Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

ΑΚΕΠ: Οι “Θέσεις του 1957” του Movimento della Sinistra Comunista

Από το 1957 μέχρι σήμερα έχουν περάσει 53 χρόνια. Στο διάστημα αυτό άλλαξε δραματικά η εικόνα του κόσμου. Το πολιτειακό καθεστώς του κρατικού καπιταλισμού της Σοβιετικής Ένωσης κλπ, κατέρρευσε. Οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων διαφοροποιήθηκαν. Οι αντικειμενικές συνθήκες της όξυνσης της αντίφασης των νέων κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων με τις καπιταλιστικές σχέσεις εμπορευματικής παραγωγής και ανταλλαγής, στο εσωτερικό των ονομαζόμενων το 1957 «νεοκαπιταλιστικών» ιμπεριαλιστικών κέντρων, ωρίμασαν. Η παγκόσμια πολιτικο-οικονομική κρίση είναι σήμερα γεγονός.

Το 1957 στην Ιταλία, το «Κίνημα της Κομμουνιστικής Αριστεράς» (Movimento della Sinistra Comunista) έθεσε ορισμένα ζητήματα, που αποκτούν στις σημερινές συνθήκες πολύ μεγάλο -κατά την γνώμη μας- πολιτικό και μεθοδολογικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με αρκετές από αυτές τις «Θέσεις του 1957», θεωρούμε χρήσιμο ν’ αναδημοσιευτούν.

Αντώνης Π. Χάλαρης
 

(ακολουθεί η αναδημοσίευση)
Διαβάστε περισσότερα...

Οι “Θέσεις του 1957”

Στις 3 και 4 Νοεμβρίου του 1957 έγινε στο Λιβόρνο το 1ο Συνέδριο του Movimento della Sinistra Comunista (Κίνημα της Κομμουνιστικής Αριστεράς). O Αρρίγκο Τσερβέττο και o Λορέντζο Παρόντι παρουσίασαν σε αυτό το Συνέδριο τις “Θέσεις πάνω στην καπιταλιστική ανάπτυξη, τη διάρκεια της αντεπαναστατικής φάσης και την ανάπτυξη του επαναστατικού κόμματος”. Οι “Θέσεις του 1957”, όπως συνηθίζουμε να τις αποκαλούμε, εξέθεσαν για πρώτη φορά με οργανικό τρόπο τη στρατηγική θεώρηση του λενινιστικού ρεύματος. Εντόπισαν διεθνείς τάσεις και έθεσαν καθήκοντα στην ταξική οργάνωση, αποτελώντας έτσι τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε το λενινιστικό κόμμα στην Ιταλία. Η θεώρηση της εποχής και οι γενικές ιδέες που περιέκλειαν επέτρεψαν την κατανόηση των δεκαετιών που ακολούθησαν μέχρι την εποχή μας και τη νέα στρατηγική φάση στην οποία βρισκόμαστε.

(Από Lotta Comunista)



Η ανάλυση όλης της περιόδου διεθνούς πολιτικής που διανύουμε και η πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των γεγονότων που αλληλοδιαδέχθηκαν στην παγκόσμια σκηνή κατά τον τελευταίο χρόνο, επιβεβαιώνουν τα κλασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού που περιγράφονται στη γνωστή λενινιστική θεωρία. Όχι μόνο δέχθηκε μια ιστορική επισφράγιση η λενινιστική θεωρία, αλλά ακριβώς οι πιο χαρακτηριστικές πτυχές της μας βοηθούν σήμερα στην εξέταση της παγκόσμιας κατάστασης. Αναφερόμαστε ειδικά στον παράγοντα παγκόσμια οικονομική αγορά τον οποίο ο Λένιν έθεσε στο κέντρο των νόμων που καθορίζουν την ιμπεριαλιστική ανάπτυξη του καπιταλισμού. Επομένως τον ιμπεριαλισμό δεν πρέπει να τον εξετάζουμε μονάχα από τις πολιτικοστρατιωτικές πλευρές του - μερικές από τις οποίες μάλιστα σε φάση μετασχηματισμού (βλέπε αποικιοκρατία) - αλλά πρωτίστως πρέπει να τον εξετάζουμε ως οικονομικό φαινόμενο.

Ο ιμπεριαλισμός είναι στην ουσία κατάκτηση ή ξαναμοίρασμα της αγοράς και συνακόλουθη διαπάλη με ειρηνικά-διπλωματικά ή καταναγκαστικά-στρατιωτικά μέσα: κατάκτηση και ξαναμοίρασμα που διενεργείται μέσω της υπεροχής στις εμπορικές συναλλαγές και της εξαγωγής των κεφαλαίων από μέρους των περισσότερο βιομηχανοποιημένων χωρών.
Μονάχα έχοντας υπόψη αυτή την πτυχή της μαρξιστικής και λενινιστικής θεωρίας αποφεύγουμε να θεωρούμε ιμπεριαλισμό μόνο εκείνον που εκδηλώνεται με τις παλιές αποικιοκρατικές μορφές και είμαστε σε θέση να τον εντοπίσουμε αντίθετα με βάση όλες εκείνες τις οικονομικές μορφές που ουσιαστικά το απαρτίζουν.
Με άλλα λόγια, το θέμα είναι να αποκαταστήσουμε τον ορισμό του ιμπεριαλισμού ανατρέχοντας στις ίδιες τις πηγές της μαρξιστικής θεωρίας και στους αντικειμενικούς νόμους που αυτή ανακάλυψε στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής.
Στο πλαίσιο αυτού του πιστού ορισμού του ιμπεριαλισμού εντάσσεται το διπλό πρόβλημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των αντιφάσεων και κρίσεών της· ένα θεμελιακό για τη στρατηγική του επαναστατικού κόμματος πρόβλημα αφού από αυτό εξαρτάται η γενική πορεία και οι ιδιαίτεροι χρόνοι της πολιτικής του δράσης.
Πρωταρχικό καθήκον μιας σοβαρής πολιτικής της επαναστατικής μειοψηφίας γίνεται, επομένως, η ανάλυση της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης· ανάλυση που πρέπει να εστιαστεί πρωτίστως στην εκτίμηση της παγκόσμιας αγοράς. Από μια τέτοια ανάλυση προκύπτει η χάραξη των γραμμών της στρατηγικής, δηλαδή των γραμμών της δράσης μακράς και ευρείας εμβέλειας.
Προαπαιτούμενη είναι, ωστόσο, η επαλήθευση των κλασικών γνωρισμάτων του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση.

1. Η τεχνολογική ανάπτυξη των νέων μορφών παραγωγής στον δυτικό καπιταλισμό (αυτοματοποίηση, πυρηνική ενέργεια κ.λπ.) και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν τροποποίησε ή αλλοίωσε τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Το φαινόμενο της τεχνολογικής ανάπτυξης αφορά αποκλειστικά τις μορφές του παραγωγικού προτσές. Έμμεσα αφορά όχι μια μεταβολή αλλά μια ισχυροποίηση των παραγωγικών δυνάμεων που τείνουν στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Η συγκεντροποίηση και η συγκέντρωση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού - προτσές που καθορίζει και συνοδεύει την τεχνολογική ανάπτυξη - δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εξάλειψη των καθυστερημένων μορφών της μικροϊδιοκτησίας και της μικρής παραγωγής, για την εξάπλωση της προλεταριοποίησης, για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων στις καπιταλιστικές οργανώσεις και στο κράτος μέσων παραγωγής.
Οι χώρες όπου αυτό το προτσές είναι πολύ προχωρημένο είναι ώριμες για μια σοσιαλιστική οικονομία. Η μη επαναστατική μετατροπή των σημερινών σχέσεων παραγωγής είναι συνάρτηση κυρίως των δυνατοτήτων ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης που προσφέρει μια υπανάπτυκτη παγκόσμια αγορά.
Είναι απορριπτέες συνεπώς όλες εκείνες οι ρεβιζιονιστικές θέσεις που λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένα, ακολουθώντας όλη τη “νεοκαπιταλιστική”, “λαϊκο-καπιταλιστική” κλπ. δημοσιολογία, τείνουν να παρουσιάζουν τη σημερινή φάση του καπιταλισμού όχι με όρους που διατυπώθηκαν επιστημονικά από τον μαρξισμό.

