Το ΑΚΕΠ ταυτίζεται απόλυτα με τη θέση του «προσχεδίου πολιτικού πλαισίου» της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ, που αναφέρει: «θέλουμε ένα μέτωπο πλατύ και δημοκρατικό, ταξικό, εργατικό και λαϊκό, ικανό να συσπειρώνει όχι μόνο τον κόσμο της Αριστεράς αλλά και όλες και όλους εκείνους που αναζητούν δρόμους αγώνα».
Επίσης, το ΑΚΕΠ συμφωνεί με το «σχέδιο-πρόταση κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των πολιτικών επιτροπών και των προσωρινών πολιτικών οργάνων της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ για το μεταβατικό διάστημα εως την ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ».
Το ΑΚΕΠ έχει την πεποίθηση ότι η ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ δεν ταυτίζεται –και δεν πρέπει να ταυτίζεται- με την Αριστερή Πλατφόρμα. Η αριστερή πλατφόρμα αποτελεί την βασική συνιστώσα της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ, και είναι εκείνη που δημιούργησε τις προϋποθέσεις και πήρε την πρωτοβουλία για τη σύσταση του συλλογικού πολιτικού υποκείμενου της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Κατά τη γνώμη μας με την πράξη αυτή, η Αριστερή Πλατφόρμα, και ιδίως το Αριστερό Ρεύμα, υποστασιοποίησε ποιοτικά χαρακτηριστικά που μορφοποιούνται στην προγραμματική διακήρυξη της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.
Συντρόφισσες/Σύντροφοι
Η σημερινή κυρίαρχη ανάγνωση της θεωρίας για τα πολιτικά μέτωπα από τα αριστερά κι εν γένει από τα ριζοσπαστικά πολιτικά σχήματα αναβιώνει, με μια σύγχρονη μεταμοντέρνα αντίληψη και με μια συγχρονική πολιτική ορολογία, άλλοτε τη στρατηγική εκδοχή του 6ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928) -που οδήγησε, με τραγικές συνέπειες όπως γνωρίζουμε όλοι, στην ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην Ευρώπη, και άλλοτε τη στρατηγική εκδοχή των λαϊκο-μετωπικών σχημάτων του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935) -που όπως γνωρίζουμε είχε σαν συνέπεια την διάλυση της Διεθνούς, την αναγόρευση της Μόσχας σε ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του παγκόσμιου κινήματος και στον εκφυλισμό του εργατικού και επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη και τον κόσμο. Οι ευρωκομμουνιστικές στρατηγικές, από τον Καρίγιο και τον Μπερλιγκουέρ ως τα κινήματα του αριστερού ευρωκομμουνισμού και της «ευρωπαϊκής αριστεράς», αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, αιρετικές παραφθορές της λαϊκομετωπικής στρατηγικής.
Πέραν τούτων, είναι επίσης αξιοσημείωτο το ότι, τα τελευταία χρόνια τα πολιτικά συνθήματα «ΑΝΥΠΑΚΟΗ, ΑΝΤΑΡΣΙΑ, κλπ.» που προβάλλονται, ιδιότυπα και ιδιωματικά, από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, τους αναρχικούς και πολλές αριστερές οργανώσεις για την αφύπνιση του λαού, ανήκουν σε μία πολιτική σχολή, που αντιμετωπίζει τις κοινωνικές τάξεις και την κοινωνία εν γένει ως σύνολα μεμονωμένων φυσικών προσώπων, που δεν βλέπει μέσα στο άτομο την εκδήλωση του διαλεκτικά «γενικού» και του διαλεκτικά «μερικού», που δεν αντιλαμβάνεται το άτομο ως σύνολο κοινωνικών και ιδεολογικών σχέσεων.
Όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, τα συνθήματα αυτά αντί ν’ αφυπνίζουν- συσκοτίζουν, αντί να ενοποιούν- περιχαρακώνουν, αντί να κινητοποιούν- οδηγούν στην παθητικότητα.
Ουσιαστικά, οι πολιτικές συλλογικότητες που προπαγανδίζουν κυριαρχικά τα συγκεκριμένα συνθήματα, μεταφέρουν στο χώρο της πολιτικής αντιπαράθεσης τις σχολαστικές συζητήσεις που είχαν χωρίσει τους νομιναλιστές και τους ρεαλιστές του μεσαίωνα, ξιφουλκώντας μεταξύ τους για τον τρόπο αντιμετώπισης της σημερινής πολιτικής συγκυρίας. Και οι μεν φερόμενοι σαν «ορθόδοξοι» μαρξιστές αντιμετωπίζουν τις τάξεις και την κοινωνία κατά τον τύπο των «universals» της καθολικής εκκλησίας, οι δε άλλοι σαν εκπρόσωποι του νεοθετικισμού ή του κριτικού ορθολογισμού κλπ.κλπ.
Ο πολιτικοί όροι «ΑΝΤΑΡΣΙΑ, ΑΝΥΠΑΚΟΗ» κλπ., στην νεώτερη πολιτική ιστορία, έχουν κοινό εννοιολογικό περιεχόμενο και αναλύθηκαν θεωρητικά και εμπεριστατωμένα για πρώτη φορά από τον ατομικιστή αναρχικό Μαξ Στίρνερ στο έργο του «Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του».
Γράφει ο Στίρνερ:
«Η επανάσταση συνίσταται στο ν’ ανατρέψουμε την υπάρχουσα τάξη ή τα κατεστημένα του Κράτους και της κοινωνίας. Αυτή είναι, επομένως, μια πολιτική και κοινωνική ενέργεια. Η ανταρσία έχει για συνέπεια αναπόφευκτη μια ανατροπή της καθιερωμένης τάξης, αλλά δε βρίσκεται εδώ η αφετηρία της, αυτή απορρέει από το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι δυσαρεστημένοι με τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτή είναι ένας ξεσηκωμός των ατόμων, ένα ανέβασμα αδιάφορο για τους θεσμούς που απ’ αυτόν θα υψωθούν».
Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Γκράμσι -κι όχι μόνο- έχουν ασκήσει εξουθενωτική κριτική σ’ αυτές τις απόψεις, κι έχουν αποδείξει, με τρόπο επιστημονικό και απόλυτο, το πόσο βλαπτικές είναι για το κίνημα.
Σατυρίζει ο Γκράμσι τον ατομισμό και την «ανταρσία» των… «μοναδικών», ομαδοποιημένων ή μη: «Κάθε “βελανίδι” μπορεί να σκέπτεται ότι μπορεί να γίνει βελανιδιά. Εάν τα βελανίδια είχαν ιδεολογία, αυτή θα ήταν ακριβώς να αισθάνονται ότι “εγκυμονούν” βελανιδιές. Αλλά στην πραγματικότητα το 99% των βελανιδιών χρησιμεύουν για το φαγητό των χοίρων και το πολύ πολύ να συμβάλλουν στην παρασκευή λουκάνικων και μορταδέλας».
Ας επανέλθουμε στην θέση/πρόταση της ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ από την προγραμματική της διακήρυξη, μια θέση που κατά τη γνώμη μας εκδηλώνει με σαφήνεια στις σημερινές μνημονιακές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας τη στρατηγική της μαζικής γραμμής, τον χρυσό κανόνα δηλαδή της διαλεκτικής κοσμοθεωρίας για την πράξη. Υποστηρίζει η ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ στο προαναφερθέν κείμενο:
«Η Λαϊκή Ενότητα δεν είναι εκλογική σημαία ευκαιρίας, ούτε φιλοδοξεί να προστεθεί στα κόμματα του χρεοκοπημένου πολιτικού κατεστημένου. Αποτελεί συσπείρωση πολιτικών οργανώσεων, κινήσεων και ανένταχτων πολιτών, που φιλοδοξεί να εκφράσει, να εμπνεύσει και να ενισχύσει ένα πραγματικό λαϊκό κίνημα, με πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης. Θέλουμε να γίνει η φωνή εκείνων που σήμερα δεν έχουν φωνή, η δύναμη των αδυνάμων. Θέλουμε να είναι η αφετηρία για το μέτωπο που θα εκπροσωπήσει τη συμμαχία των εργαζομένων, των ανέργων, της αγροτιάς, των αυτοαπασχολούμενων, των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, της διανόησης και των ανθρώπων του πολιτισμού, στην κοινή προσπάθεια για ν’ αλλάξει δρόμο η ελληνική κοινωνία».
Συντρόφισσες/Σύντροφοι,
Ο ακρογωνιαίος λίθος της μαρξιστικής θεωρίας για την πράξη εδράζεται αναμφίβολα στη στρατηγική της «μαζικής γραμμής». Η στρατηγική της μαζικής γραμμής, στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε καπιταλιστικής χώρας, συγκεκριμενοποιείται πολιτικά στην τακτική του «ενιαίου μετώπου» των δυνάμεων της κοινωνικής αριστεράς (θέλω να το τονίσω: της κοινωνικής αριστεράς, στην οποία δηλαδή συμπεριλαμβάνονται και κοινωνικές κατηγορίες του πληθυσμού που δεν ανήκουν στην αριστερή πολιτική περιοχή του εποικοδομήματος) . Η συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση αποσκοπεί στην πολιτική ενοποίηση της εργατικής τάξης και την ηγεμονική-διευθυντική συμμαχία της με πλειονοψηφικά τμήματα των ενδιάμεσων διαστρωματώσεων του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Η στρατηγική της «μαζικής γραμμής» δεν στοχεύει «σε ένα ιδεώδες στο οποίο οφείλει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα», αλλά εκδηλώνει πρακτικά, με προγραμματικούς πολιτικούς στόχους και κατευθύνσεις, την κίνηση της πολιτικής δράσης που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Δηλαδή, δεν εκδηλώνει «ένα θολό, αμφίσημο και με πολλαπλές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες και επιδιώξεις προσδιορισμό, όπως απλά «αντιμνημονιακό». Αλλά στηρίζεται σε ένα ελάχιστο πρόγραμμα που είναι σαφές και ταυτόχρονα τομή και ανατροπή σε σχέση με το σήμερα».
Σήμερα, η ιδιομορφία της δομικής κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, που τον καθιστά επίκεντρο της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης ΗΠΑ/δολαρίου-Γερμανίας/Ε.Ε./ευρώ, από την μιά, και η οξύτατη πολιτική-ιδεολογική-οργανωτική κρίση του αντικαπιταλιστικού κινήματος από την άλλη, επικαθορίζουν και διαμορφώνουν τις σκληρές κι εφιαλτικές συνθήκες της σημερινής συγκυρίας.
Σήμερα, η «σωτηρία της πατρίδας» (raison d’ etat) -που την ταυτίζουν με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη συνοδεύουν με μέτρα δήθεν «εκτάκτου ανάγκης»- προβάλλεται ως μοναδικό και έσχατο επιχείρημα από τα μνημονιακά πολιτικά κόμματα.
Η άρνηση, η «ανταρσία», «η σωτηρία του λαού» προβάλλεται ποικιλότροπα και ιδιωματικά από τις δυνάμεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου.
Εδώ, το πολιτικό διακύβευμα των αντικειμένων λόγων -από τη μια «πατρίδα», από την άλλη «λαός»- ηθικοποιεί δύο αντιθετικές, απόλυτες βουλήσεις. Εδώ, οι ad hominem πολεμικές απομακρύνονται εμφανώς από τη διαλεκτική και επιστημονική ανάλυση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών της ταξικής ελληνικής κοινωνίας, και οδηγούν σε μια «λακανικού» τύπου ψυχολογικοποίηση (που επιτρέπει να επιρρίψει κανείς το περιεχόμενο ενός μηνύματος στο πρόσωπο αυτού που το έγραψε ή το διέδωσε, να το αποδώσει σε προσωπικά κίνητρα, να το αναγάγει αποκλειστικά και μόνο στην υποκειμενικότητα), μια «λακανικού» τύπου διχαστική άρνηση.
Γράφει ο Γκράμσι: ««Οι αρχές ενός νέου κόσμου, πάντα τραχιές και πετρώδεις, είναι ανώτερες από την παρακμή ενός κόσμου σε αγωνία, που τραγουδάει το κύκνειο άσμα του».
Αθήνα, 21-11-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου