδιότητα, του αντικαπιταλιστικού ριζοσπαστικού χώρου.

Στην εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη, η έλλειψη ενιαίου επαναστατικού κέντρου -του «συλλογικού διανοούμενου»- ήταν καθοριστική, πράγμα που ανέδειξε την ανάγκη και το καθήκον να επιταθούν οι προσπάθειες για τη συγκρότησή του. Ο Γκράμσι λέει:
«Ο συλλογικός διανοούμενος δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς να επαληθεύεται στο εσωτερικό του μια ιεράρχηση κύρους και διανοητικής ικανότητας, που μπορεί να αποκορυφωθεί μόνον εάν είναι ικανός να αναβιώσει συγκεκριμένα τις απαιτήσεις της συμπαγούς ιδεολογικής κοινότητας, να κατανοήσει ότι αυτή δεν μπορεί να έχει την ευστροφία ενός ατομικού μυαλού, και συνεπώς να πετύχει να επεξεργαστεί μορφικά το συλλογικό πιστεύω κατά τον πιο συναφή τρόπο και κατάλληλο για τους τρόπους σκέψης των κοινωνικών ομάδων και των κατηγοριών του πληθυσμού που εκπροσωπεί».

Σήμερα, ένα χρόνο μετά την εξέγερση, δυστυχώς, διαμορφώνονται αντιλήψεις και προπαγανδίζονται ιδεολογίες ενός απενσαρκωμένου και αυτιστικού ιδεαλισμού, που αντιστρατεύονται την προοπτική της σύστασης του συλλογικού επαναστατικού υποκείμενου.

Λέει ο Στίρνερ: «Η επανάσταση κι η εξέγερση δε θα ‘πρεπε να εκλαμβάνονται ως συνώνυμα. Η πρώτη έγκειται σε μια ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, της δομής του κράτους ή της κοινωνίας. Κατά συνέπεια είναι μια πράξη πολιτική ή κοινωνική. Η δεύτερη, αν και αναπόφευκτα συνεπάγεται μια ανατροπή της κατεστημένης τάξης, δεν ξεκινά απ’ αυτήν. Είναι γέννημα της δυσαρέσκειας των ανθρώπων για τον εαυτό τους και για ότι τους περιβάλλει. Δεν πρόκειται για μια έγερση αιτημάτων, αλλά για μια εξέγερση ατόμων, μια ανταρσία που αμελεί πλήρως τους θεσμούς που ίσως να γεννήσει. Η επανάσταση αποσκοπεί σε νέους κανόνες. Εξέγερση σημαίνει να μην αφήνουμε κανέναν να μας διοικεί αλλά να διοικούμαστε μόνοι μας. Η εξέγερση δεν οραματίζεται τους μελλοντικούς «θεσμούς». Είναι μια μάχη ενάντια στο υπάρχον. Εάν υπερνικήσει, η υπάρχουσα τάξη καταρρέει. Δεν είναι άλλο από την απελευθέρωση του δικού μου «Εγώ» από την κατεστημένη τάξη, η οποία, μόλις την ξεπεράσω βυθίζεται στον θάνατο και την αποσύνθεσή της. Κι εφόσον δεν αποσκοπώ στην αντικατάσταση των θεσμών της κατεστημένης τάξης αλλά στην απελευθέρωση μου απ’ αυτήν, τα κίνητρα και οι πράξεις μου δεν είναι πολιτικά ή κοινωνικά αλλά «εγωιστικά» (Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του)

Λέει ο Καμύ: «Θέλω, σημαίνει προκαλώ το παράδοξο» (Ο Μύθος του Σίσυφου)

Λέει η διαλεκτική: «Θέλω» που δεν ανακλά τις κοινωνικές σχέσεις, τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους ύπαρξης της κοινωνίας, οδηγεί σε υποκειμενισμό και τυχοδιωκτισμό. Το «παράδοξο» του Καμύ να θέλει η εξέγερση να είναι διαρκής, για να «βεβαιώνει» την ύπαρξη των εξεγερμένων ατόμων, χωρίς να δίνει νόημα, στόχους και προοπτική σε αυτήν την «βεβαιότητα» και σε αυτήν την «ύπαρξη», εκδηλώνεται στο σύνθημα «εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», και είναι η πλέον αντιδιαλεκτική θεωρητική προσέγγιση στα γεγονότα της ελπιδοφόρας εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη.

Σήμερα, ένα χρόνο μετά την εξέγερση, δυστυχώς, η μόνη αξιόπιστη προσπάθεια, να εμφανιστεί στο εποικοδόμημα η πρακτική προϋπόθεση συγκρότησης του επαναστατικού υποκείμενου, είναι η ιστορική πρωτοβουλία του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ, που θέλει, με δημοκρατισμό και ιδεολογική αντιπαράθεση, να υπερβεί την περιχαρακωμένη επαναστατικότητα, για να καταστήσει την διάχυτη και διαλελυμένη επαναστατικότητα, συνεκτική και ευθυκρισιακή.

Ας τρέμουν οι αστοί την ανασύσταση του ριζοσπαστικού επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.

Η Παρισινή κομμούνα, η Οκτωβριανή επανάσταση, o Μάης του ’68 κι ο Δεκέμβρης του 2008 είναι οι ιστορικοί φάροι που, μέσα από το ανθισμένο μονοπάτι των εμπειριών και των ιδεών τους, θα οδηγήσουν τους μισθοσυντήρητους και τον λαό στον δρόμο της επανάστασης.

Μάκης Παπαπέτρου, Ε.Γ. της Κ.Ε. του ΑΚΕΠ