2. Η ανάπτυξη ορισμένων νομικών μορφών που αποτελούν το κοινωνικό εποικοδόμημα, όπως το δικαίωμα ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δεν τροποποίησε ούτε αλλοίωσε τις κλασικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Στη σημερινή φάση, και ειδικά σε συγκεκριμένες χώρες, είναι σε ανάπτυξη η τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό. Είναι μια τάση που είχε ήδη προβλέψει ο Ένγκελς στο “Αντι-Ντύριγκ” και μελετήσει ο Λένιν στον “Ιμπεριαλισμό” και σε άλλα έργα και συνίσταται στη συγκέντρωση των κατευθυντηρίων μοχλών του οικονομικού μηχανισμού στους κρατικούς θεσμούς. Αυτή η οικονομική ανάπτυξη που αφήνει αναλλοίωτες τις σχέσεις παραγωγής (κεφάλαιο και μισθός, εμπορευματική κυκλοφορία με βάση τον νόμο της αξίας κλπ.) συνοδεύεται από το νομικό πέρασμα από την ιδιωτική στην κρατική ιδιοκτησία. Από οικονομική άποψη δεν έχουμε καμία μεταβολή των βασικών γνωρισμάτων του καπιταλισμού τέτοια ώστε ο κρατικός καπιταλισμός να αντιπροσωπεύει κάποιον ποιοτικό “νεωτερισμό” ως προς τον κλασικό καπιταλισμό. Από κοινωνική άποψη δεν έχουμε καμία ουσιαστική μετατροπή στη διαιρεμένη κοινωνία σε δύο ανταγωνιστικές τάξεις, οι οποίες διατηρούν τις βασικές θέσεις τους στην παραγωγική διαδικασία.
Η οικονομική ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού - διαδεδομένου γενικώς στον κόσμο και εν μέρει σε όλες τις προοδευμένες βιομηχανικά χώρες - είχε ένα ιδιαίτερο εύρος στη Σοβιετική Ένωση ύστερα από την εξαιρετική διαμόρφωση ευνοϊκών παραγόντων και ιστορικών αναγκαιοτήτων. Οι αδήριτες οικονομικές ανάγκες που παρουσιάστηκαν στη Ρωσία, μετά την απόπειρα της μεγαλειώδους Οκτωβριανής Επανάστασης να εγκαινιάσει την εποχή της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης χωρίς να το κατορθώσει και χωρίς να έχει τις υλικές βάσεις εκκίνησης της σοσιαλιστικής οικονομίας, επέβαλαν την ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού.

Πέρα από κάθε ηθικολογικό χαρακτηρισμό, τα γνωρίσματα της σοβιετικής οικονομικής ανάπτυξης επιβεβαιώνουν τη μαρξιστική θεωρία για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Γι’ αυτό είναι απορριπτέοι οι χαρακτηρισμοί που αντλώντας από σταλινικές ή τροτσκιστικές θεωρίες ορίζουν τη σοβιετική κοινωνία ως “σοσιαλιστική” ή κατά βάση σοσιαλιστική κοινωνία.

Πιστεύουμε ότι μπορούμε να σκιαγραφήσουμε, σε αδρές γραμμές, την κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς ως εξής:

α) Ύπαρξη χωρών σε προηγμένο, σε ενδιάμεσο και σε καθυστερημένο οικονομικό επίπεδο. Το κριτήριο εκτίμησης αυτού του επιπέδου δίνεται από την εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής στο εσωτερικό κάθε χώρας. Γι’ αυτό η στάθμη αυτού του επιπέδου μετράται με τη συνολική εθνική παραγωγή, τη βιομηχανική παραγωγή, το εθνικό εισόδημα και το κατά κεφαλήν εισόδημα.


β) Ύπαρξη επομένως τριών μεγάλων ποσοτικών τομέων στην παγκόσμια οικονομία. Σε αυτές τις συνθήκες έχουμε ποιοτική διαφοροποίηση μόνο με την έννοια της καπιταλιστικής ωριμότητας και της προκαπιταλιστικής ή φεουδαλικής καθυστέρησης κάθε μεμονωμένης χώρας. Πρέπει να αποκλειστεί απόλυτα μια εκτίμηση περί σοσιαλιστικού χαρακτήρα των σημερινών οικονομικών δομών, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, ως σοσιαλισμό εννοούμε ποιοτικά νέες σχέσεις παραγωγής. Στους τρεις παραπάνω τομείς, μηδενός εξαιρουμένου, τα οικονομικά προβλήματα σχετίζονται, ακόμη, με την ποσοτική αύξηση της παραγωγής και δεν μπορούν, ακόμη, να αφορούν μια ποιοτική αλλαγή με σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Και στους τρεις τομείς, μηδενός εξαιρουμένου, η ποσοτική ανάπτυξη της παραγωγής συντελεί στη δημιουργία των υλικών βάσεων του σοσιαλισμού με την αύξηση παραγωγικών δυνάμεων που θα έρθουν αναπόφευκτα σε αντίθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μόνον όταν η αντιπαράθεσή τους θα γενικευθεί σε διεθνή κλίμακα.

γ) Ύπαρξη ενός τομέα αποτελούμενου από προηγμένες βιομηχανικά χώρες, όπου η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις καπιταλιστικές σχέσεις είναι δεδομένη ιστορικά. Αυτή η αντίθεση όμως βρίσκει ακόμα λύση στην αποτελούμενη από τον ενδιάμεσο και τον καθυστερημένο τομέα παγκόσμια αγορά. Η εξαγωγή αυτής της αντίθεσης είναι η δυναμική του καπιταλισμού που έγινε ιμπεριαλιστικός.

Για τις προηγμένες χώρες το πρόβλημα της οικονομικής επιβίωσης καπιταλιστικού τύπου έγκειται πλέον στην επέκταση της εξωτερικής αγοράς.
Η παραγωγή για τον εθνικό μόνο χώρο θα προκαλούσε αναπόφευκτα κρίση και αυτή η τελευταία αναβάλλεται και απομακρύνεται μέσω της προορισμένης για τις υπανάπτυκτες και τις αναπτυσσόμενες ζώνες παραγωγής.
Η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων βρίσκει μια ισχυρότερη επαλήθευση στην πράξη. Εκεί όπου θα έπρεπε αντίθετα η επεξεργασία του επαναστατικού μαρξισμού να δώσει μεγαλύτερη προσοχή είναι στη θεωρία και στα προβλήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όπως έχει σαφώς αποδειχτεί από την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, η ανάπτυξη του καπιταλισμού, πέρα από εσωτερικούς τεχνολογικούς παράγοντες, καθορίζεται από την παγκόσμια αγορά. Όσο σε αυτή την αγορά θα υπάρχει μια ευρύτατη ζώνη σε συνθήκες προκαπιταλιστικής καθυστέρησης, που συμπεριλαμβάνει τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού, η παραγωγή των αναπτυγμένων χώρων θα βρίσκει εκεί μια διέξοδο και μια λύση στις δικές της αντιθέσεις.
Όλη η πολιτική, ιδεολογική και στρατιωτική διαπάλη των μεγάλων δυνάμεων στο παρελθόν και το παρόν, σε τελική ανάλυση, είναι μια πάλη για την κατάκτηση και την ανακατανομή της γιγαντιαίας οικονομικής αγοράς.

δ) Ύπαρξη ενός ευρύτατου τομέα με καθυστερημένη οικονομία που επηρεάζει καθοριστικά όχι μόνο την ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά, συγχρόνως, επηρεάζει καθοριστικά και την ανισόμετρη ανάπτυξη των υλικών βάσεων του σοσιαλισμού. Δεδομένης της αλληλεξάρτησης σε διεθνή κλίμακα των οικονομικών παραγόντων δεν μπορεί να υπάρξει μια εθνική λύση για την έλευση της σοσιαλιστικής οικονομίας, όπως δεν μπορεί να υπάρξει μια εθνική λύση για την ανάπτυξη ή την κρίση του καπιταλισμού.

Το πρόβλημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κρίσης και της σοσιαλιστικής επανάστασης έγινε στην πραγματικότητα ένα διεθνές πρόβλημα και μόνο σε αυτό το επίπεδο μπορεί να βρει μια ιστορική λύση.
Με δεδομένο το σημερινό επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς κατά το οποίο ευρύτατες ζώνες είναι ακόμα στην πρώτη φάση οικοδόμησης του καπιταλισμού, δεν τίθεται ακόμα με πραγματικούς όρους το επαναστατικό πρόβλημα της έλευσης της σοσιαλιστικής οικονομίας σε διεθνή κλίμακα. Αυτό το πρόβλημα τίθεται με ιδιαίτερο τρόπο σε μεμονωμένες χώρες αλλά, λόγω της υπαρκτής δυνατότητας για τον καπιταλισμό να βρίσκει μια ευρύτατη οικονομική περιοχή στην οποία να εξαγάγει την παραγωγή του, τα κεφάλαιά του, την κρίση του, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί θετικά παρά μόνο μέσα από μεμονωμένα επεισόδια προορισμένα να εξαντληθούν σε σύντομο διάστημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε φαινόμενα μερικής κρίσης και σε μεμονωμένες προλεταριακές επαναστάσεις. Ίσα-ίσα η μελλοντική πορεία του ιμπεριαλισμού θα είναι διάσπαρτη από παρόμοια επεισόδια που θα βρεθούν όμως απομονωμένα και ταχύτατα επανενταγμένα στο παγκόσμιο πλέγμα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Σε αυτή την πορεία μπορεί να εκδηλωθούν, όπως συνέβη το 1956 στην Ουγγαρία, ένδοξες και γενναιόψυχες προλεταριακές εξεγέρσεις που εξαιτίας της αντεπαναστατικής διεθνούς κατάστασης στην οποία θα βρεθούν, θα έχουν ανεκτίμητη αξία σαν επαναστατικές “Κομμούνες”, φωτεινοί και ανεπιτυχείς σταθμοί της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά δεν θα είναι ακόμα ο νικηφόρος τερματισμός αυτής.

ε) Μη ύπαρξη, συνεπώς, των γενικών συνθηκών για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Για να έχουμε συγκεκριμένη παρουσία αυτών των συνθηκών πρέπει ο τομέας της καθυστερημένης οικονομίας να ξεπεράσει ολόκληρο το πρώτο στάδιο της εκβιομηχάνισης. Μόνο τότε, και, από χρονική άποψη, στη διάρκεια ενός οικονομικού κύκλου, το πρόβλημα της σοσιαλιστικής επανάστασης θα παρουσιαστεί με τέτοιο φορτίο ταξικών αντιθέσεων ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί πολιτικά και οικονομικά στο πλαίσιο της διεθνούς τακτικής. Πρακτικά, το πρόβλημα της σοσιαλιστικής επανάστασης θα παρουσιαστεί στην ημερήσια διάταξη σε διεθνή κλίμακα μόνο όταν η οικονομική ανάπτυξη των καθυστερημένων ζωνών θα φτάσει σε σημείο να έχει μια ορισμένη αυτάρκεια και να μη μπορεί να απορροφήσει πλέον την εισαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίων που προέρχονται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Χωρίς μια ακριβή κατανόηση της κατάστασης της παγκόσμιας αγοράς και των προοπτικών ανάπτυξής της δεν μπορεί κανείς να συλλάβει τα χαρακτηριστικά της σημερινής αντεπαναστατικής περιόδου και να χαράξει τη γραμμή και τον ρόλο της επαναστατικής μειοψηφίας

στ) Ύπαρξη διττής όψης του αποικιακού κινήματος που εκφράζουν οι χώρες που ανήκουν στον καθυστερημένο τομέα. Μια ολόκληρη σειρά τέτοιων χωρών εκδηλώνει σήμερα ένα ισχυρό κίνημα πολιτικής ανεξαρτησίας, κίνημα προορισμένο να γενικευτεί, να αναπτυχθεί, να δυναμώσει. Αναπόφευκτα όλες οι χώρες, χτες και σήμερα ακόμη, σε αποικιακή και ημιαποικιακή κατάσταση, θα αποκτήσουν μέσα από μια πορεία λιγότερο ή περισσότερο σκληρών αγώνων, την πολιτική ανεξαρτησία τους. Αυτό το σημαντικό γεγονός εξασθενεί μεν ορισμένα πολιτικά εποικοδομήματα του ιμπεριαλισμού, δεν εξασθενεί όμως την οικονομική δυναμική του. Η πολιτική ανεξαρτησία των αποικιακών και ημιαποικιακών χωρών δεν αντιπροσωπεύει με κανέναν τρόπο οικονομική ανεξαρτησία, απεναντίας, όσο περισσότερο συντελείται η πολιτική ανεξαρτησία τόσο περισσότερο αυξάνονται οι ανάγκες οικονομικού χαρακτήρα και αυξάνεται, κατά συνέπεια, η οικονομική εξάρτηση από εκείνες τις χώρες που, λόγω της παραγωγικής ικανότητάς τους, είναι οι μόνες ικανές να παρέμβουν με βοήθειες, δάνεια, εξαγωγή κεφαλαίων, εμπορικές ανταλλαγές, για να προάγουν τη βιομηχανική και γεωργική ανάπτυξη των καθυστερημένων χωρών. Χωρίς αυτή την παρέμβαση από μέρους των ιμπεριαλιστικών χωρών δεν υπάρχει δυνατότητα οικονομικής προόδου για την καθυστερημένη χώρα. Το παράδειγμα της Κίνας και της Ινδίας ίσως αρκεί για να καταδείξει την εγκυρότητα αυτού του ισχυρισμού.

Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι, μπαίνοντας σε μια νέα οικονομική φάση και σπάζοντας την παλιά στασιμότητα αποικιακής ακινησίας, οι χώρες του καθυστερημένου τομέα διευρύνουν τη χωρητικότητα της παγκόσμιας αγοράς και προσφέρουν στον ιμπεριαλισμό τη δυνατότητα οικονομικής εξάπλωσης.
Έμμεσα, η αφύπνιση των καθυστερημένων χωρών αφενός υποσκάπτει τις πολιτικές θέσεις του ιμπεριαλισμού και του προκαλεί μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές αντιφάσεις, αφετέρου ευνοεί οικονομικά την επιβίωσή του. Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα μας προσφέρει το αφροασιατικό κίνημα πολιτικής ανεξαρτησίας που εξασθενώντας τις αγγλογαλλικές αποικιακές θέσεις επέτρεψε όμως, ταυτόχρονα, μια ιλιγγιώδη επέκταση και διείσδυση των αμερικανικών και γερμανικών κεφαλαίων. Μέσα από το πρίσμα αυτών των οικονομικών τάσεων βάθους πρέπει να ιδωθούν όλα τα γεγονότα που, έστω και μέσα σε ένα στρεβλό πλαίσιο διπλωματικών και προπαγανδιστικών πρωτοβουλιών, αλληλοδιαδέχονται στην αφρικανική και στην ασιατική ήπειρο και, αυτή την περίοδο, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή.

ζ) Αναγκαίες προϋποθέσεις για την ιμπεριαλιστική ανάπτυξη βρίσκονται επομένως στον αγώνα ανεξαρτησίας των αποικιακών χωρών. Οι εξωτερικές πλευρές αυτού του αγώνα, δεν μπορούν να θεωρούνται αντικειμενικά αντιιμπεριαλιστικές αλλά πρέπει να θεωρούνται μάλλον εκδηλώσεις μιας έντονης εσωτερικής αντίθεσης των ρευμάτων του ιμπεριαλισμού· αντίθεση στην οποία συγκρούονται μια “παλιά” στρωματοποίηση και ένας “νέος” δυναμισμός, με καθαρή υπεροχή του δεύτερου πάνω στην πρώτη και με πρόσκαιρους συμβιβασμούς εξισορρόπησης.

Με κανέναν τρόπο, και σε αντίθεση με αυτό που προβάλλουν οι θέσεις του Χρουστσώφ, ο αγώνας ανεξαρτησίας των καθυστερημένων χωρών δεν μπορεί να εκληφθεί ως μια φάση περιστολής της παγκόσμιας αγοράς σε βάρος του ιμπεριαλισμού. Απεναντίας, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δεδομένου ότι η αγορά όλο και περισσότερο θα διευρύνεται στο μέτρο που οι ανάγκες καπιταλιστικής ανάπτυξης επιβάλλονται στο εσωτερικό κάθε καθυστερημένης χώρας. Η αγορά θα συρρικνωθεί για τον ιμπεριαλισμό μόνο όταν η ανάπτυξη αυτών των νέων χωρών θα φτάσει σε ένα ελάχιστο επίπεδο αυτάρκειας. Επιπλέον, με κανέναν τρόπο η οικονομική ανάπτυξη αυτών των χωρών δεν είναι δυνατό να συντελεστεί με μια μορφή που να αποκλείει τον καπιταλισμό και που να μπορεί να οριστεί ως σοσιαλισμός. Αυτή η παράλογη θέση υποστηρίζεται από τον Χρουστσώφ και τη σοβιετική ιθύνουσα τάξη και φανερώνει εύκολα τις κρυμμένες προθέσεις. Το ίδιο όπως έγινε και με τη σοβιετική οικονομική ανάπτυξη θέλουν να ονομάσουν εκείνο το ιστορικά αναγκαίο προτσές οικονομικής εξέλιξης του κρατικού καπιταλισμού “οικοδόμηση του σοσιαλισμού”.
Ακόμα μια φορά πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη για τη σοσιαλιστική κοινωνία, ο σοσιαλισμός είναι το μέγιστο προϊόν του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων στο οποίο έφτασε η καπιταλιστική οικονομία, προϊόν που η σοσιαλιστική επανάσταση ελευθερώνει από τα δεσμά των παλιών σχέσεων παραγωγής αλλά που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να οικοδομήσει. Εάν το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων δεν έχει ακόμα φτάσει να παραγάγει οικονομικά τον σοσιαλισμό, αναγκαστικά το προτσές οικοδόμησης αυτού του επιπέδου δεν μπορεί παρά να επιτελεστεί από τον καπιταλισμό, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό.
Η πολιτική δράση της Κομμουνιστικής Αριστεράς απορρέει ευθέως από την ανάλυση, την εκτίμηση, τις προοπτικές της διεθνούς κατάστασης. Δεν υπάρχουν εθνικές ιδιομορφίες που να δικαιολογούν μια ιταλική αυτονομία στα ζητήματα της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Οι εθνικές ιδιομορφίες αφορούν μόνο τη διαδικασία σχηματισμού του κινήματός μας, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον.
Η πολιτική δράση της Κομμουνιστικής Αριστεράς πρέπει επομένως να χαραχθεί στο πλαίσιο μιας εκτίμησης διεθνούς χαρακτήρα.
Κατά τη διαμόρφωση αυτής της γραμμής, αναφύονται δύο σειρές προβλημάτων: μία γενικού χαρακτήρα και μία ειδικού χαρακτήρα. Η λύση τους δεν μπορεί να επέλθει μεμονωμένα γιατί, από τη φύση τους, αυτά τα προβλήματα μπορούν να τεθούν και να λυθούν μονάχα μέσα στο σύνολο στο οποίο είναι άρρηκτα ενταγμένα.
Η πρώτη σειρά προβλημάτων αφορά την ανάλυση της ιταλικής κατάστασης και της καπιταλιστικής ηγεμονίας, την ανάλυση του λεγόμενου νεοκαπιταλισμού και του κρατικού καπιταλισμού, την πορεία της ταξικής πάλης στην Ιταλία, τη φύση και τα γνωρίσματα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη φύση, τον ρόλο και τις λειτουργίες των κομμάτων που έχουν μια εργατική βάση όπως το PSI (Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) και το PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα).
Η δεύτερη σειρά προβλημάτων αφορά, αντίθετα, τις πιο συγκυριακές πλευρές της τακτικής μας, δηλαδή το πρόγραμμα δράσης της Κομμουνιστικής Αριστεράς, την τακτική απέναντι στο PCI και την ηγεσία του, την τακτική απέναντι στο PSI και τη θέση μας για τη σοσιαλιστική συγχώνευση, τις σχέσεις με τις άλλες ομάδες παλιάς και νέας αντιπολίτευσης, τη θεωρητική και πρακτική τοποθέτηση του εκλογικού ζητήματος, τη δράση μέσα στα συνδικάτα και την πλατφόρμα για μια ταξική αντιπολίτευση.
Είναι φανερό ότι για να αντιμετωπίσουμε σοβαρά όλα αυτά τα προβλήματα τακτικής πρέπει να προσδιορίσουμε με σαφήνεια όλα τα γενικά προβλήματα από τα οποία, σε τελική ανάλυση, απορρέουν.
Γεννημένη από την κρίση του PCI και του ιταλικού εργατικού κινήματος, η Κομμουνιστική Αριστερά δεν μπορεί να τεθεί υπεράνω της κρίσης, δεν μπορεί να επιχειρήσει την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος, δεν μπορεί να αποτελέσει ένα θετικό στοιχείο που θα έχει ξεπηδήσει από την κρίση παρά υπό τον όρο να συγκροτηθεί ως θεωρητικό κίνημα και οργανωμένος αρχικός πυρήνας μιας πλατιάς και βαθιάς θεωρητικής εξέτασης της εμπειρίας και των προβλημάτων που αφορούν το διεθνές εργατικό κίνημα.
Χωρίς αυτή τη βαθιά και γεμάτη πάθος θεωρητική δουλειά η Κομμουνιστική Αριστερά δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτελέσει την προϋπόθεση του μελλοντικού ταξικού κόμματος και θα παραμείνει στη μετέωρη κατάσταση της αγκιτάτσιας, του ατελέσφορου κόπου, με δραστηριότητα αποσπασματική και εκμηδενιζόμενη από γενικά φαινόμενα που, με το πέρασμα του χρόνου, ξεπερνούν τις συγκυριακές αιτίες για τις οποίες η Κομμουνιστική Αριστερά γεννήθηκε.
Πιο συγκεκριμένα, ή η Κομμουνιστική Αριστερά θέτει σοβαρά ως προοπτική τη συγκρότηση του προωθημένου πυρήνα του μελλοντικού επαναστατικού κόμματος και, έστω με όρια, δουλεύει και νοιώθει ολοκληρωτικό κομμάτι αυτού του κόμματος, ή η παρουσία της, η δραστηριότητά της και οι προσπάθειές της δεν θα είναι παρά μεμονωμένα και εφήμερα επεισόδια που θα αξιοποιηθούν, με τον καιρό, από την ενεργό τάση για σοσιαλδημοκρατικοποίηση των μαζών από μέρους του πιο προχωρημένου καπιταλισμού μέσω των σοσιαλιστικών του κομμάτων.
Είναι μια επιλογή από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς: ή δουλεύουμε για να οικοδομήσουμε το επαναστατικό κόμμα ή δουλεύουμε για τη σοσιαλδημοκρατία χωρίς να το ξέρουμε. Σε αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε παρά μόνο μία ξεκάθαρη απάντηση. Πρέπει να θέσουμε το πρόβλημα του σχηματισμού του κόμματος. Πρέπει να το θέσουμε με το υλικό που υπάρχει, στις συνθήκες που υπάρχουν, με τους περιορισμούς που δυστυχώς υπάρχουν. Το να θέσουμε αυτό το πρόβλημα δεν σημαίνει να συστήσουμε με μία καθαρά τυπική πράξη το επαναστατικό κόμμα, αλλά σημαίνει να θέσουμε στο κέντρο της δουλειάς μας, υποβιβάζοντας κάθε άλλο μεμονωμένο πρόβλημα και κάθε άλλη μεμονωμένη θεώρηση τακτικής, την προοπτική του σχηματισμού του κόμματος. Σημαίνει να αφιερώσουμε όλες τις ενέργειες σε αυτή την προοπτική.
Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να επεξεργαζόμαστε και να συζητάμε θεωρητικά και να μη φοβόμαστε τη συζήτηση όσο και να μοιάζει οξυμένη γιατί μόνο μέσα από τη συζήτηση, την έρευνα και τον θεωρητικό προσδιορισμό σχηματίζεται, επιλέγεται, δοκιμάζεται και ατσαλώνεται το επαναστατικό κόμμα. Όντας κόμμα στελεχών, το επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να ζει χωρίς ένα υψηλό θεωρητικό επίπεδο, ίσα-ίσα κάθε πρόβλημα πολιτικής δράσης το αντιμετωπίζει ως θεωρητικό πρόβλημα και αντιστρόφως.
Μονάχα μια εσωτερική διαλεκτική υψηλού θεωρητικού επιπέδου επιτρέπει στο επαναστατικό κόμμα την επεξεργασία, την εδραίωση, την πολιτική μετάφραση της θεωρητικής του βάσης.

H ξεκάθαρη αντίληψη για το τι πρέπει να είναι στο μέλλον η Κομμουνιστική Αριστερά είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να προσδιορίσουμε τι πρέπει να κάνει σήμερα η Κομμουνιστική Αριστερά στην Ιταλία. Με απλά λόγια, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι πρέπει “να κάνουμε” χωρίς να ξέρουμε τι “θέλουμε”.

Αφού ορίσαμε αυτή την προϋπόθεση πιστεύουμε ότι τα γενικά προβλήματα που σήμερα παρουσιάζονται μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

α) Η ιταλική κατάσταση είναι μια τυπικά αντεπαναστατική κατάσταση, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την άσκηση μιας πλατιάς και τριχοειδούς ηγεμονίας του καπιταλισμού. Αυτή η ηγεμονία καλύπτει, με σφοδρή πίεση, κάθε τομέα της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής με μορφή φανερή και καλυμμένη, με τρόπο άμεσο και έμμεσο.


β) Μία γνήσια μορφή αυτής της ηγεμονίας αντιπροσωπεύει ο λεγόμενος νεοκαπιταλισμός ο οποίος είναι η πιο σύγχρονη εκδήλωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά.


γ) Παράπλευρος με τον νεοκαπιταλισμό και, συχνά, αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του είναι ο κρατικός καπιταλισμός που αντιπροσωπεύει τη γενική τάση ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αυτή η ανάπτυξη ευνοείται, μεταξύ των άλλων, από την πολιτική και ιδεολογική θέση του PSI και του PCI η οποία παρουσιάζει ως σοσιαλιστική μια κοινωνία με κρατικοκαπιταλιστική οικονομική δομή. Λόγω αυτής της θέσης, που γέννησε τη μεγαλύτερη ιδεολογική πλάνη στην ιστορία του εργατικού κινήματος, αυτά τα κόμματα μετατρέπονται σε φορείς προώθησης και διάδοσης του κρατικού καπιταλισμού στους κόλπους των εργαζόμενων μαζών. Η διαφοροποίησή τους δεν είναι ιδεολογική αλλά καθαρά τακτική και καθορισμένη από καθαρά πολιτικές περιστάσεις που τα θέτουν πότε σε σύγκρουση πότε σε συμφωνία με συγκεκριμένες τάσεις του ιταλικού και του ρωσικού κρατικού καπιταλισμού.


δ) Η λειτουργία και ο ρόλος που έχουν το PSI και το PCI - για να μη μιλήσουμε φυσικά για τα άλλα κόμματα που από τη DC ως το PSDI τίθενται ανοικτά στην υπηρεσία του καπιταλισμού - στους κόλπους των εργαζόμενων μαζών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ως ρεφορμιστική και οπορτουνιστική. Ανεξάρτητα από την ταξική οργανωτική βάση τους και τα ταξικά αιτήματα που ευκαιριακά καθορίζουν κάποια θέση τους, το PSI και το PCI διαδραματίζουν, στους κόλπους του εργατικού κινήματος, ρόλο υποστηρικτή του κρατικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό τάσσονται εκτός προλεταριάτου, ως πράκτορες του ταξικού του εχθρού.


ε) Η πολιτική φύση του PSI και του PCI θέτει εκτός συζήτησης την πρόθεση μετασχηματισμού, για επαναστατικούς σκοπούς, αυτών των κομμάτων από τα μέσα. Θέτει εκτός συζήτησης, ταυτόχρονα, κάθε ενδεχόμενη πρόθεση σχηματισμού επαναστατικών φραξιών στο εσωτερικό τους. Κάθε απόπειρα δράσης προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση καταλήγει πρακτικά στην ενίσχυση αυτών των κομμάτων και, κατά συνέπεια, στην ενίσχυση της καπιταλιστικής ηγεμονίας πάνω στο εργατικό κίνημα.

Αυτό, ωστόσο, δεν αποκλείει τη δυνατότητα, κατά τη διαδικασία σχηματισμού του επαναστατικού κόμματος, να προκύψουν στο εσωτερικό των κομμάτων με εργατική βάση ομάδες και όργανα κοντά στις δικές μας θέσεις. Για να ευνοήσουμε την εξέλιξη των πολιτικών και ιδεολογικών εμπειριών τους και με στόχο μια βαθμιαία μετατόπισή τους στις οργανωτικές θέσεις της επαναστατικής μειοψηφίας, η Κομμουνιστική Αριστερά θα αναπτύξει με αυτές τις ομάδες και όργανα έναν αδελφικό αλλά ξεκάθαρο και απαλλαγμένο από κάθε μορφή συμβιβασμού και διαμεσολάβησης ιδεολογικό και πολιτικό διάλογο. Πρέπει να αποκλειστεί κατηγορηματικά κάθε μορφή ενοποίησης ή συγχώνευσης με ενδεχόμενες διαφωνούσες ομάδες, προερχόμενες από τα μαζικά κόμματα, που δεν έχουν ξεκόψει οργανωτικά με τα κόμματά τους.

στ) Ο χαρακτήρας άκρως γραφειοκρατικοποιημένων “πολιτικών μηχανών” που προσέλαβαν ιστορικά το PSI και το PCI αποκλείει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, μια τακτική συναγωνισμού μ’ αυτά τα κόμματα. Η γραφειοκρατικοποίηση αυτών των κομμάτων δεν είναι ένα εκφυλιστικό φαινόμενο του εργατικού κινήματος αλλά μια αναγκαιότητα για τον καπιταλισμό ο οποίος αποβλέπει στην εδραίωση, μέσω των πολιτικών του πρακτόρων, της ηγεμονίας του στο εργατικό κίνημα. Είναι παράλογο να επιδιώξει κανείς να συναγωνιστεί με αυτή την ειδική μορφή οργάνωσης της καπιταλιστικής ηγεμονίας.


ζ) Η πάλη της Κομμουνιστικής Αριστεράς δεν μπορεί να είναι παρά μια μετωπική πάλη ενάντια σε όλους τους θεσμούς της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Δεν μπορεί να είναι καν μια βαθμιαία πάλη κατά τομείς στηριζόμενη σε χυδαϊστί αποκαλούμενες “τακτικιστικές” εκτιμήσεις. Χωρίς μια θεωρητική κατάκτηση επαναστατικών στελεχών στη διαδικασία σχηματισμού του κόμματος, κάθε βαθμιαία πάλη θα καταλήξει υπέρ του ενός ή του άλλου τομέα στους οποίους διαρθρώνεται η καπιταλιστική ηγεμονία. Κάθε δράση με στόχο την τολιατική ηγεσία του PCI που δεν θα στοχεύει αποκλειστικά να συμβάλει στο σχηματισμό επαναστατικών στελεχών για την οργάνωσή μας, δεν θα μετακινήσει ούτε ένα χιλιοστό τις θέσεις ισχύος της καπιταλιστικής ηγεμονίας, αφού κάθε εξασθένιση της τολιατικής ηγεσίας δεν θα σήμαινε άλλο παρά μια ενίσχυση - στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η σοσιαλδημοκρατία του Saragat ή του Nenni - ενός άλλου πολιτικού πρακτορείου του καπιταλισμού.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η πολιτική δράση της Κομμουνιστικής Αριστεράς δεν μπορεί να έχει παρά έναν άμεσο στόχο: να ενισχύσει την οργάνωσή της. Οποιοσδήποτε άλλος στόχος, σήμερα, δεν έχει καμία δυνατότητα πραγματοποίησης για επαναστατικούς σκοπούς. Μη πραγματοποιήσιμη είναι οποιαδήποτε πλατιά διασπαστική δράση στο εσωτερικό του PCI, μη πραγματοποιήσιμη είναι οποιαδήποτε πρόθεση προαγωγής και ακόμα περισσότερο καθοδήγησης ενός πλατιού κινήματος ταξικής πάλης, μη πραγματοποιήσιμη είναι οποιαδήποτε απόπειρα σχηματισμού μιας πολιτικής οργάνωσης μαζικού χαρακτήρα, μη πραγματοποιήσιμος είναι οποιοσδήποτε ευσεβής πόθος απόκτησης πολιτικού βάρους στη σημερινή κατάσταση. Η Κομμουνιστική Αριστερά αντιπροσωπεύει ένα επαναστατικό αίτημα σύμφυτο, με δεδομένες τις ταξικές αντιθέσεις, στο εργατικό κίνημα· αίτημα που λόγω ανωριμότητας και λόγω μη ευνοϊκών επαναστατικών συνθηκών δεν είναι ακόμα σε θέση να οργανωθεί αυτόνομα και παραμένει εγκλωβισμένο στους θεσμούς που βρίσκονται στην τροχιά της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Η Κομμουνιστική Αριστερά έχει όμως το ιστορικό καθήκον να οργανωθεί ως πρωτοπορία αυτής της επαναστατικής αξίωσης.

η) Παρά την καπιταλιστική ηγεμονία, η ιταλική κοινωνική κατάσταση περικλείει δυνατότητες και εκδηλώσεις ταξικής πάλης, δυνατότητες και εκδηλώσεις που θα υπάρχουν πάντοτε σε μια διαιρεμένη σε τάξεις κοινωνία. Υπάρχουν στην ιταλική δομή καινούργια φαινόμενα που αφορούν το βιομηχανικό προλεταριάτο και πρέπει να μελετηθούν με προσοχή, αλλά υπάρχουν επίσης σε αυτές τις ζώνες αναπτυγμένου καπιταλισμού οι κοινωνικές συνθήκες της ταξικής πάλης. Σε αυτές τις συνθήκες, όπως και σε άλλες που δημιουργούνται σε ζώνες πιο καθυστερημένες, οι πυρήνες της Κομμουνιστικής Αριστεράς πρέπει να εισχωρήσουν για να προάγουν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και να συμβάλλουν σε αυτήν. Η μορφή παρέμβασης είναι μια πράξη καθαρά οργανωτικής φύσης που μπορεί να γίνει μέσω πολιτικών ειδικά ομάδων ή μέσω συνδικαλιστικού ρεύματος οργανωμένου στο εσωτερικό της CGIL (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων).

Σε αμφότερες τις λύσεις ο στόχος της παρέμβασης δεν μπορεί παρά να είναι ένας: αξιοποίηση των εκδηλώσεων της ταξικής πάλης με σκοπό τη διάδοση της θεωρητικής συνείδησης στις εργατικές μάζες και την οργανωτική διαλογή για τον σχηματισμό, μέσα στη ζωντανή πάλη, των επαναστατών αγωνιστών και στελεχών.
Αυτή η μορφή τακτικής παρέμβασης, που δεν μπορεί να έχει την απαίτηση στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες να αντιστρέψει ούτε εν μέρει την πορεία της ταξικής πάλης, αποτελεί τον προωθητικό κινητήρα του σχηματισμού του επαναστατικού κόμματος, αφού τα στελέχη που το αποτελούν δεν μπορούν να σχηματιστούν παρά μόνο στην πάλη και μέσω της πάλης και δεν μπορούν να επιλεγούν και να δοκιμαστούν παρά μόνο μέσα από αυτήν.
Επομένως, είναι κατηγορηματικά απορριπτέα κάθε οπορτουνιστική τάση που, με πρόσχημα τη μη επίτευξη άμεσων αποτελεσμάτων ή με τη δικαιολογία ότι θέλει να διατηρήσει τους αγωνιστές για τις πιο απαιτητικές μάχες του αύριο, σκοπεύει να κρατήσει την επαναστατική οργάνωση πάνω και έξω από κάθε εκδήλωση ταξικής πάλης.
Αφού προσδιοριστούν τα προβλήματα γενικής φύσης και αφού επιτευχθεί μια αναγκαία αποσαφήνιση ως προς αυτά, πιστεύουμε ότι θα γίνει πιο εύκολη η επίλυση των προβλημάτων τακτικής.


Σε τελική ανάλυση, ο σχεδιασμός της πολιτικής δράσης της Κομμουνιστικής Αριστεράς είναι το πρακτικό αποτέλεσμα της αντίληψης που προκύπτει από την ανάλυση, την αξιολόγηση και τον προσδιορισμό των γενικών στρατηγικών προβλημάτων. Κατά τον διεξοδικό προσδιορισμό της τακτικής μπορεί να παρουσιαστούν αποκλίσεις πάνω σε λεπτομέρειες αλλά όχι ως προς το σύνολο. Γι’ αυτό τον λόγο πιστεύουμε ότι, ενώ η πιο ολοκληρωμένη επεξεργασία της τακτικής μπορεί να είναι έκφραση μόνο της συλλογικής συζήτησης, τα σταθερά σημεία της τακτικής μπορούν ήδη να τεθούν με ακρίβεια.


Τακτική απέναντι στο PCI. Η πάλη ενάντια στην ηγεσία του PCI, πάλη που προφανώς αποκλείει κάθε μορφή στήριξης, πρέπει να διεξαχθεί με την πιο απόλυτη ιδεολογική συνέπεια που συνοψίζεται στο σύνθημα «οι επαναστάτες με τους επαναστάτες και οι ρεφορμιστές με τους ρεφορμιστές».

Αποκλείοντας οποιαδήποτε επιδίωξη εύκολης προπαγανδιστικής επιτυχίας, η πάλη πρέπει να έχει, εκτός από έναν ξεκάθαρο χαρακτήρα ιδεολογικής διαφοροποίησης, έναν ξεκάθαρο στόχο θεωρητικής και πολιτικής φύσης: να κατακτήσουμε στις ιδέες μας και στην οργάνωσή μας εκείνους τους επαναστάτες αγωνιστές που ακόμα παραμένουν στο PCI. Κάθε άλλος στόχος ή φαινόμενο που θα παραχθεί ανεξάρτητα από τη δική μας δράση είναι ξένος προς την Κομμουνιστική Αριστερά. Γι’ αυτήν είναι αδιάφορο αν 200 χιλιάδες άτομα εγκαταλείψουν σε ένα χρόνο το PCI για να σπεύσουν στις πυκνές τάξεις των απογοητευμένων.

Θέση για τη σοσιαλιστική συγχώνευση. Περισσότερο από μια ιδιαίτερη άποψη πάνω σε ένα πολιτικό εγχείρημα, σήμερα σε πελαγοδρόμηση ακόμα, πρέπει να εκφέρουμε μια θέση πάνω σε ένα ολόκληρο φαινόμενο που αφορά το εργατικό κίνημα και που έχουμε, άλλες φορές, ονομάσει σοσιαλδημοκρατικοποίηση. Για μας αυτό το φαινόμενο είναι ένα στάδιο ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος στον πολιτικό μηχανισμό της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Σαν τέτοιο πρέπει να το καταδικάζουμε σθεναρά, επισημαίνοντας ωστόσο την αντικειμενική συνεισφορά του στο ξεκαθάρισμα της ψευτοεπαναστατικής παρεξήγησης που γεννάει η δημαγωγία του PCI. Σε αυτό το φαινόμενο αναδύονται μερικές φορές πλευρές - προορισμένες να εξαλειφθούν από τις βαθιές τάσεις που τις επηρεάζουν καθοριστικά - που μπορούν να επιδράσουν θετικά στη διαδικασία επαναστατικού ιδεολογικού σχηματισμού.


Εκλογικό ζήτημα. Με δεδομένη την ανάλυση των υφιστάμενων υλικών συνθηκών και με δεδομένη την οργανωτική ανεπάρκεια του κινήματός μας, πρέπει να αποκλειστεί μια άμεση παρέμβασή μας στις προσεχείς πολιτικές εκλογές. Αφού απορρίψαμε τη δυνατότητα παρουσίασης ψηφοδελτίων με πιθανότητα ελάχιστης πολιτικής επιτυχίας, αφού απορρίψαμε την τακτική υποστήριξης άλλων ψηφοδελτίων, αφού απορρίψαμε την τακτική υποστήριξης συγκεκριμένων στοιχείων άλλων ψηφοδελτίων, αφού απορρίψαμε το ενδεχόμενο παρουσίασης δικών μας ψηφοδελτίων σε μεμονωμένες εκλογικές περιφέρειες δεν απομένει στην Κομμουνιστική Αριστερά παρά η τακτική της εκλογικής αποχής. Εκείνο που θα πρέπει να θέσει ως κάτι παραπάνω από άμεσο στόχο η τακτική της εκλογικής αποχής είναι να παρέμβει προπαγανδιστικά στην προεκλογική εκστρατεία, για να διαδώσει ιδεολογικά και πολιτικά συνθήματά μας και θέσεις μας. Η προπαγάνδα μας δεν θα πρέπει να στοχεύει τόσο στο να προκαλέσει αποχές όσο στο να κάνει γνωστή την οργάνωσή μας, τη θεωρητική και πολιτική φυσιογνωμία της και να προκαλέσει γύρω από αυτήν τη μέγιστη προσοχή και συζήτηση.


Συνδικαλιστικό ζήτημα. Με δεδομένη την αρχή ότι η δράση μας πρέπει να αποβλέπει να κάνει επαναστατική δραστηριότητα στα συνδικάτα και όχι συνδικαλισμό, η Κομμουνιστική Αριστερά πρέπει να οργανώσει ένα δικό της ρεύμα στη CGIL, προάγοντας όλες τις πρωτοβουλίες και όλα τα εργαλεία που μπορούν να ενισχύσουν αυτή την οργάνωση (συνδικαλιστική απογραφή και συνδιάσκεψη, ορισμός υπευθύνων συνδικαλιστικής δουλειάς, συνδικαλιστικό δελτίο, κ.λπ.). Λόγω της φύσης των Comitati di Difesa Sindacale (Επιτροπές Συνδικαλιστικής Άμυνας) ως μοναδικού συνδικαλιστικού ρεύματος με επαναστατικό χαρακτήρα στην CGIL, η Κομμουνιστική Αριστερά θα πρέπει να κάνει διαπραγματεύσεις με τους αναρχικούς συντρόφους που το αποτελούν, με στόχο να συσταθεί, με ενδεχόμενη συμμαχία, ένα ενιαίο συνδικαλιστικό ρεύμα επαναστατικής μειοψηφίας στους κόλπους της CGIL.


Για μια ταξική αντιπολίτευση. Η Κομμουνιστική Αριστερά πρέπει να συνοψίσει σε ένα προγραμματικό κείμενο προπαγάνδας τις αρχές στρατηγικής και τακτικής που θα προκύψουν από μια συζήτηση σε βάθος. Ιδιαίτερα στις πράξεις της προπαγάνδας μας πρέπει να δοθεί έμφαση στις αρχές που διέπουν την ίδια μας την πολιτική ύπαρξη και να μην αφεθούν περιθώρια για αόριστες και αυθόρμητες πτυχές.


Από την προηγούμενη ανάλυση της διεθνούς και της ιταλικής κατάστασης και από τον καθορισμό των στρατηγικών και τακτικών προβλημάτων που τίθενται αναδύονται με σαφήνεια και διαύγεια οι προοπτικές για τον σχηματισμό του επαναστατικού κόμματος.

Στις σκληρότατες συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε, συνθήκες που με κανέναν τρόπο δεν προσφέρουν τις δυνατότητες για γέννηση μιας γενικής καπιταλιστικής κρίσης, ένα είναι το ιστορικό καθήκον που μας ανατίθεται: να δουλέψουμε για τον σχηματισμό του επαναστατικού κόμματος.
Κάθε άλλο καθήκον γίνεται δευτερεύον σε σχέση με αυτό. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει, επομένως, να συγκεντρώσουμε όλες τις ενέργειές μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε μια σκληρή, μακρά, εξαντλητική δουλειά οικοδόμησης του κόμματος, χωρίς ανυπομονησίες, χωρίς εύκολους ενθουσιασμούς, χωρίς μάταιες προσδοκίες εύκολων επιτυχιών, έχοντας την πεποίθηση, αντίθετα, ότι η όποια ενδεχόμενη αποτυχία δεν θα διαγράψει ποτέ την επιτυχία που αντιπροσωπεύει το γεγονός καθεαυτό ότι ομάδες συνειδητών επαναστατών δουλεύουν για το ταξικό κόμμα, δουλεύουν για το μέλλον. Μονάχα αν θα μπορέσουμε να δουλέψουμε επίμονα για να δημιουργήσουμε ένα έστω και περιορισμένο οργανωτικό δίκτυο και να σχηματίσουμε ομάδες, έστω και περιορισμένες, επαναστατικών στελεχών θα έχουμε θέσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επαναστατική πρωτοβουλία στην περίπτωση που οι υλικές συνθήκες γίνουν ευνοϊκές. Η Κομμουνιστική Αριστερά δεν θα είχε σκοπό ύπαρξης αν δεν έθετε ως σκοπό ζωής αυτή την ιστορική αποστολή.
Στην πράξη, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να οργανώσουμε σε εθνική κλίμακα μια σειρά από ομάδες που ξεκινώντας από τοπική βάση να συντονίζονται σε επαρχιακό και περιφερειακό επίπεδο μέχρι να σχηματίσουν επαρχιακές και περιφερειακές επιτροπές στενά συνδεδεμένες με το Κέντρο. Για κάθε ομάδα και για κάθε επιτροπή θα πρέπει να σχηματίζονται υπεύθυνοι για τους ξεχωριστούς τομείς δουλειάς. Για κάθε ομάδα και για κάθε επιτροπή θα πρέπει να συσταθούν γραμματείες υπεύθυνες προς το Κέντρο και προς όλη την οργάνωση.
Όργανα για τη δημιουργία μιας οργάνωσης τέτοιου τύπου είναι οι δημοσιεύσεις της Κομμουνιστικής Αριστεράς, οι εθνικοί ηγετικοί οργανισμοί και ένα μόνιμο δίκτυο επαναστατών αγωνιστών αφοσιωμένων σε μια συνεχή δουλειά συντονισμού στις μεμονωμένες περιφέρειες. Το στήσιμο ενός τέτοιου οργανωτικού δικτύου, βασισμένου πάνω σε υπεύθυνα και επιλεγμένα επαναστατικά στελέχη, όχι μόνο είναι απαραίτητο για την ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη αλλά είναι και μια σταθερή εγγύηση για τον σχηματισμό νέων στελεχών, την οργανική συνέχεια και την απρόσκοπτη εξακολούθηση της επαναστατικής θεωρητικής και πολιτικής γραμμής, χωρίς παρεκκλίσεις ή, πιθανές πάντα, διεισδύσεις αντίπαλων στοιχείων και θεωριών.
Ένας τέτοιος τύπος οργάνωσης, που εμπνέεται, χωρίς να μιμείται κατά γράμμα, από το μεγάλο ιστορικό μοντέλο του κόμματος του Λένιν, είναι η μοναδική εγγύηση για το μέλλον ώστε η παρούσα δουλειά της Κομμουνιστικής Αριστεράς και των σημερινών εκπροσώπων της να μην πάει χαμένη και, σε κάθε περίπτωση, να μην αλλοιωθεί. Ασφαλώς ένας τέτοιος τύπος οργάνωσης δεν λύνει όλα τα εσωτερικά προβλήματα του επαναστατικού κόμματος· προβλήματα που η ιστορική εμπειρία έθεσε πρόσφατα επί τάπητος και γύρω από τα οποία άνοιξε μια σημαντική συζήτηση σε ορισμένους τομείς του εργατικού κινήματος. Αναφερόμαστε σε προβλήματα όπως ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, τα εσωτερικά ρεύματα, η σχέση κόμματος - τάξης, η σχέση κόμματος - μαζικών οργανώσεων, δηλαδή προβλήματα που ήδη είχαν ανακύψει κατά την πολύ ενδιαφέρουσα πολεμική μεταξύ Λένιν και Ρόζα Λούξεμπουργκ με θέμα την αντίληψη για το κόμμα.
Αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να μελετηθούν με προσοχή και να επιλυθούν με σοβαρότητα. Θα επιλυθούν όμως όχι αφηρημένα, στο θεωρητικό πεδίο, αλλά στην πράξη, με την πρακτική της οργανωτικής εμπειρίας, αφού θα έχουμε δημιουργήσει μια οργάνωση, αφού θα έχουμε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο πεδίο της οργάνωσης. Προς το παρόν, στην αντεπαναστατική φάση όπου δουλεύουμε, πιστεύουμε ότι η αρχική οργανωτική δουλειά πρέπει αναγκαία να προσδώσει στην οργάνωση τα χαρακτηριστικά που συνοψίσαμε παραπάνω. Ας κτίσουμε στο μεταξύ τις βάσεις για το επαναστατικό κόμμα. Εκείνο θα είναι που θα καθορίσει τη δομή και τη μορφή του, στην εξέλιξη της πάλης, της εμπειρίας, της πραγματικότητας που θα πρέπει να αντιμετωπίσει.

Μετάφραση του «Lotta Comunista», από το Arrigo Cervetto, “L’ imperialismo unitario”, Εκδόσεις Lotta Comunista, Μιλάνο, 1981


(1η δημοσίευση στο “Bollettino interno della Sinistra Comunista”, Νοέμβριος 1957

2η δημοσίευση στη “Lotta Comunista”, φ. 87, Νοέμβριος 1977)

http://www.edizionilottacomunista.com/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

χαίρομαι για την ριζοσπαστικοποίηση των θεσεών σας. Περιμένω μια ευρύτερη ανάλυση για το πρόβλημα του κράτους. Η εμπειρία μου ως δημ.υπαλλήλου μου λέει ότι όχι μόνο οι ανώτεροι ιεραρχικά υπάλληλοι του κράτους, αλλά και οι κατώτεροι υπάλληλοι λειτουργούν ως πράκτορες της κυρίαρχης τάξης. Το γεγονός οτί τώρα θυσιάζονται απο το διεθνές κεφάλαιο και χρησιμοποιούνται απο το σύστημα ως αποδιοπομπαίοι, απαραδιδόμενοι στη χλεύη, δεν τους αθωώνει. Το ίδιο το ελληνικό κράτος-μπορντέλο, λόγω της απίστευτης δουλικότητας-διαφθοράς του παραδίδεται στίς φλόγες της τοκογλυφίας απο τους αφέντες τους γερμανούς αμερικάνους κ.τ.λ ιμπεριαλιστές. Αυτά που είπε ο Τσίπρας ο Δελαστίκ και η Παπαρήγα πρός υπεράσπιση του, αφού το ταυτίζουν με τον Λαό αποδεικνύει τι ανόητοι είναι.. η μήπως δεν είναι? Βέβαια δεν αμφιβάλλω πως οι αφέντες είναι στο κόλπο. Αλλο εννοώ. Εμείς πρέπει να κάνουμε το αίσχος πασίγνωστο. Χωρίς αυταπάτες γιατί το τέλος του έρχεται.