Διαβάστε περισσότερα...
Η, για τρίτη φορά, επίδειξη αδυναμίας της ΕΕ, στις 23 Απριλίου, να καταλήξει σε αποτελεσματική λύση αντιμετώπισης της οικονομικής διάστασης του κορονοϊού, άνοιξε όπως φαίνεται τους ασκούς του Αιόλου. Και όχι μόνο για τον φτωχό ευρωπαϊκό Νότο, που βλέπει με τρόμο να κονιορτοποιείται, μέσα από την αδιαφορία του πλούσιου Βορρά, αλλά και για ολόκληρη την ΕΕ. Η ΕΕ αυτοκαταστρέφεται, καθώς αυτή η αδιαφορία της για το Νότο οδήγησε τις τελευταίες εβδομάδες σε ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Πρόκειται για την αποστροφή των επενδυτών από το ευρώ, το οποίο σωρηδόν υποκαθιστούν με το δολάριο.
Η υποτίμηση του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου
Εδώ και μια δεκαετία η αμερικανική τράπεζα BNY Mellon παρακολουθεί τις κινήσεις κεφαλαίων ανά την υφήλιο. Ο δείκτης αυτός ήταν θετικός, για την περίπτωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Όμως, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, σήμανε πανικός για το ευρώ, καθώς οι επενδυτές εγκαταλείπουν μαζικά τα ευρωπαϊκά ομόλογα και τις μετοχές προτιμώντας το δολάριο, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο δείκτης, αυτός, τώρα, για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα κινείται ήδη στο κατώτατο δυνατό σημείο του από την ίδρυσή του. Και, συγκεκριμένα, στη συνέχεια της σύσκεψης κορυφής, που περατώθηκε, για τρίτη φορά, χωρίς αποτέλεσμα, το ευρώ έχασε έναντι του δολαρίου 1,07%.
Η ΕΕ πετά τον Νότο της στο πυρ το εξώτερο
Η στροφή αυτή των επενδυτών είναι το αποτέλεσμα αρνητικών προβλέψεών τους, σχετικά με τις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού και την αδυναμία της ΕΕ να τις αντιμετωπίσει. Ο συνδυασμός των ανεπαρκέστατων πόρων, με τους οποίους η ΕΕ προτίθεται να στηρίξει τις πιο αδύνατες οικονομίες της, σε σύγκριση και με τις υψηλές δαπάνες των ΗΠΑ, καταδικάζει αναμφίβολα την ΕΕ στις σχετικές αποφάσεις των επενδυτών. Από τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, ο μόνος ηγέτης που φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει η ΕΕ είναι ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν, ο οποίος πιέζει τους εταίρους για τη λήψη τολμηρότερων και πιο αλληλέγγυων μέτρων. Αλλά, είναι ήδη αργά για την Ευρώπη, καθώς η αναγκαία ρευστότητα για την ομαλοποίηση των οικονομιών, μετά από την καταιγίδα του ιού, θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στα χέρια των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και να χρησιμοποιείται από αυτές. Αλλά, επιπλέον, η Ευρώπη φαίνεται να μην έχει καταρτίσει σοβαρό σχέδιο για το πώς και πού θα έπρεπε να διατεθούν αυτά τα ανύπαρκτα προς το παρόν κονδύλια. Ο κίνδυνος διάλυσης της ΕΕ είναι ορατός, και όπως, εύστοχα, παρατήρησε ο Εμμανουήλ Μακρόν, σε συνέντευξή του στους Financial Times της 16ης Απριλίου «Είμαστε σε ώρες ειλικρίνειας….(…) Για να σωθεί η Ευρώπη έχουμε ανάγκη από μεταφορά χρημάτων και αλληλεγγύη».
Οι οίκοι αξιολόγησης στον ευρωπαϊκό Νότο
Αναμένοντας τον οικονομικό Αρμαγεδδών του κορονοϊού, με την άρνηση της ΕΕ να πορευθεί στην κρίση αυτή με αλληλεγγύη, άρχισαν και οι επισκέψεις των οίκων αξιολόγησης στις οικονομίες της ΕΕ, με σαφή φυσικά προτίμηση αυτές του Νότου. Από τη στιγμή που έγινε ξεκάθαρη η απουσία προστατευτικής ομπρέλας της ΕΕ για τα κράτη-μέλη της, η αξιολόγηση αυτή αφορά χωριστά το κάθε κράτος-μέλος. Και παρότι η Ιταλία εμφανιζόταν, τελευταίως, ως ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, δεν ήταν αυτή που επέλεξαν οι οίκοι αξιολόγησης, για την πρώτη τους επίσκεψη στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου. Αντιθέτως, σε πείσμα των 10 επώδυνων μνημονιακών ετών, που υποτίθεται ότι εξασφάλισαν την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε πείσμα της επίσημης θριαμβολογίας για το «πόσο καλά πηγαίνει η οικονομία μας», οι διεθνείς αξιολογητές είχαν διαφορετική γνώμη. Γι’ αυτό, από ολόκληρο το Νότο της Ευρώπης, εμείς είχαμε την πρωτιά της υποβάθμισης του χρέους μας, με σχεδόν ταυτόχρονες ανακοινώσεις από την Fitch και από την S&P. Καθώς ήμασταν ήδη σε χαμηλό επίπεδο, στη βαθμολογία του χρέους μας, η πρόσφατη αυτή υποβάθμιση, αν και μη σημαντική σε πρώτη ματιά, μας φέρνει ωστόσο πλησιέστερα στα «σκουπίδια» (=junk), στην απευκταία, αλλά φευ πιθανή περίπτωση, που θα υπάρξει συνέχεια της υποβάθμισής μας. Προς το παρόν, αυτή η υποβάθμιση κάνει επαχθέστερη την εξασφάλιση δανείων στις αγορές. Η S&P δικαιολογεί την ενέργεια της υποβάθμισης του χρέους μας, με την πρόβλεψη εξαιρετικής επιδείνωσης της οικονομίας και του προϋπολογισμού, που οφείλεται στον COVID-19, αλλά και στα μέτρα που αναγκάζεται να λάβει η Κυβέρνηση για την αντιμετώπισή του. Και η FITCH εξηγεί την απόφασή της με βάση τις πολύ αρνητικές συνέπειες, που προβλέπει ότι θα έχει ο κορονοϊός, στο ΑΕΠ μας, που θα μειωθεί κατά 8.1%, και στον προϋπολογισμό, που θα εμφανίσει έλλειμμα 7.4%. Πρόκειται για προβλέψεις, που προστίθενται σε πολυάριθμες προηγούμενες μεταξύ των οποίων, ωστόσο, οι διαφορές είναι σημαντικές. Σύμφωνα με τις δικές μου εκτιμήσεις, που είναι πλησιέστερα προς τις αντίστοιχες του ΟΟΣΑ, η ύφεση θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη από τους παραπάνω οίκους αξιολόγησης, το ίδιο και το ύψος του ελλείμματος στον προϋπολογισμό. Και ενώ τα ακριβή ελλείμματα και το ύψος της πτώσης του ΑΕΠ θα γίνουν γνωστά στο πολύ κοντινό μέλλον, είναι ωστόσο βέβαιο ότι στο μεταξύ οι διάφορες οικονομίες της υφηλίου, και πρωταρχικά η Ελλάδα, θα χρειαστεί να δανειστούν, για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα.
Οι δυνατότητες δανεισμού των κρατών-μελών της ΕΕ
Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες δανεισμού, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες που διατήρησαν το εθνικό τους νόμισμα. Και τούτο διότι, οι οικονομίες εκτός ευρωζώνης έχουν δικαίωμα εκτύπωσης χρήματος, το οποίο δεν δημιουργεί χρέος προς το εξωτερικό και το οποίο συνεπώς εξασφαλίζει ανετότερη αντιμετώπιση της κρίσης, στο εσωτερικό τους. Αυτές οι οικονομίες, όπως και η Μ.Βρετανία «που ήδη τυπώνει χρήμα».
Η χείρα βοήθειας της ΕΚΤ
Η ελληνική περίπτωση
Υπάρχουν λύσεις λιγότερο δραματικές;
Θεωρητικά, ναι, υπάρχουν, αλλά απαιτούν είτε μεγαλύτερη τόλμη από την πλευρά μας, είτε κάποιας μορφής αλληλεγγύη από τον ευρωπαϊκό Βορρά. Με τηλεγραφική συντομία αυτές θα μπορούσαν να είναι:
- Διαγραφή του χρέους, ακολουθώντας την πρόταση του ΟΗΕ για διαγραφή του χρέους των αναπτυσσόμενων οικονομιών, που ανέρχεται σε περίπου $1τρισεκατομμυριο.
- Μείωση του ελληνικού χρέους κατά 60% και επέκταση της εξυπηρέτησης και αποπληρωμής του σε 30 χρόνια.
- Επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα, προλαμβάνοντας την πολύ πιθανή διάλυση της ΕΕ, ιδίως αν δεν κατορθώσει να ανέλθει στο ύψος των περιστάσεων.
*Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, συγγραφέας-πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Ρουμανίας και πρ. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Πηγή: ISKRA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου