ΥΓ: Αναδημοσιεύουμε δύο επίκαιρα κείμενα του Αντώνη Ανδρουλιδάκη 1) Το Σύνδρομο του Μερκέλληνα, και 2) Ζητείται Έρωτας
Διαβάστε περισσότερα...
1) Το Σύνδρομο του Μερκέλληνα
«Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει», θα γνωματεύσει -σε ανύποπτο, για την νεοελληνική πραγματικότητα, χρόνο- ο Albert Camus.
Όμως είναι μόνο αυτό; Είναι επαρκής αυτός ο αφορισμός για να ερμηνεύσει τα όσα εξοργιστικά έχουμε ακούσει στα τελευταία πέντε μνημονιακά χρόνια; Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι, εκείνοι τουλάχιστον που από πρώτη άποψη δεν έχουν άμεση σχέση με μνημονιακά συμφέροντα, να υπερασπίζονται με τέτοιο πάθος τη γερμανική επικυριαρχία και ταυτόχρονα να εκδηλώνουν τέτοια απύθμενη μισαλλοδοξία και περιφρόνηση σε βάρος εκείνων που επιμένουν να αγωνίζονται;
Προφανώς η χώρα έχει μακραίωνη παράδοση στους «εφιάλτες», όπως αντίστοιχα μακραίωνη, σχεδόν αρχετυπική, είναι και η παράδοση του ήθους αντίστασης του Λαού μας. Κάθε Τριακόσιοι έχουν και τον Εφιάλτη τους, κάθε Σούλι έχει και την Πήλιο Γούση του, όπως βέβαια και κάθε Πόλη έχει και την Κερκόπορτα της. Όλοι τους με τις τετράγωνες εκλογικεύσεις και τα ατράνταχτα ρεαλιστικά άλλοθι της προδοσίας τους. Κάθε κατοχή έχει και τους δωσίλογους της. Κάθε κατακτητής έχει και τους ουτιδανούς φίλους του.
Όμως, στην μακραίωνη αργόσυρτη διαχρονία μας, είναι η πρώτη φορά που πλατιά λαϊκά στρώματα, ευτυχώς όχι πλειοψηφικά, τάσσονται προκλητικά, εδώ και καιρό, απερίφραστα, με τους «Μήδες» που έχουν ήδη διαβεί.
«Δειλοί οσάκις είναι πλούσιοι κι’ όταν πτωχοί, πάλι είς μικρόν δειλοί», στρεβλώνοντας ακόμη και την κατηγορηματική αλήθεια του μεγάλου ποιητή.
Λες και ένα μυστηριώδες νήμα, ένας αόρατος ψυχικός δεσμός, δένει τους Έλληνες «ομήρους» με τους ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές. Λες και ήτανε τόση η ευκολία που «ντηθήκαμε» στα μεταπολιτευτικά χρόνια, ώστε κάποιοι βρεθήκανε εξόχως εύθραυστοι αντίκρυ στη συγκεκαλυμμένη βία των αποικιοκρατών. Κάνανε τη ρηχή και ευτελή ανάγκη, ρεαλιστική -τάχα μου- «φιλοτιμία».
Ακόμη και στις ώρες των οριακών διαπραγματεύσεων της νέας ελληνικής κυβέρνησης, με το πιστόλι του ξαφνικού ταμειακού θανάτου έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει, δεκάδες συμπολίτες μας, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, έσπευσαν να καταθέσουν, στις διαδικτυακές και άλλες συντροφιές τους, υπέρ των ευρωστραγγαλιστών του Λαού μας. Ταυτισμένοι με τους νεωτερικούς αποικιοκράτες, που γουστάρουν το ελληνικό οικόπεδο, και φοβισμένοι μην τυχόν και μπει ένα τέλος στην αιχμαλωσία μας.
Η ταύτιση αυτή του θύματος με τον θύτη, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο γνωστό Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Εκεί όπου το 1973, τέσσερις Σουηδοί που κρατήθηκαν ως όμηροι για έξι ημέρες κατά τη διάρκεια μιας τραπεζικής ληστείας, «δέθηκαν» συναισθηματικά με τους τους εγκληματίες που τους κρατούσαν.
Όμως, στην ελληνική περίπτωση, δεν μιλάμε απλά για μερικούς ανθρώπους που βρέθηκαν στη δύσκολη αυτή συγκυρία και εμφάνισαν αυτή την πνευματική διαταραχή. Μιλάμε για ένα Σύνδρομο που διατρέχει απ’ άκρη σε άκρη την ελληνική κοινωνία και μας δηλητηριάζει, σχεδόν όλους, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Λες και είμαστε «ερωτευμένοι» με το Ευρώ. «Ερωτευμένοι», όχι με την Ευρώπη, αλλά με τη χειρότερη συμβολική εκδοχή της. Τη νομισματική Ένωση, όχι των Λαών αλλά των ελίτ της. Ερωτευμένοι με ένα «νόμισμα»: με κάτι που νομίζουμε ότι «είναι».
Είναι βέβαιο ό,τι θα άξιζε μια διεξοδικότερη μελέτη του φαινομένου αυτού, κατά το οποίο γίνεται φανερό, ότι ένας Μηχανισμός Άμυνας, ενσωματωμένος στο μαλακό υπογάστριο της νεοελληνικής κοινωνίας, μπορεί και ενεργοποιείται κατά το δοκούν, με την ιδέα ότι ο εκμεταλλευτής δεν θα βλάψει τον εκμεταλλευόμενο, εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Με τον τρόπο αυτό, δεν απομένει στον νεοέλληνα παρά να προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εκμεταλλευτή του με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο. Λες και το μεταπολιτευτικό αυτοναφορικό νήπιο, το αγανακτισμένο από την απώλεια της κρατικής τροφού-πιπίλας, το απογοητευμένο από την πολυετή «δημοκρατική» ανάθεση, εγκαταλείπεται τώρα, σχεδόν μαζοχιστικά, στην τιμωρητική διάθεση της Ευρωπαίας αυταρχικής μητέρας του.
Στο πλαίσιο αυτό, ο νεοέλληνας «όμηρος» του κοινού νομίσματος, δηλαδή, αυτού που «μαζί νομίζαμε», αντιλαμβάνεται ακόμη και τις προσπάθειες όσων επιδίωκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που μάλλον θα τον βλάψουν, αντί να επιτύχουν την απελευθέρωση του. Σε αυτή τη «λογική», δεν στηρίχθηκε άλλωστε και η Πασοκονεοδημοκρατική μνημονιακή επιχειρηματολογία;
Όταν οι ενδεχόμενες προσπάθειες διάσωσης, μπορεί να μετατρέψουν μια ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα, είναι «λογικό» να κάθεται κανείς στ’ αβγά του. Αλλά είναι πραγματικά ανεκτή η κατάσταση; Κι ακόμη και αν είναι σήμερα ανεκτή, τουλάχιστον για κάποιους, δεν είναι εντελώς ορατός ο κίνδυνος της ταχύτατης επιδείνωσης της; Και, εν τέλει, αυτή η «λογική» του ελάσσονος κακού, δεν ήταν πάντα η «λογική» των πάσης φύσεως επικυρίαρχων; Και τι σχέση έχει αυτή η «λογική» του «Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» με τις τρισχιλιετή αντιστασιακή παράδοση του Λαού μας; Τι σχέση έχει με την Θουκυδίδεια «ευέλπιδα απερισκεψία»; Πώς «μάσησαν» τόσοι πολλοί, για τόσο πολύ, στη δουλόπρεπη ευκαμψία του κάθε Γούση;
Καταντήσαμε, στην πενταετή αυτή αιχμαλωσία μας να εκθεμελιώσουμε το ήθος μας και στη θέση του να εγκαθιδρύσουμε μια, σχεδόν, συναισθηματική εξάρτηση από τους ξένους και τους ντόπιους ολιγάρχες. Λες και δεν μας έφταναν οι ντόπιοι νταβατζήδες του Καραμανλή που παρίσταναν εδώ και δεκαετίες την αστική τάξη, αυτοί οι κατσαπλιάδες του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά έπρεπε να αναγνωρίσουμε και την επιστημοσύνη και τεχνογνωσία του κάθε Βησιγότθου Φούχτελ. Έπρεπε, μάλιστα, να υιοθετήσουμε συναισθηματικά την εξόχως μειωτική σε βάρος μας, αφήγησή του. Εξοικειωθήκαμε –ευτυχώς όχι όλοι- τόσο με τις απόψεις των «ευρωληστών», ώστε καταλήξαμε να πιστέψουμε ότι η -εξευτελιστική σε βάρος μας- θέση τους είναι όχι μόνο εύλογη αλλά και δίκαιη!
Με τον κίνδυνο να κατηγορηθεί κανείς για ρατσισμό, θα μπορούσε χιουμοριστικά να ειπωθεί, ότι ήταν τέτοια η εκ μειονεξίας απωθημένη «καύλα» μερικών προς τους Γερμανούς και προσωπικά στον ίδιο τον υπουργό Σόϊμπλε, ώστε σε λίγο θα κυκλοφορούν με αναπηρικά αμαξίδια, σε ένδειξη συμπαράστασης...
Κάπως έτσι, κρίσιμο τμήμα του Λαού μας, απομακρύνθηκε συναισθηματικά από την μνημονιακή πραγματικότητα, αρνούμενο με ψυχαναγκαστικό τρόπο ότι αυτή συμβαίνει. Λες και δεν μάθαιναν τις αυτοκτονίες, λες και δεν έβλεπαν τους ανθρώπους στα σισσίτια και τους άστεγους στα πεζοδρόμια.
Χιλιάδες συμπολίτες μας έζησαν και ζουν αυτά τα πέτρινα μνημονιακά χρόνια, έχοντας την εντύπωση ότι «όλα είναι ένα κακό όνειρο». Ότι η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στην έλλειψη Γερμανικής μπύρας/πείρας! Άλλοι τόσοι βυθίστηκαν στην κατάθλιψη και κάθε είδους ψυχολογικές διαταραχές ή σε παραισθήσεις ότι οι ίδιοι, ατομικά, θα σώζονταν με κάποιο μαγικό τρόπο. Κάποιοι άλλοι, απασχόλησαν τον εαυτό τους με χρονοβόρες εργασιακές καψοχαρές ή με ξεφτισμένους έρωτες. Στο τέλος, είναι μάλλον βέβαιο ότι οι περισσότεροι θα θεωρήσουν υπεύθυνους για την κατάσταση που βρίσκονται, όχι τους εγκληματίες αποικιοκράτες και τα ντόπια τσιράκια τους, αλλά εκείνους που εμφανίστηκαν ως επίδοξοι σωτήρες τους.
Ιδιαίτερα μάλιστα, αν οι επίδοξοι σωτήρες, δεν φέρουν επαρκή αντισώματα στο τοξικό Ευρωμερκελλικό Σύνδρομο. Να γιατί, η απο-φετιχοποίηση του ενιαίου νομίσματος, οφείλει να αποτελέσει επειγόντως μέγιστη προτεραιότητα –αλλά και προετοιμασία- της κυβέρνησης, που θέλει να εμφανίζεται ως κοινωνικής σωτηρίας.
Σε κάθε περίπτωση, στο μέλλον ένα νέο ρητό θα προστεθεί στη λαϊκή θυμοσοφία: ουδείς Μερκελλικότερος του βλαπτομένου νεοέλληνα. Και βέβαια η Κοινωνική και η Πολιτική ψυχολογία, θα έχουν πεδίο δόξης λαμπρό στη διερεύνηση του Μερκελληνικού Συνδρόμου.
2) Ζητείται Έρωτας
Ξέρεις, σε τούτα τα μέρη, σε τούτη τη χώρα που κάποιοι θέλησαν να την καταντήσουν χώρο, οι άνθρωποι της, ερχόμαστε από μια παράδοση, που καταλαβαίνει την Απόγνωση σαν το πιο ισχυρό πράγμα στον κόσμο, γιατί τίποτα δεν μπορεί να την νικήσει. Αιρετική σκέψη, θα πει κανείς, κόντρα στον κυρίαρχο «ορθολογισμό».
«Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως», γνωματεύει ένας Όσιος. Άντε να το πεις αυτό στον Ντάϊσεμπλουμ. Ουάου, βλαμμένος είναι, θα σκεφτεί.
«Αύτη ού γιγνώσκει ηττηθήναι υπό τινός. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπίδα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον», συνεχίζει. Είναι, με άλλα λόγια, αήττητη η απόγνωση. Δεν χαμπαριάζει από ήττες. Γιατί όταν ο άνθρωπος, αποκόψει στο μυαλό του την ελπίδα για ζωή, δεν υπάρχει τίποτα πιο θαρραλέο. Άμα παραιτηθεί κανείς από την ελπίδα της «πάρτης» του, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει.
Ακατανόητα λόγια για τον κάθε Σόϊμπλε. Άρρητα ρήματα για την κάθε Μέρκελ.
Έτσι κι αλλιώς, αυτός, αυτή, «σφόδρα γαρ τέρπεται, όταν βλέπει ότι εαυτού απογινώσκω. Εν τούτω γαρ μόνω αγάλλεται, ίνα δια της απογνώσεως ίδη με αιχμάλωτον». Αυτοί, μόνο έτσι ευχαριστιούνται. Όταν με βλέπουν να είμαι σε απόγνωση. Όταν, κατορθώσουν μέσω της απόγνωσης, να με καταστήσουν αιχμάλωτο. Αυτοί, αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν. Έτσι νομίζουν.
Εμείς, όμως, λέμε κάτι άλλο: πως αν καταφέρει κανείς, για μια στιγμή, να κόψει την ελπίδα της ζωής του και να παραδοθεί –για παράδειγμα-αφειδώλευτα, δίχως καβάντζες, στον πιο αβέβαιο και επισφαλή έρωτα, ε αυτό είναι πράξη μεγάλου θάρρους. Ας χαίρονται αυτοί με την απόγνωση μας.
Σαν να ερωτεύεται κανείς, με ασίγαστο πάθος, την πρώτη γκόμενα που όλα δείχνουν πως θα τον παρατήσει «στεγνά» στην «πρώτη στραβή». Γιατί; Γιατί έτσι! Διότι, «ούκ έστι θλίψις ης τινός η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί». Γιατί δεν υπάρχει στεναχώρια που να μπορέσει να εξασθενήσει το φρόνημα μας. Δεν καταλαβαίνουμε Χριστό. Όταν ερωτευόμαστε, δεν καταλαβαίνουμε Χριστό.
Φαντάσου, να έχεις να κάνεις τώρα μ’ έναν τύπο που είναι καψούρης με την πατρίδα του. Όχι αυτήν που «να μην είναι οι κάμποι, να μην είναι τα άπαρτα ψηλά βουνά». Την άλλη, εκείνη που «ενώ εμείς, το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας». Αυτήν την πατρίδα! Φαντάσου, λέει, να έχεις να κάνεις μ’ έναν ολόκληρο Λαό που είναι ερωτευμένος μ’ αυτήν την πατρίδα του.
Δεν υπάρχει θλίψη, που να βαστάει να μας «χαλάσει» έναν τέτοιο έρωτα.
Βέβαια, ίσως εκεί στην άκρη της απόγνωσης, να ακουστεί το φτερούγισμα του πιο βαρβάτου δαίμονα. Του δαίμονα που γλυκοψιθυρίζει να τα παρατήσει κανείς. Να εγκαταλείψει γιατί -τάχα μου- δεν αξίζει τόση απόγνωση για το τίποτα. Δεν μετράει η γκόμενα, θα σου πει. Δεν φτουράει μία! Σιγά τα ωά! Εδώ μετράνε τα φράγκα!
Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να ξεκρεμάσει κανείς από το τσιγκέλι τις ζυγαριές και τις μεζούρες που μετράνε το βάρος της πανοπλίας του. Να ζυγιαστούν οι ανάγκες και να βρεθούνε υπέρτερες του Έρωτα. Πάντα οι δαίμονες ξέρουνε να στήνουνε ξόβεργες με τις ανάγκες των ανθρώπων. «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες», που ορίζει και ένας άλλος «Όσιος».
Ξέρει καλά το «εγώ», στις περιπτώσεις αυτές, να παριστάνει τον ταλαίπωρο τραυματία. Είναι που ξέρει καλά, στις περιπτώσεις αυτές, αυτή η Σκύλλα η κουτσο-βόλεψη να ζητιανεύει φρονιμάδες, όταν φοβάται τα σπουδαία και τα υψηλά!
Σαν χελώνα που ζυγιάζει το έχει της, το άρρηκτο κέλυφος της, ξεπροβάλλει το δαρμένο κεφαλάκι της στα καφενεία και δηλώνει «Δεν γινότανε αλλιώς! Θα μας «πέταγαν» από το ευρώ!» Τα κεφάλια μέσα. Τα κεφάλια κάτω. Οι σημαίες κάτω.
Είναι επικίνδυνο πράγμα, στ’ αλήθεια, ο έρωτας. Λογίζεται στον αντίποδα του θανάτου.
Δεν είναι γλυκανάλατη αμερικανιά, φιλάκια και νιανιά. Είναι ξόδεμα και κόψιμο στην άκρη της απόγνωσης. Είναι εθελούσια αυτοκατάργηση δίχως προσδοκίες ανταμοιβής. Είναι ριψοκινδύνευση αμετάκλητης έκθεσης, ανεπανόρθωτης προσβολής της μικροαστικής μας εγκυρότητας, γελοιοποίησης της σοβαρής μάσκας του μανατζεριλίδικου καρναβαλιού της καθημερινότητας. Είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα ο έρωτας για τον τόπο. Ψηλώνει αυτόματα το πρώτο του «ε» και γίνεται κεφαλαίο. «Ε», όπως Ελευθερία.
Γι’ αυτό και κάτι παραπάνω ξέρανε αυτοί που διαζεύξανε την Ελευθερία με το Θάνατο. Δεν είναι πλάκα αυτός ο Έρωτας. Πρέπει να μπαρκάρεις στο πλοίο του ενός, για να ψηλαφίσεις τις όχθες της αλήθειας του άλλου. Πρέπει να φτάσεις ως στην άκρη της απόγνωσης, για να πάρει μπρός ο τροχός της Ελευθερίας και του Έρωτα. Εκεί είναι που δεν πρέπει να «μασήσεις». Αλλιώς τι σκατά ερωτευμένος θα είσαι; Άστο καλύτερα, μην μας πουλάς έρωτες.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεθάνει κανείς. Δεν ξέρω ακόμη αν υπάρχουν πολλοί τρόποι να επιβιώσεις, να τη βγάλεις στο τέλος καθαρή, κατά πως λεν. Μα πάει καιρός που έχω ψυλλιαστεί πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να υπάρξεις. Έτσι που μπορείς και πεθαμένος, ακόμη, να υπάρχεις. Αλλά, κι απ΄ την άλλη, να είσαι ζωντανός, μα να λογαριάζεσαι για τελειωμένος.
Για δες, κατά πως το λέει ο ποιητής, «τα πεύκα πως βαστούν σφιχτά τη μορφή του αέρα που έφυγε, δεν είναι πια εκεί. Έτσι και τα λόγια βαστούν την μορφή των ανθρώπων, ακόμη κι αν οι άνθρωποι έφυγαν. Δεν είναι πια εκεί». Ο άνεμος υπάρχει στη βουερή αγκαλιά των πεύκων, στο σχήμα τους. Υπάρχει κι ας έφυγε. Τούτο είναι ένα σημείο έρωτα. Η απουσία, που μπορεί και αφήνει ανέγγιχτη την ύπαρξη.
Μα, για γίνε, μάγκα μου, πεύκο. Εδώ σε θέλω! Για κύρτωσε το μεγαλόσχημο σαρκίο σου, για χαμήλωσε να σ’ αγγίξει ο άνεμος, να σου ρίξει κατάχαμα τους καρπούς και τη σιρμαγιά σου, να μείνεις άπορος στα κρυφογέλια των ανέραστων πετυχημένων της Εσπερίας! Πόσα κιλά κατανάλωσης μπορείς να χάσεις για να κρατήσεις τη μορφή του ανέμου στο σχήμα σου; Να σώσεις τη μορφή σου! Να μην καταντήσεις ά-σχημος!
Πόσο μπορείς να κανακέψεις αυτή τη μορφή; Πόσο μπορείς να την παρηγορήσεις, να της χαϊδέψεις τα τερτίπια της, να της γιατροπορέψεις τα φτωχά της ξυπνήματα; Μπορείς;
Μπορείς ακόμη κι όταν θα ξέρεις καλά - κατά πως προβλέπουν οι άλλοι στο πευκοδάσος- πως στο τέλος ο άνεμος θα φύγει; Μπορείς εσύ, εκεί πιστός στη μορφή που σου χάρισε ο άνεμος; Ή θα διαλέξεις τα ανεμομαζώματα για να πορευτείς μ’ αυτά, κι αυτά να σου φτάνουν;
Στην τελική, ένα δάκρυ ρετσίνι παραπάνω. Στ’ αρχίδια σου! Εσύ, που αιώνες τώρα, σε τούτα τα μέρη αγγίχτηκες από τον άνεμο. Εσύ, που χαράχτηκες στις πιο απόμακρες γωνιές σου. Μπορείς να στρώσεις τις πευκοβελόνες σου να ξαποστάσουν και πάλι οι κατάκοποι ροδομάγουλοι τουρίστες του πλανήτη. Θα έχουν να λένε για έναν πλήρη κορμό. Έναν κορμό πλήρους ζωής και ατελεύτητης.
Κι αν η δροσιά του βραδινού συναντήσει τη φοβισμένη χελώνα να σέρνεται, δήθεν μου δικαιωμένη, στον ορθολογισμό της, αυτό το ίδιο αεράκι θα της πάει το μήνυμα. Ο γυρτός κορμός σου, δεν ήταν της ήττας αποτέλεσμα, δεν ήταν λύγισμα, δεν ήταν φλεξιμπίλιτι και ελιγμός επιβίωσης. Δεν ήταν υποταγή στις ανάγκες του καιρού και της στιγμής.
Ήταν ο έρωτας σου προς τον άνεμο, τέτοιος, που σου άφησε αγαπημένο ενθύμιο τη μορφή του. Έτσι, η ζωή θα συνεχίζεται στον τόπο. Με μορφή, μοναδική και γνήσια, ενάντια στην αμορφία των προστατευμένων τραπεζών και των προστατών τους.
Με μια μορφή γεμάτη πλαστικότητα και κάλλος, ενάντια στην αράγιστη σκληρότητα του κελύφους των χελωνών.
Και τότε, είμαι βέβαιος, θα δεις το τρομαγμένο κεφαλάκι της χελώνας, της κάθε χελώνας, να κρύβεται δειλά κάτω απ’ το κέλυφος που κανένας άνεμος δεν κατάφερε ποτέ να δώσει μορφή.
Δεν προβληματίστηκες άραγε ποτέ, γιατί οι χελώνες ζουν εκατό τόσα χρόνια; Αλλά, ζουν;
Γι’ αυτό σου λέω, ρε συ, είμαστε τώρα τόσο ερωτευμένοι, μα τόσο, που άστους να μας φέρουν σε απόγνωση...Αιώνες τώρα, η απόγνωση μας είναι αήττητη! Γι΄ αυτό σου λέω, μη «μασάς» στις χελώνες και στα καβούκια τους...οι ερωτευμένοι δεν φοράνε πανοπλίες. Είσαι όμως; Ερωτευμένος; Με την πατρίδα. Είσαι, ρε συ;
Αναδημοσίευση από: The Press Project
1 σχόλιο:
μάπα, επιπόλαιη βιαστική κριτική "βγάζει" η αφίσα.
Κουραστηκα κάποιοι να προσπαθούν να εξηγήσουν με το(αααπλώς περιγραφικό) Σύνδρομο της Στοκχόλμης."Ταύτιση με τον επιτιθέμενο" ονομάζεται ο μηχανισμός άμυνας, καί σημαίνει ότι ταυτιζόμενος αποκτας, η νομίζεις ότι αποκτάς, τις ικανότητες εκείνου πού σού επιτίθεται, ώστε να τον αντιπαλέψεις.Επίσης στην Ελληνική περίπτωση συνδυάστηκε με τις ενοχές πού κάποιοι ανίδεοι τις ταυτίζουν με τις τύψεις.Ενοχή κατά κύριο λόγο σημαίνει "φόβο τιμωρίας" γιά τις πράξεις μας, καί μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη αγωνίας η επιβολή της πού προκειμένου να τελειώνει μαζί της ο
ένοχος τιμωρεί ο ίδιος τον εαυτό του.Ολα αυτά είναι γνωστό δεν συνέβησαν τα 5 τελευταία χρόνια κ.Ανδρουλιδάκη.Αντιθέτως τα 5 τελευταία χρόνια ξυπνήσαμε καί είδαμε τούς λόγους για τούς οποίους μας ενοχοποιουσαν γιά χίλια δυό εδω καί πολλές δεκαετίες. Φανή
Δημοσίευση σχολίου