Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Μαρία Λαέρτη 
Στοχασμός, σε τολμηρή φαντασία. Εσωτερική δύναμη, ρυθμοί ορμητικοί, (μετρικοί με ιαμβικό σφυροκόπημα, ή χωρίς ρίμα). Ποιητικές εικόνες ελλειπτικές, που γοητεύουν. Λόγος πλαστικός, χυμώδης. Αυτό που λέμε "ποίηση διάθεσης". (Ριζοσπάστης, 17 Ιούλη 1997)

Τα "Βήματα της Ιστορίας" οπωσδήποτε από τα ωραιότερα ελληνικά ποιήματα. Ποίημα της αισθητικής κορυφογραμμής και η Μαρία Λαέρτη, κορυφαία ποιήτρια. ΣΤΑΘΗΣ ΠΡΩΤΑΙΟΣ
Διαβάστε περισσότερα...



ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ι

Φέρνω στις πλάτες μου
το βάρος του χειμώνα
στα χέρια
απόηχους πανηγυριών.

II

Ηχούν στ’ αυτιά μου
σάλπιγγες
στα μάτια μου
αναπαύονται πολεμιστές.

ΙΙΙ

Γενναίων μαχών τα λάφυρα
κρέμονται στο λαιμό μου
ένα ποτάμι αίματος
κοιμάται στ’ όνειρό μου.

ΙV

Φέρνω στις πλάτες μου
τον ίσκιο του κυκλώνα
στα χέρια
μνήματα πεσόντων αφανών.

V

Σέρνω βαριά τα βήματα
και πίσω σκυλιά οι αιώνες
στη μνήμη μου στριμώχνονται
φαντάσματα καιρών.

VI

Μα εγώ έχω δάφνες στα μαλλιά
φωτιά κυλάει στο αίμα
φωλιάζουν αετοί στα στήθια μου
θύελλες μες στο πνεύμα.

VII

Εγώ είμαι που λατρεύτηκα
απ’ τους θεούς σαν Κόρη
φέρνω τη γη στους ώμους μου
στα χέρια ουράνιο ξίφος.

VIII

Εγώ είμαι που στεφάνωσα
τους εκλεκτούς μου λάμψη
εγώ που άλλους έσπρωξα
στης Λήθης το κενό.

IX

Η κρίση μου αλάνθαστη
η θέλησή μου ατσάλι
ο λόγος μου σπέρνει φωτιές
η απόφασή μου Νόμος.

X

Φέρνω στις πλάτες μου
τον κουρνιαχτό της δόξας
στα χέρια
γλέντια και συνθήματα τρελών.

XI

Γιατί εγώ περπάτησα
σε ποταμούς το αίμα
μέσα σε θάλασσες φωτιά
σ’ ερείπια, σε κρανία.

XII

Για μένα χτίσανε ναούς
θρόνους για να καθήσω
όλης της γης τους θησαυρούς
να στέρξω, να λυγίσω.

XIII

Σε μένα δεν το τόλμησε κανείς
το μπόι να σηκώσει
είμαι η Κόρη των θεών
η Μοίρα των ανθρώπων.

XIV

Φέρνω βαριά στις πλάτες μου
την αδικία του κόσμου
στα χέρια μου σαν το πουλί
την πρόοδο σφαγμένη.

XV

Πτώματα πλέουν στα μάτια μου
ματώνουν τη σκιά μου
κραυγές και αναφιλητά
βουίζουνε στ’ αυτιά μου.

XVI

Σηκώνομαι θεόρατη
σκίζω τα ιμάτιά μου
σφάζω τη γη στο γόνατο
σφάζω και τα παιδιά μου

XVII

Τον πόνο αρπάζω απ’ το φτερό
στον κόσμο τον χτυπάω
τη βία και τον όλεθρο
στο δρόμο μου σκορπάω.

XVIII

Εμένα δεν το μπόρεσε κανείς
για να με ξεγελάσει
είμαι η Κόρη των θεών
η Μοίρα των ανθρώπων.

XIX

Φέρνω στις πλάτες μου
βαρύ χρέος το Νέο
στα χέρια
παιάνες για μάχες και ξεσηκωμό.

XX

Ανοίξτε θάλασσες στα δυο
βουνά ξεριζωθείτε
πουλιά πνιγείτε στο άπειρο
ΜΙΛΑΩ, δεν ακούτε;

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ποιήτρια,
Θέλω να σου πω κι εσένα ένα παραμύθι, που το λέω συχνά στους συντρόφους μου και στις συντρόφισσές μου:

«Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να την φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιός κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; …και κλαίει!»

Σ’ ένα κείμενό σου με τίτλο «Η Μάγισσα», δημοσιευμένο στα «Αιολικά Γράμματα», γράφεις:
«Αλλά όταν και από τους πιο ευνοημένους, κοινωνικά και οικονομικά, ακούς λόγια όπως: «αυτός που τραγουδά δεν είναι κατ’ ανάγκην κι ευτυχισμένος» (όπως έλεγε ο Πιερ Μπονάρ), τότε καταλαβαίνεις το γιατί. Γιατί αυτή είναι μάγισσα. Μάγισσα πραγματική. Αρπάζει άπληστα τα δώρα των εκλεκτών της, φυλακίζει τις ψυχές τους σε πύργο μυστικό και πετάει το κλειδί σ’ ένα βαθύ ποτάμι. Και μόνο όποιος τύχει να περνάει από κει κι ακούσει το γέλιο της ν’ αντηχεί στις ρεματιές, καταλαβαίνει.

«και πέστε της καλής μου, πέστε της Λενιώς,
αν θέλει, ας καρτερέσει, θέλει, ας παντρευτεί,
κι α θέλει, μαύρα ας βάλει, νάρτει να με βρει.
Τι εμένα με παντρέψαν στην Ανατολή,
πήρα μικρή γυναίκα, μάισσα πεθερά.
Μαγεύει τα καράβια, πλια δεν περβατούν,
μ’ εμάγεψε κι εμένα, πλια δεν έρχομαι.
Σελώνω τ’ άλογό μου, ξεσελώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου, και ξεζώνεται,
γράφω γραφή να στείλω, και ξεγράφεται».
(Η ΜΑΓΙΣΣΑ, Συλλογή Ζαμπέλιου)

Αγαπητή Ποιήτρια,
Δε θέλω να σε διερμηνεύσω, αλλά όταν εσύ αναφέρεσαι στη «μάγισσα», νομίζω ότι αναφέρεσαι στην ποίηση, στην Τέχνη. Σε καταλαβαίνω. Γιατί για μένα, για τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μου, η δικιά μας «μάγισσα» είναι η πολιτική, η επανάσταση.
(συνέχεια στο επόμενο σχόλιο)

Ανώνυμος είπε...

(συνέχεια από το προηγούμενο σχόλιο)

Ποιήτρια!!

Σ’ ένα άλλο κείμενό σου, με τίτλο «Βέιτσελ Λίντσεϋ. Ο αριστοκράτης», παρουσιάζεις το συμβολικό ποίημα του ποιητή «Η αράχνη και το φάντασμα της μύγας» (σε μετάφραση Σημηριώτη). Μου θυμίζει την προσήλωση τμήματος του λαού στο «ευρώ».

«Κάποτε αγάπησα κάποιαν αράχνη
όταν εγώ είχα μύγα γεννηθεί
ήταν τα πόδια της από βελούδο,
και μ’ ένα ουράνιο τόξο είχε ντυθεί.

Μου ‘φαγε τα φτερά μου με καμάρι.
Μ’ έδεσε με πολύ λεπτή κλωστή,
μ’ έφερε στο μικρό της το σαλόνι
απάνω από μια σκάλα γυριστή.

Να μαθητέψει τις μικρές αράχνες,
κομμάτια μου ‘κοψε τα σωθικά μου.
Το φάντασμά μου ήρθε να τη στοιχειώσει:
Την είδα να σπαράζει την καρδιά μου.»

Άκου! Παραφράζοντας λιγάκι τα λόγια του Μπαμπέφ, λέω: «Δε μπορούσα να σκεφθώ άλλον τρόπο να δημιουργήσω ευτυχία, παρά μέσα από την πανανθρώπινη ευτυχία. Απέτυχα».

Άκου! Ο Μαρξ, στο κείμενο με τίτλο «Το χρήμα κάνει ανήμπορη την αγάπη σου», μεταξύ άλλων, γράφει:
«Καθώς το χρήμα δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμιά επιμέρους ικανότητα, από κανένα επιμέρους αντικείμενο, από καμιά επιμέρους ανθρώπινη ουσιώδη δύναμη, αλλά μόνο από τον συνολικό αντικειμενικό κόσμο του ανθρώπου και της φύσης, από τη σκοπιά του ιδιοκτήτη του, συνεπώς χρησιμεύει για την αντικατάσταση κάθε ικανότητας από κάθε άλλη ικανότητα, κάθε αντικειμένου από κάθε άλλο αντικείμενο, ακόμα και από τα αντίθετά τους: είναι η συναδέλφωση των πιο απίθανων πραγμάτων. Ενοποιεί τις αντιθέσεις.
Αν δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο ως ανθρώπινη, τότε την αγάπη μόνο με αγάπη μπορείς να την ανταλλάξεις, την εμπιστοσύνη μόνο με εμπιστοσύνη και πάει λέγοντας. Αν θέλεις να απολαύσεις την τέχνη, πρέπει να καλλιεργηθείς. Αν θέλεις να ασκήσεις επιρροή σε άλλους ανθρώπους, πρέπει να ενδιαφέρεις και να εμψυχώνεις τους άλλους ανθρώπους. Κάθε σχέση σου με τον άνθρωπο και τη φύση πρέπει να παίρνει μια ειδική έκφραση που να αντιστοιχεί στο αντικείμενο της επιθυμίας σου, στην πραγματική προσωπική ζωή σου. Αν αγαπάς χωρίς η αγάπη σου να βρίσκει ανταπόκριση, είναι σαν να μην παράγει αγάπη η αγάπη σου. Αν, παρά το γεγονός πως εκφράζεσαι ως εραστής, δεν μπορείς να καταστήσεις τον εαυτό σου αντικείμενο αγάπης, τότε η αγάπη σου είναι ανίσχυρη: μια δυστυχία.»

Ποιήτρια Χαίρε!
Ένας φίλος απ’ τα παλιά