Διαβάστε περισσότερα...
Οι περισσότεροι Αμερικανοί έμαθαν στο σχολείο ότι το New Deal, η σαρωτική απάντηση του προέδρου Franklin Delano Roosevelt στη Μεγάλη Ύφεση, ήταν ένα σημείο καμπής στην ιστορία των ΗΠΑ. Για 90 χρόνια, τα προοδευτικά σχέδια και οι μεταρρυθμίσεις που μαζεύτηκαν κάτω από αυτή την ονομασία καθόρισαν τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η κυβέρνηση στην κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιες δαπάνες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση των οικονομικών κρίσεων. Το New Deal έθεσε τα πρότυπα για μια μεγάλη κυβερνητική παρέμβαση. Στην συνέχεια ήρθε η πανδημία του 2020.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το Κογκρέσο και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν κινηθεί για να εγχύσουν περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία των ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξοδεύουν και δανείζουν τρισεκατομμύρια επιπλέον. Η Νορβηγία, η Ιταλία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επιδοτούν άμεσα τα ιδιωτικά μισθολόγια. Συνολικά, αυτές οι προσπάθειες θα ανέλθουν σε τουλάχιστον 10 τρισεκατομμύρια δολάρια, ή το ένα τέταρτο της ετήσιας οικονομικής δραστηριότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Ασιατικά κράτη όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα καταβάλλουν παρόμοιες προσπάθειες σε ισοδύναμη κλίμακα.
Οι κυβερνήσεις, με άλλα λόγια, ξοδεύουν σαν να υπάρχει μηδενική οικονομική παραγωγή από τώρα έως κάποια στιγμή αυτό το καλοκαίρι. Τους επόμενους μήνες, ο πακτωλός των δημόσιων δαπανών θα θολώσει τα όρια, που δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρα εξαρχής, μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και θα μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας στους ισολογισμούς των κυβερνήσεων. Αυτό το επίπεδο δαπανών δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία -ούτε καν κοντά. Ούτε στον πόλεμο. Ούτε στην ειρήνη. Ποτέ.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν τέτοιες προσπάθειες μπορούν να σώσουν τις ΗΠΑ, την Ευρώπη ή την παγκόσμια οικονομία, αλλά υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στην άλλη πλευρά αυτής της κρίσης, οι υποτιθέμενοι νόμοι για τις δημόσιες δαπάνες και τον κρατικό δανεισμό θα πρέπει να ξαναγραφούν από το μηδέν.
ΜΙΑ ΑΔΟΚΙΜΑΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ
Στις 28 Μαΐου 1934, ο Βρετανός οικονομολόγος John Maynard Keynes συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο. Με το New Deal σε πλήρη άνθιση και τον Ρούσβελτ να αγκαλιάζει ένα επίπεδο κυβερνητικών δαπανών και παρέμβασης στην οικονομία που τότε ήταν άνευ προηγουμένου για ειρηνική εποχή, θα περίμενε κανείς ότι ο Κέυνς θα επαινούσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ για την εφαρμογή των συστάσεων του ίδιου του Κέυνς για το πώς να ξεφύγει από μια βαθιά ύφεση. Αντ' αυτού, ο οικονομολόγος είπε στον Ρούσβελτ, ευγενικά και με σεβασμό, ότι δεν είχε κάνει αρκετά.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Κέυνς έγραψε ένα άρθρο γνώμης [2] στους New York Times υποστηρίζοντας ότι για να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ρήγμα της Μεγάλης Ύφεσης, η κυβέρνηση θα πρέπει να αυξήσει δραματικά τις δαπάνες και να επιτρέψει υψηλότερα ελλείμματα. Αλλά αυτό ήταν ένα βήμα πολύ προωθημένο ακόμη και για τον Ρούσβελτ, του οποίου η διοίκηση έκανε ήδη περισσότερα από οποιαδήποτε προηγούμενη διοίκηση για να στηρίξει την ζήτηση, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, τα επίπεδα δαπανών παρέμειναν περίπου τα ίδια, συνολικά περίπου 700 δισεκατομμύρια δολάρια [3] σε σημερινά δολάρια για ολόκληρη την περίοδο. Και ενώ το New Deal συγκράτησε την πτώση από το να γίνει χειρότερη, ποτέ δεν αποκατέστησε επαρκώς την ανάπτυξη και την ευημερία στα επίπεδα πριν από την ύφεση.
Επόμενα κυβερνητικά προγράμματα δαπανών, μερικά από αυτά εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν εξίσου φιλόδοξα και μερικές φορές περισσότερο. Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ηνωμένο Βασίλειο δημιούργησε ένα εθνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Οι σκανδιναβικές χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου, και τελικά η υπόλοιπη Ευρώπη το έκανε επίσης. Η Ευρώπη επένδυσε επίσης σε εκτεταμένα προγράμματα δημόσιας εκπαίδευσης και στέγασης, εν μέρει για να θεραπεύσει τις καταστροφές του πολέμου και εν μέρει για να κρατήσει την παλίρροια του κομμουνισμού μακριά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα προγράμματα Great Society του προέδρου Lyndon Johnson προσπάθησαν να αυξήσουν το βιοτικό επίπεδο όλων των Αμερικανών την δεκαετία του 1960. Αυτά τα προγράμματα κόστιζαν τρισεκατομμύρια δολάρια, αλλά ήταν αργόσυρτα και σταδιακά κατά την διάρκεια δεκαετιών.
Στην δεκαετία του 1980, πολλές Δυτικές χώρες άρχισαν να μειώνουν την κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Ξεκινώντας από τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν, διαδοχικές διοικήσεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να μειώσουν τις δαπάνες για πρόνοιες. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έκανε το ίδιο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παρά ταύτα, η πίστη στις τονωτικές δαπάνες (stimulus spending) κατά την διάρκεια οικονομικών κρίσεων άντεξε. Κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008–9, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέσωσε τις βιομηχανίες των τραπεζών, των ασφαλίσεων και των αυτοκινήτων με κόστος περίπου 800 δισεκατομμύρια δολάρια. Λίγο αργότερα, ενέκρινε ένα πακέτο [οικονομικής] τόνωσης παρόμοιου μεγέθους. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παραλυμένες από την γερμανική επιμονή στην δημοσιονομική λιτότητα και μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με λιγότερη ισχύ από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, κινήθηκαν πιο αργά και ξόδεψαν λιγότερα. Η αρχική διάσωση (bailout) της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2008 ανήλθε σε λιγότερο από 300 δισεκατομμύρια δολάρια, αν και ο αριθμός αυτός αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου με διάφορες δράσεις της Κεντρικής Τράπεζας και κινήσεις από μεμονωμένες χώρες για να ενισχύσουν τις οικονομίες τους.
Οι επικριτές έχουν επισημάνει τα διφορούμενα αποτελέσματα κάθε κύματος δημοσίων δαπανών και υποστήριξαν ότι τέτοιες παρεμβάσεις βλάπτουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική υγεία. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι το New Deal αποκατέστησε την εμπιστοσύνη του κοινού και τουλάχιστον σταθεροποίησε εν μέρει μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση, αλλά υπάρχει σημαντική αντιλογία [4] σχετικά με το κατά πόσον πέτυχε να άρει την οικονομία από την ακινησία. Τα προγράμματα του Great Society ήταν ακόμη πιο αμφιλεγόμενα. Προκάλεσαν αύξηση των φλογερών απόψεων υπέρ της ελεύθερης αγοράς, υποστηριζόμενες αρχικά από τον οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Μίλτον Φρίντμαν, ότι οι κυβερνητικές δαπάνες τραβούν προς τα κάτω την οικονομία και ότι η αγορά είναι καλύτερα να αφήνεται μόνη της. Πολλοί συντηρητικοί κατηγόρησαν [5] το χρηματοδοτούμενο από το δημόσιο ευρωπαϊκό δίχτυ ασφαλείας για περιορισμό της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας και της καινοτομίας. Και η τόνωση μέσω δαπανών το 2008 και το 2009 ήταν εξίσου αν όχι περισσότερο αμφιλεγόμενη, με πολλούς οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς να επιτίθενται [6] σε αυτό που θεωρούσαν υπερβολικές και περιττές κυβερνητικές δαπάνες ως μια αιτία για τον αργό ρυθμό της ανάκαμψης που θα ερχόταν τελικά.
Η απάντηση σε αυτές τις κριτικές ήταν συχνά αυτό που είπε ο Κέινς στον Ρούσβελτ το 1934: Οι κυβερνήσεις δεν ξοδεύουν αρκετά. Μέχρι τώρα, αυτή η θεωρία ήταν αδύνατο να δοκιμαστεί. Οι κυβερνήσεις μπορούν να ξοδέψουν μόνο όσα θα επιτρέψουν οι πολίτες τους, και για σχεδόν έναν αιώνα, οι πολίτες έχουν επιτρέψει δαπάνες μεταξύ 5% και 10% του ΑΕΠ [7] (συμπεριλαμβανομένου του διευρυμένου δανεισμού από τις κεντρικές τράπεζες) σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, ανεξάρτητα από την σοβαρότητα της κρίσης.
Τώρα η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει εγκρίνει δαπάνες που ανέρχονται στο ένα τρίτο του ετήσιου ΑΕΠ για διάστημα μερικών μηνών. Δεδομένων των τωρινών μουρμουρητών σχετικά με ένα πιθανό νομοσχέδιο υποδομών ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και για περισσότερη χρηματοδότηση για άμεση οικονομική τόνωση, το συνολικό ποσό θα μπορούσε να καταλήξει να πλησιάζει το 50% του ετήσιου ΑΕΠ. Αυτή η αναλογία είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερη από ό, τι ο ίδιος ο Κέινς θα είχε σκεφτεί. Αυτό ισοδυναμεί με ένα πείραμα υπερ-κεϋνσιανισμού τόσο μεγάλο που η καλύτερη αναλογία προέρχεται από ένα στρατιωτικό δόγμα. Διατυπωμένο σε διάφορους βαθμούς από τον πρώην υπουργό Άμυνας, Caspar Weinberger, και τον πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, Κόλιν Πάουελ, το δόγμα της «συντριπτικής ισχύος» (“overwhelming force”) έλεγε ότι η στρατιωτική ισχύς, εάν κριθεί απαραίτητο, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σταδιακά και διστακτικά, όπως έγινε στο Βιετνάμ, αλλά συντριπτικά, όπως έγινε στο Ιράκ το 1991 και το 2003. Έτσι, επίσης, διατίθενται δημόσιοι πόροι με «συντριπτική ισχύ»: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ξοδεύει περισσότερα από όσα πίστευε κανείς ότι ήταν δυνατόν, γρηγορότερα από όσο νόμιζε κανείς εφικτό, καθώς επιδιώκει να περιορίσει την οικονομική ζημία που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό.
ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Θα λειτουργήσει; Κανείς δεν ξέρει σίγουρα, επειδή κανένα από τα προηγούμενα επεισόδια υψηλών κρατικών δαπανών δεν είναι συγκρίσιμο. Αυτό είναι ένα πραγματικό παγκόσμιο πείραμα. Όμως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, δεν θα υπάρξει επιστροφή στις παλιές ιδεολογικές διαφορές και στις οικονομικές συζητήσεις σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες και τον δανεισμό. Η τεράστια κλίμακα των κυβερνητικών δαπανών σε όλο τον κόσμο πιθανότατα θα αναγκάσει τους οικονομολόγους να επανεξετάσουν τους «νόμους» των τιμών, των αγορών και των κρατικών ισολογισμών. Η κρίση του κορωνοϊού έχει κάνει την γραμμή μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να καταρρεύσει -τουλάχιστον προσωρινά και ίσως μόνιμα. Όταν σταματά όλη η οικονομική δραστηριότητα, δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά. Το αν οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στο σημείο στο οποίο η ελεύθερη αγορά να αρχίσει να λειτουργεί και πάλι είναι το τεστ που κάνουν τώρα οι κυβερνήσεις. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι χωρίς αυτό το επίπεδο δαπανών, ο κίνδυνος μιας πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος.
Μεταξύ των οικονομικών «νόμων» που θα δοκιμαστούν και πιθανόν να βρεθούν λάθος είναι ότι τα υψηλά επίπεδα δαπανών από το έλλειμμα (που πληρώνονται με εκτύπωση χρημάτων) θα προκαλέσουν πληθωρισμό. Δεν συμφωνούν όλοι, ούτε καν οι περισσότεροι μακρο-οικονομολόγοι με αυτήν την άποψη, αλλά μέχρι την επιδημία του κορωνοϊού παρέμεινε η επικρατούσα ορθοδοξία του πολιτικού κόσμου. Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κήρυτταν την δημοσιονομική ευθύνη, για να μην καταλήξουν οι σπάταλες χώρες να έχουν υπερπληθωρισμό τύπου Ζιμπάμπουε. Τώρα ολόκληρος ο κόσμος απορρίπτει αυτήν την ορθοδοξία δια μιας.
Μια άλλη κυρίαρχη άποψη που είναι πιθανό να μπει στην άκρη είναι ότι οι υπερβολικές κυβερνητικές δαπάνες θα σακατέψουν την οικονομική ανάπτυξη και θα οδηγήσουν σε αόριστες αλλά δυσοίωνες «υπερβολές». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Deutsche Bundesbank έχουν κηρύξει παραλλαγές αυτού του συνθήματος εδώ και δεκαετίες, κάτι που εξηγεί γιατί η Γερμανία υιοθέτησε την λιτότητα αντί να δαπανήσει μετά την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως οι Γερμανοί ξοδεύουν τώρα τόσο επιθετικά όσο οποιοσδήποτε άλλος, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα σταματήσουν.
Με ακόμη και τους οικονόμους Γερμανούς να παρουσιάζουν μεγάλα ελλείμματα, η ιδέα της χρυσής αναλογίας μεταξύ του ΑΕΠ μιας χώρας και του αποδεκτού επιπέδου χρέους της είναι πιθανό να εγκαταλειφθεί επίσης. Μετά την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, οι οικονομολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ [8] άνω του 60% θα έκανε μια χώρα λιγότερο ανθεκτική στις οικονομικές κρίσεις. Και όσο υψηλότερη είναι η αναλογία, τόσο πιο πιθανό είναι ότι μια κυβέρνηση θα έπρεπε να δανειστεί με υψηλότερο επιτόκιο.
Ακόμη και πριν από την κρίση του κορωνοϊού, η έννοια του βέλτιστου λόγου χρέους προς ΑΕΠ είχε αμφισβητηθεί. Η Ιαπωνία είχε δανειστεί περισσότερο από τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια, με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ πριν από την πανδημία σχεδόν στο 230%, σε σύγκριση με την αναλογία των ΗΠΑ στο περίπου 110%. Ωστόσο, τα επιτόκια και ο πληθωρισμός της Ιαπωνίας παρέμειναν σταθερά και μάλιστα μειώθηκαν ελαφρώς -ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προβλέπουν τα παραδοσιακά οικονομικά μοντέλα. Σύντομα, η Ιαπωνία θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, και η απόδοσή της πριν από τον κορωνοϊό θα μπορούσε πραγματικά να αποτελέσει θετικό αντίκτυπο για χώρες που ακολουθούν τα χνάρια της: Ένα ιστορικό αναιμικής ανάπτυξης αλλά οικονομικής σταθερότητας, χαμηλού πληθωρισμού και ευρέως κατανεμημένου πλούτου.
Εάν ο μεγάλος δανεισμός και οι δαπάνες κάνουν τις χώρες περισσότερο σαν την Ιαπωνία παρά σαν την Ζιμπάμπουε, υπάρχει λόγος αισιοδοξίας. Αλλά αυτό είναι το καλύτερο σενάριο. Είναι εύκολο να φανταστούμε και χειρότερα. Οι δημόσιες δαπάνες από μόνες τους δεν μπορούν να αντικαταστήσουν επ' αόριστον την πραγματική οικονομική δραστηριότητα, αν και μπορεί να αποτελέσουν ένα ζωτικό καταπραϋντικό βραχυπρόθεσμα.
Οι μεγάλες κοινωνικές θεωρίες σχεδόν ποτέ δεν δοκιμάζονται στον πραγματικό κόσμο. Σήμερα το κάνουν. Στην μέγγενη της πανδημίας, οι κυβερνήσεις ξοδεύουν με κατακλυσμική δύναμη για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση. Το αν θα λειτουργήσει αυτό το μεγάλο πείραμα είναι ασαφές. Αλλά αυτό που είναι σαφές είναι ότι τίποτα άλλο δεν θα το κάνει.
Αναδημοσίευση από: FOREIGN AFFAIRS (Hellenic Edition)
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-04-16/can-his...
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Leading-Indicators-Short-History-Numbers/dp/14516...
[2] https://timesmachine.nytimes.com/timesmachine/1934/06/10/issue.html
[3] https://www.stlouisfed.org/~/media/publications/regional-economist/2017/...
[4] https://www.cnn.com/2009/US/02/20/Newdeal.debate/index.html
[5] https://www.wsj.com/articles/SB10001424052748703312504575141640716040122
[6] https://theweek.com/articles/795338/conservatives-are-blaming-obama-econ...
[7] https://www.stlouisfed.org/publications/regional-economist/first_quarter...
[8] https://voxeu.org/debates/commentaries/there-optimal-debt-gdp-ratio
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου