Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

ΑΚΕΠ: Επαναστατικό κόμμα τώρα

Αντώνης Χάλαρης
ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΑΣΟΚ-ΔΝΤ-ΕΕ Θ’ ΑΠΟΤΥΧΟΥΝ ΟΙΚΤΡΑ
Θεωρίες για την κρίση: ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ/ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ - ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΤΩΡΑ...

Ο αποπληθωρισμός και ο στασιμοπληθωρισμός είναι όψεις της κρίσης της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, που φανερώνουν, με τρόπο άμεσο, την ανυπέρβλητη αντίφαση του εμπορεύματος «ανταλλακτική αξία – αξία χρήσης». Η αντίφαση του εμπορεύματος ανάγεται στον ορισμό του κεφάλαιου, στο μερισμό του σε σταθερό-μεταβλητό, καθώς και στην γενικευμένη αντίφαση της ατομικής ιδιοποίησης του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικοποιημένης παραγωγής. Γι’ αυτό, οι προτάσεις και οι συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν στόχο ν’ αντιρροπήσουν την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους με επίταση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και της εργασίας των λαϊκών στρωμάτων, και ν’ αποτρέψουν την υποτίμηση του υπερσυσσωρευμένου χρηματικού κεφάλαιου στην Ελλάδα και τον κόσμο, είναι περισσότερο από βέβαιο, δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα.

Διαβάστε περισσότερα...

Ο γενικός διευθυντής του Δ.Ν.Τ. Ντομινίκ Στρος-Καν, στο αυστριακό περιοδικό «Προφίλ», δηλώνει: «Το μόνο αποτελεσματικό φάρμακο (για την Ελλάδα) παραμένει ο αποπληθωρισμός. Αυτό σημαίνει μείωση μισθών και τιμών. Και αυτό είναι ακριβώς που συνέστησε, και σωστά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή» (Ελευθεροτυπία, 13 Απριλίου 2010). Οι προτάσεις του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε. εμφορούνται απόψεις και θέσεις που αναβιώνουν, μέσα από το πρίσμα της οικονομικής «Σχολής του Σικάγο», τις κλασσικές αντιλήψεις του Φιλελευθερισμού για τις οικονομικές κρίσεις, το χρήμα, το εμπόρευμα, το κεφάλαιο, τη μισθωτή εργασία.

Οι κλασσικοί οικονομολόγοι, Adam Smith, Ricardo, Mill, Say κλπ., υποστηρίζουν ότι οι αυτόματοι μηχανισμοί της καπιταλιστικής παραγωγής και αγοράς είναι ικανοί από μόνοι τους να εξασφαλίσουν σταθερή οικονομική ανάπτυξη, ορθή κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων και πλήρη απασχόληση του πληθυσμού. Τις δε οικονομικές κρίσεις τις χαρακτηρίζουν σαν απλές συμπτώσεις και διαταραχές στην ισορροπία της καπιταλιστικής οικονομίας, που είναι, κατά τη γνώμη τους, προσωρινές και δεν έχουν να κάνουν με σύμφυτες κι αξεπέραστες αντιθέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής.


«Τα προϊόντα», λέει ο Ricardo ακολουθώντας τον Say, «αγοράζονται πάντα με προϊόντα, ή με υπηρεσίες. Το χρήμα είναι μόνο το μέσον με το οποίο πραγματοποιείται η ανταλλαγή».


Το εμπόρευμα στο οποίο υπάρχει η αντίθεση ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και στην αξία χρήσης, μετατρέπεται σε απλό προϊόν (αξία χρήσης) και γι’ αυτό η ανταλλαγή εμπορευμάτων μετατρέπεται σε απλό ανταλλακτικό εμπόριο προϊόντων, απλών αξιών χρήσης. Έτσι επιστρέφουν όχι μόνο πίσω από την κεφαλαιοκρατική εμπορευματική παραγωγή, αλλά πιο πίσω και από την απλή εμπορευματική παραγωγή, και μ’ αυτόν τον τρόπο επικαλύπτουν το νομοτελειακό φαινόμενο της καπιταλιστικής παραγωγής: τις οικονομικές κρίσεις. Επικαλύπτουν τον ανυπέρβλητο όρο της καπιταλιστικής παραγωγής, ότι το προϊόν πρέπει να είναι εμπόρευμα, γι’ αυτό πρέπει να παρασταίνεται με τη μορφή του χρήματος και να διατρέχει το προτσές της μεταμόρφωσής του. Αντί να μιλούν για μισθωτή εργασία, μιλούν για υπηρεσία, μια λέξη στην οποία παραλείπεται πάλι ο ειδικός προορισμός της μισθωτής εργασίας και της χρησιμοποίησής της, που είναι να μεγεθύνει την αξία των εμπορευμάτων με την οποία ανταλλάσσεται, να παράγει υπεραξία, και αρνούνται την ειδική σχέση με την οποία χρήμα και εμπόρευμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Το χρήμα θεωρείται από τους κλασσικούς μόνο σαν μεσολαβητής της ανταλλαγής προϊόντων και όχι σαν ουσιαστική και αναγκαία μορφή ύπαρξης του εμπορεύματος, το οποίο οφείλει να παρασταθεί σαν ανταλλακτική αξία, σαν γενική κοινωνική εργασία.


Έτσι λοιπόν, οι κλασσικοί οικονομολόγοι επικαλύπτουν τις αιτίες των κρίσεων, επειδή αρνούνται αντιεπιστημονικά τις πρώτες προϋποθέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, την ύπαρξη του προϊόντος με τη μορφή εμπορεύματος, το διχασμό του εμπορεύματος σε εμπόρευμα και χρήμα, τη σχέση του χρήματος ή του εμπορεύματος με τη μισθωτή εργασία.


Λανθασμένη είναι επίσης, κατά την μαρξιστική πολιτική οικονομία, η θέση των κλασσικών για τη μεταφυσική ισορροπία των αγορών και των πωλήσεων, για ταύτιση αγοραστών και πωλητών, μια ισορροπία που βλέπει μόνο την ενότητα, όχι όμως τον χωρισμό στα προτσές της αγοράς και της πώλησης. Ο μισθωτός μπορεί ν’ αγοράσει, να εμφανιστεί σαν εκπρόσωπος της ζήτησης, μόνο για εμπορεύματα που μπαίνουν στην ατομική κατανάλωση, διότι δεν αξιοποιεί ο ίδιος την εργασία του και δεν έχει ο ίδιος τους όρους της αξιοποίησής της, δηλαδή μέσα εργασίας και αντικείμενα εργασίας. Η πραγματικότητα αυτή αποκλείει το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγών (τους μισθωτούς) σαν καταναλωτές, σαν αγοραστές μέσων εργασίας και αντικειμένων εργασίας. Δεν αγοράζουν ούτε πρώτες ύλες, ούτε εργαλεία παραγωγής, αγοράζουν μόνο μέσα συντήρησης. Επομένως δεν υπάρχει πιο ανούσιος τρόπος άρνησης των κρίσεων από τον ισχυρισμό ότι στην καπιταλιστική παραγωγή ταυτίζονται οι καταναλωτές (αγοραστές) και οι παραγωγοί (πωλητές). Η σχέση μισθωτού εργάτη και καπιταλιστή περιλαμβάνει:

1) ότι το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγών (μισθωτοί) είναι μη καταναλωτές (μη αγοραστές) του μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού προϊόντος τους, δηλαδή των μέσων εργασίας και των αντικειμένων εργασίας.
2) Ότι το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγών, οι μισθωτοί, μπορούν να καταναλώνουν ένα ισοδύναμο για το προϊόν τους, μόνο όσο καιρό παράγουν περισσότερα από το ισοδύναμο αυτό –την υπεραξία, ή, το πρόσθετο προϊόν. Είναι υποχρεωμένοι να είναι πάντα υπερπαραγωγοί, να παράγουν περισσότερα από τις ανάγκες τους, για να μπορούν να είναι καταναλωτές ή αγοραστές των ορίων των αναγκών τους.
Αν τα εμπορεύματα ήταν προϊόντα, αν η μισθωτή εργασία ήταν γενικά υπηρεσία, αν η αγορά και η πώληση που αποτελούν την ενότητα δύο αντιτιθέμενων προτσές δεν αποκτούσαν η καθεμιά αυτοτέλεια και ανεξαρτησία από την άλλη, αν οι καταναλωτές ταυτίζονταν με τους παραγωγούς (πωλητές), δηλαδή αν δεν υπήρχε καπιταλιστική παραγωγή, διανομή και ανταλλαγή τότε, και μόνο τότε, δεν θα υπήρχε οικονομική κρίση.

Οι μονεταριστές με επικεφαλής τον Φρίντμαν, όπως οι κλασσικοί οικονομολόγοι, υποστηρίζουν ότι οι αυτόματοι μηχανισμοί της καπιταλιστικής αγοράς, αν δεν υπάρχει κρατική παρέμβαση, δεν οδηγούν την καπιταλιστική παραγωγή σε οικονομικές κρίσεις και είναι ικανοί να εξασφαλίσουν σταθερή οικονομική ανάπτυξη κι ευημερία του πληθυσμού. Ειδικότερα, η σχολή του Φρίντμαν εξηγεί τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού από το 1929 μέχρι σήμερα με νομισματικές αιτίες κι αποδίδει την ευθύνη στην κάθε φορά κρατική νομισματική πολιτική.


Συγκεκριμένα, η σχολή του Φρίντμαν πιστεύει ότι αν η προσφορά του χρήματος από το κράτος είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, τότε στην καπιταλιστική οικονομία θα δημιουργηθούν διαταραχές και θα έχουμε αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας προσωρινά.


Κατά τον Φρίντμαν «ποτέ δεν έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι η αύξηση των τιμών είναι τελικά αποτέλεσμα δημιουργίας συμπληρωματικού χρήματος». Και συνεχίζει: «η οικονομική λειτουργία του χρήματος συνίσταται στο ότι επιτρέπει την ανταλλαγή χωρίς να υποχρεωνόμαστε ν’ ανταλλάσσουμε τα προϊόντα το ένα με το άλλο, δηλαδή στο ότι δίνει την δυνατότητα σε ένα άτομο ν’ ανταλλάσσει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που διαθέτει, με άλλα αγαθά κι υπηρεσίες που επιθυμεί να καταναλώσει ή να βρίσκονται στην διάθεσή του χωρίς ν’ αναζητεί το ακριβές αντίστοιχο με αφορμή την κάθε ανταλλάγή. Χάρη στο χρήμα έχει τη δυνατότητα σε μια δοσμένη στιγμή να πουλά σε μιά ομάδα ατόμων με σκοπό ν’ αποκτήσει ένα γενικό ισοδύναμο (μια γενική αγοραστική δύναμη) και μπορεί σε συνέχεια ν’ αγοράσει από άλλα άτομα αντλώντας από το απόθεμά του αγοραστική δύναμη».


Ο Φρίντμαν και η νομισματική θεωρία περιορίζει το ρόλο χρήματος σε μια τεχνική λειτουργία που εξυπηρετεί την συναλλαγή. Το χρήμα δεν είναι μόνο το μέσον με το οποίο συντελείται η ανταλλάγη, όπως πιστεύει ο Φρίντμαν, αλλά είναι ταυτόχρονα η ουσιαστική και αναγκαία μορφή ύπαρξης του εμπορεύματος το οποίο οφείλει να παρασταθεί σαν ανταλλακτική αξία, σαν γενική κοινωνική εργασία. Ο Φρίντμαν και οι μονεταριστές επαναλαμβάνουν το λάθος του υποκειμενικού ιδεαλιστή-αγνωστικιστή Χιούμ. Αναλύοντας την άποψη του Χιούμ, ο Μαρξ αναφέρει: «η ψευδαίσθηση ότι οι τιμές των εμπορευμάτων καθορίζονται αντίθετα από την μάζα των μέσων κυκλοφορίας και ότι αυτή η μάζα ορίζεται με τη σειρά της από την ποσότητα των ευγενών μετάλλων μιάς χώρας, στηρίζεται στην άτοπη υπόθεση ότι τα εμπορεύματα και το χρήμα μπαίνουν στην κυκλοφορία, τα πρώτα χωρίς τιμή και το δεύτερο χωρίς αξία κι ότι ένα μέρος, ένα ποσοστό του συνόλου των εμπορευμάτων ανταλάσσεται κατόπιν με το ίδιο ποσοστό μετάλλου».


Αυτό είναι και το βαθύτερο σκεπτικό της θέσης των μονεταριστών. Από τη μιά μεριά έχουμε, κατά τους μονεταριστές, εμπορεύματα χωρίς τιμή, δηλαδή χωρίς αξία, τα οποία παρουσιάζονται σαν απλές αξίες χρήσης, σαν προϊόντα, ο περίφημος όγκος αγαθών. Η άποψη αυτή σημαίνει επιστροφή στην περίοδο πριν την εμπορευματική παραγωγή. Από την άλλη μεριά έχουμε, πάλι κατά τον Φρίντμαν, το χρήμα που έχει την δυνατότητα να προσδίδει τιμή σε εμπορεύματα χωρίς αξία και να ορίζεται μόνο με βάση τον όγκο του. Από τη μιά ένας όγκος χρήματος που αγνοούμε τί αντιπροσωπεύει, κι από την άλλη ένας όγκος αγαθών χωρίς τιμή και χωρίς αξία.


Στις απόψεις αυτές των μονεταριστών έχουμε να παρατηρήσουμε:

1) το χρήμα εμφανίστηκε ιστορικά με την ανάπτυξη του καταμερισμού εργασίας, που μετέτρεψε την απλή ανταλλαγή προϊόντων σε εμπορευματική παραγωγή, κι επιβλήθηκε σαν αναγκαιότητα η χρήση του χρήματος. Συνεπώς, είναι τελείως λάθος να εξηγείται η εγκατάλειψη της άμεσης ανταλλαγής προϊόντων με προϊόντα σαν ένα καθαρά τεχνικό πρόβλημα, ενώ είναι αποτέλεσμα εμφάνισης νέων παραγωγικών σχέσεων στο προτσές παραγωγής και ανταλλαγής ανάμεσα στους ανθρώπους.
2) Η βάση της ανταλλακτικότητας ανάμεσα στο χρήμα και το εμπόρευμα προσδιορίζεται από την αξία, τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος συμπεριλαμβανομένου και του χρήματος. Πάνω σε αυτή την βάση, δεν πρέπει να βλέπουμε στο χρήμα μόνο τον ποσοτικό καθορισμό της ανταλλακτικής αξίας αλλά και τον ποιοτικό καθορισμό, δηλαδή ότι η ατομική εργασία οφείλει να παρασταθεί με την αλλοτρίωσή της σαν αφηρημένη γενική ισοδύναμη εργασία, σαν γενικό ισοδύναμο χρήμα. Από αυτό πηγάζει η πρώτη λειτουργία του χρήματος σαν μέτρο αξιών και μέτρο τιμών. Η τιμή δεν αποτελεί έκφραση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος που ασκείται σε ένα όγκο προϊόντων χωρίς τιμή. Αντίθετα η τιμή είναι που καθορίζει την αγοραστική δύναμη του χρήματος. Η μεταβολή των τιμών εξαρτάται και από την μεταβολή της αξίας του νομίσματος, και από την μεταβολή της αξίας του εμπορεύματος. Όταν αυξάνεται η τιμή του εμπορεύματος και μένουν σταθεροί οι άλλοι παράγοντες, αυξάνεται απαραίτητα ο όγκος του χρήματος για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Όμως αυτή η μεταβολή της απαραίτητης μάζας του χρήματος οφείλεται στην μεταβολή της τιμής κι όχι το αντίστροφο.

Ριζικά λαθεμένες είναι κι οι απόψεις των μονεταριστών για την ποσότητα χρήματος που απαιτείται για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η μάζα του χρήματος που είναι απαραίτητη για την κυκλοφορία καθορίζεται, με δεδομένη την ταχύτητα περιστροφής, από το άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων. Όταν είναι δεδομένο το άθροισμα των αξιών των εμπορευμάτων κι όταν είναι δεδομένη η ταχύτητα των μεταμορφώσεών τους, η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί εξαρτάται από την αξία του ίδιου του χρήματος.


Συνεπώς, η μάζα των μέσων κυκλοφορίας εξαρτάται από το άθροισμα των τιμών που πρεπει να πραγματοποιηθούν. Η θέση αυτή είναι ακριβώς αντίθετη από αυτή των μονεταριστών κι ανατρέπει την άποψη τους. Προϋποθέτει την κατανόηση της πιο βασικής λειτουργίας του χρήματος σαν γενικού ισοδύναμου και μέτρου των αξιών. Η λειτουργία αυτή καθορίζει και το ρόλο των μέσων κυκλοφορίας από τη στιγμή που έχουν καθοριστεί οι τιμές.


Η άποψη του Φρίντμαν έρχεται να καλύψει τις εγγενείς αντιφάσεις και αντιθέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής κι αποδίδει την ευθύνη για τις διαταραχές της οικονομίας στην εκάστοτε κρατική νομισματική πολιτική, κι όχι στις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Για το λόγο αυτό προτείνει αποτελεσματική κρατική ρύθμιση της προσφοράς χρήματος αλλά καμιά παρέμβαση του κράτους σαν παραγωγού.


Η μαρξιστική πολιτική οικονομία υποστηρίζει ότι η δυνατότητα των κρίσεων υπάρχει ακόμα και στην απλή εμπορευματική παραγωγή. «Η αντίθεση που ενυπάρχει στο εμπόρευμα ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία, η αντίθεση της ατομικής εργασίας που είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένη να παρασταίνεται σαν άμεση κοινωνική εργασία, η αντίθεση της ιδιαίτερης συγκεκριμένης εργασίας που ισχύει ταυτόχρονα σαν αφηρημένη γενική εργασία, η αντίθεση της προσωποποίησης του πράγματος και της εμπραγμάτωσης των προσώπων, αυτή η ενυπάρχουσα αντίφαση αποκτάει στις αντιθέσεις της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος τις ανεπτυγμένες μορφές της κίνησής της. Γι’ αυτό οι μορφές αυτές κλείνουν μέσα τους τη δυνατότητα, μα μόνο τη δυνατότητα των κρίσεων. Η εξέλιξη αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα απαιτεί ένα ολόκληρο σύνολο από σχέσεις που δεν ακόμη υπάρχουν καθόλου από την άποψη της απλής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων»
(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» τ. 1ος, σελ.126).

Η εμφάνιση και η γενίκευση της μισθωτής εργασίας μετέτρεψε την απλή εμπορευματική παραγωγή σε κεφαλαιοκρατική εμπορευματική παραγωγή, και την δυνατότητα των κρίσεων στην απλή εμπορευματική παραγωγή σε πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής. Τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου της οικονομικής κρίσης είναι: αποπληθωρισμός ή στασιμοπληθωρισμός, υπερπαραγωγή εμπορευμάτων που δεν βρίσκουν αγοραστές, κατάρρευση χιλιάδων επιχειρήσεων, πλεόνασμα κεφαλαίου με ταυτόχρονο πλεόνασμα εργατικού πληθυσμού, πτώση της παραγωγής, αύξηση των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα, αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών κλπ., δηλαδή όλοι οι συντελεστές της παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου (μέσα παραγωγής, μέσα συντήρησης, διαθέσιμοι εργάτες) υπεραφθονούν.

Όμως, αυτή η πληθώρα μεταβάλλεται σε πηγή κάθε αθλιότητας και στέρησης, γιατί αυτή ακριβώς η υπεραφθονία εμποδίζει την μετατροπή αυτών των μέσων παραγωγής και συντήρησης σε κεφάλαιο. Γιατί στην καπιταλιστική κοινωνία τα μέσα παραγωγής δεν μπορούν να μπουν σε δράση αν δεν μετατραπούν πρώτα σε κεφάλαιο, δηλαδή σε μέσα για την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Ανάμεσα στα μέσα παραγωγής και τους μισθοσυντήρητους ορθώνεται σαν φάντασμα η ανάγκη να πάρουν προηγουμένως τα μέσα αυτά την ιδιότητα και τη μορφή του κεφάλαιου. Η ανάγκη αυτή και μόνο, εμποδίζει την μη σύμπραξη αυτών των υλικών και προσωπικών συντελεστών της παραγωγής, αυτή και μόνο απαγορεύει στα μέσα παραγωγής να λειτουργήσουν σαν τέτοια και στους μισθοσυντήρητους να δουλέψουν και να ζήσουν.

Η νομοτελειακή περιοδικότητα των οικονομικών κρίσεων της καπιταλιστικής οικονομίας είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Η περίοδος από την αρχή της κρίσης ως την αρχή της επόμενης κρίσης ονομάζεται κύκλος. Ο οικονομικός κύκλος περιλαμβάνει 4 φάσεις: κρίση, ύφεση, αναζωογόνηση, άνοδος. Η ολοκλήρωση μιας περιόδου του οικονομικού κύκλου προετοιμάζει με τρόπο νομοτελειακό την επόμενη περίοδο του οικονομικού κύκλου, όπου η κρίση είναι ακόμα βαθύτερη.


Η μαρξιστική πολιτική οικονομία εξηγεί τις οικονομικές κρίσεις από την βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Η αντίθεση αυτή που λειτουργεί μέσω των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού, δηλαδή του απόλυτου και γενικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης κλπ., εκδηλώνεται σαν κρίση υπερπαραγωγής του κεφάλαιου, σαν κρίση υπερσυσσώρευσης. Για να μην υπάρχει παρανόηση είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι η υπερπαραγωγή δεν έχει να κάνει με τις απόλυτες ανάγκες της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για απόλυτη υπερπαραγωγή, για υπερπαραγωγή αυτή καθ’ εαυτή σε σχέση με τις απόλυτες ανάγκες ή με την επιθυμία για απόκτηση εμπορευμάτων. Με την έννοια αυτή δεν μπορούσε να υπάρχει ούτε μερική ούτε γενική υπερπαραγωγή.


Υπερπαραγωγή κεφάλαιου δεν σημαίνει ποτέ κάτι άλλο από υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής, μέσων εργασίας και μέσων συντήρησης που μπορούν να λειτουργήσουν σαν κεφάλαιο, που μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν για την εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας με ένα δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης. Δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι η υπερπαραγωγή αυτή του κεφάλαιου συνοδεύεται από ένα λίγο-πολύ σημαντικό σχετικό υπερπληθυσμό. Οι ίδιες οι συνθήκες που ανέβασαν την παραγωγική δύναμη της εργασίας, αύξησαν τη μάζα των παραγμένων εμπορευμάτων, διεύρυναν τις αγορές, επιτάχυναν την συσσώρευση του κεφάλαιου και σαν μάζα και σαν αξία και μείωσαν το ποσοστό κέρδους, αυτές οι ίδιες οι συνθήκες δημιούργησαν και δημιουργούν συνεχώς ένα σχετικό υπερπληθυσμό που δεν χρησιμοποιείται από το πλεονάζον κεφάλαιο.


Το πλεονάζον κεφάλαιο δεν χρησιμοποιείται, ή εξαιτίας του χαμηλού βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ή εξαιτίας του χαμηλότερου ποσοστού κέρδους που θα επέφερε η χρησιμοποίησή του με το δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης, ή εξαιτίας ότι το αυξημένο κεφάλαιο Κ+ΔΚ δεν θα παρήγαγε περισσότερο κέρδος ή θα παρήγαγε ακόμα και λιγότερο κέρδος απ’ ότι παρήγαγε το κεφάλαιο Κ πριν από την αύξησή του με το ΔΚ. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι ένα μέρος του κεφάλαιου παραμένει ολότελα ή εν μέρει αδρανές (αργούν παραγωγικό δυναμικό) και το άλλο μέρος λειτουργεί με χαμηλό ποσοστό κέρδους. Το αποτέλεσμα είναι πλεόνασμα κεφαλαίου, αύξηση του υπερπληθυσμού, υπερπαραγωγή εμπορευμάτων κλπ.


Αν όμως ο εργατικός υπερπληθυσμός είναι αναγκαίο προϊόν της συσσώρευσης του κεφάλαιου, είναι ταυτόχρονα αναγκαίος όρος ύπαρξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ο εργατικός αυτός υπερπληθυσμός δημιουργεί για τις εναλλασσόμενες ανάγκες αξιοποίησής του, το πάντα έτοιμο εκμεταλλεύσιμο ανθρώπινο υλικό, ανεξάρτητα από τα όρια της πραγματικής αύξησης του πληθυσμού.
«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυταξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής… Το μέσον-απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας, έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3ος, σελ.316).

Ο Μαρξ, στον πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αναφέρει:

«Η έρευνά μου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι νομικές σχέσεις όσο και οι κρατικές μορφές δε μπορούν να κατανοηθούν ούτε απ’ αυτές τις ίδιες ούτε από τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ότι αντίθετα είναι ριζωμένες μέσα στις υλικές συνθήκες ζωής, που στο σύνολό τους ο Χέγκελ τις συνοψίζει, σύμφωνα με τη μέθοδο των Άγγλων και των Γάλλων του 18ου αιώνα, με την ονομασία «αστική κοινωνία», ότι λοιπόν η ανατομία της αστικής κοινωνίας πρέπει ν’ αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία». Και παρακάτω, αφού ορίσει τις παραγωγικές σχέσεις σαν καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από την θέληση των ανθρώπων και σαν υλική δομή της κοινωνίας, και αφού τονίσει πως το κοινωνικό είναι καθορίζει την συνείδηση των ανθρώπων, συνεχίζει:
«Σε μια βαθμίδα της εξέλιξής τους οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, ή –πράγμα που αποτελεί μονάχα την νομική γι’ αυτό έκφραση- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της».

Σήμερα, μετά την πολιτειακή μεταβολή και την κατάρρευση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού της πρώην ΕΣΣΔ και των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μετά την αποτυχία των κεϋνσιανών μοντέλων της μικτής οικονομίας και της σοσιαλδημοκρατίας με το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού την δεκαετία του ’70, ήρθε να προστεθεί και η παταγώδης αποτυχία του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης. Η εφαρμογή από τις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία της ρήσης του Φρίντμαν «να διοχετεύονται χρήματα στην οικονομία σα να ρίχνονταν από ελικόπτερο» που θυμίζει κεϋνσιανές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, και η εμμονή της Γερμανίας και της Ε.Ε. σε κλασσικά νομισματικά και δημοσιονομικά μοντέλα, πιστοποιούν την σύγχυση που επικρατεί στα παγκόσμια οικονομικά διευθυντικά κέντρα.


Η σημερινή πολιτικο-οικονομική κρίση δεν είναι προϊόν ανεπαρκούς διαχείρισης των θεσμών του αστικού κράτους από καθεστωτικά πολιτικά κόμματα, ούτε προϊόν πολιτικών προγραμμάτων ή προσώπων, ούτε προϊόν κακής χρήσης των θεωρητικών μοντέλων της πολιτικο-οικονομικής διεύθυνσης της κοινωνίας, ούτε προϊόν απλής φάσης του οικονομικού κύκλου ανάπτυξη-ύφεση-κρίση, ούτε είναι εν γένει υποκειμενική αδυναμία του εποικοδομήματος να υπηρετήσει την υλική δομή, αλλά είναι ιστορική και νομοτελειακή αδυναμία της υλικής δομής να ανταποκριθεί και να αντιστοιχηθεί στον ποιοτικά νέο χαρακτήρα των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η αναμενόμενη αναθέρμανση της παγκόσμιας καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής θα είναι περιστασιακή, θα οξύνει και θα βαθύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση.


Με την σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση, που πλήττει βαθύτατα και την ελληνική κοινωνία, τους μισθοσυντήρητους και το λαό, αναδιατάσσεται και μεταβάλλεται ποσοτικά το γενικό πλαίσιο της οικονομικής δομής, πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό και νομικό εποικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας, και η αντίστοιχη επαναστατική αντικαπιταλιστική ποιότητα, που δεν έχει ακόμη οργανικά σχηματιστεί στο εποικοδόμημα, ετοιμάζεται σύντομα, πρακτικά ν’ αναφανεί.


Είναι μεγάλο πολιτικό λάθος να διερμηνεύεται σήμερα η ανωριμότητα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων επιδερμικά και μηχανιστικά.

Είναι μεγάλο πολιτικό λάθος να αιτιολογείται και να ταυτίζεται η συμπεριφορά των λαϊκών στρωμάτων με τα προσκυνοχάρτια που μοίραζε ο Ιμπραήμ στους κοτζαμπάσηδες και τους «Νενέκους».
Καπιταλισμός δεν είναι οι καπιταλιστές. Καπιταλισμός είναι το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της μισθωτής εργασίας, όπου η άρχουσα τάξη, οι καπιταλιστές, συμπεριφέρονται ανάλογα με τους νόμους κίνησης του κεφάλαιου που κατέχουν, κι όχι αντίστροφα.
Η ουσιώδης αιτία της ανωριμότητας των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, η αποξένωση και αλλοτρίωσή τους, εδράζεται στην αποξενωμένη και αλλοτριωμένη εργασία της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής (βλέπε Καρλ Μαρξ, «Χειρόγραφα 1844»- βλέπε Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο»: το φετίχ της εμπορευματικής παραγωγής).
Η εργατική τάξη σήμερα είναι «τάξη καθ’ εαυτό» και γι’ αυτό, κατά την γνώμη μας, το κυρίαρχο πρόβλημα του πολιτικού κινήματος εστιάζεται στην ανάγκη να επιταθούν οι διεργασίες της μετατροπής του σημερινού «καθ’ εαυτό» της εργατικής τάξης σε «τάξη δι’ εαυτό» (βλέπε Καρλ Μαρξ, «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», βλέπε απόφαση Γενικού Συνεδρίου της Χάγης 1872).

Από την σημερινή πραγματικότητα της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού οικονομικο-κοινωνικού συστήματος, από την ανάλυση της διεθνούς και της ελληνικής κατάστασης και από τον καθορισμό των στρατηγικών και τακτικών προβλημάτων που τίθενται, αναδύονται οι προοπτικές για τον σχηματισμό του επαναστατικού κόμματος
(βλέπε ΑΚΕΠ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ: η αρχή του τέλους).

Στις σκληρότατες συνθήκες της ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα στις οποίες βρισκόμαστε, ένα είναι το ιστορικό καθήκον που μας ανατίθεται: να δουλέψουμε για τη σύσταση του επαναστατικού κόμματος. Κάθε άλλο καθήκον γίνεται δευτερεύον σε σχέση με αυτό. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει, επομένως, να συγκεντρώσουμε όλες τις ενέργειές μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε μια σκληρή, μακρά, εξαντλητική δουλειά οικοδόμησης του κόμματος, χωρίς ανυπομονησίες, χωρίς εύκολους ενθουσιασμούς, χωρίς μάταιες προσδοκίες εύκολων επιτυχιών, έχοντας την πεποίθηση, αντίθετα, ότι η όποια ενδεχόμενη αποτυχία δεν θα διαγράψει ποτέ την επιτυχία που αντιπροσωπεύει το γεγονός καθεαυτό, ότι ομάδες συνειδητών επαναστατών δουλεύουν για το ταξικό κόμμα, δουλεύουν για το μέλλον. Μονάχα αν θα μπορέσουμε να δουλέψουμε επίμονα για να δημιουργήσουμε ένα έστω και περιορισμένο οργανωτικό δίκτυο και να σχηματίσουμε ομάδες, έστω και περιορισμένες, επαναστατικών στελεχών θα έχουμε θέσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επαναστατική πρωτοβουλία, σήμερα, τώρα, που οι υλικές συνθήκες είναι ευνοϊκές. Ο ριζοσπαστικός πολιτικός χώρος δεν θα είχε σκοπό ύπαρξης αν δεν έθετε ως σκοπό ζωής αυτή την ιστορική αποστολή.


Ας γίνει λοιπόν ο αγώνας ενάντια στα μέτρα του Δ.Ν.Τ., της Ε.Ε. και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αφορμή να ενταθούν οι διεργασίες για την οργανωτική προγραμματική πολιτική ενότητα του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου και την σύσταση του επαναστατικού κόμματος.


Αντώνης Π. Χάλαρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: