Αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Σεραφείμ Παπαπέτρου, επειδή διευκρινίζει τις απόψεις του ΑΚΕΠ για την τρομοκρατία.
Στις σημερινές συνθήκες η άρχουσα τάξη δεν απειλείται από την στρατιωτική δράση μεμονωμένων ατόμων αποκομμένων από την λαϊκή βάση, αφού έχει όχι μόνον στρατιωτική υπεροπλία έναντι των πολιτικών οργανώσεων που ασκούν ατομική τρομοκρατία, αλλά κι επειδή οι ιδέες και οι φιλοσοφικές αντιλήψεις των οργανώσεων αυτών είναι φιλικές προς τις αντιλήψεις της αστικής φιλοσοφίας και εχθρικές προς την επιστημονική κοσμοθεωρία του επαναστατικού μαρξισμού. Σήμερα, στις συνθήκες της ανωριμότητας του υποκειμενικού παράγοντα της ελληνικής κοινωνίας, ο επαναστατικός μαρξισμός, δηλαδή ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, είναι το μόνο αντίπαλο δέος, ο μόνος πραγματικός εχθρός της άρχουσας τάξης, αφού αν η θεωρία αυτή κατακτήσει κι αφυπνίσει την εργατική τάξη και το λαό θα γίνει η υλική δύναμη που είναι ικανή ν’ ανατρέψει το σημερινό βάρβαρο, γερασμένο και παρηκμασμένο καπιταλιστικό σύστημα.
Είναι σαφές, άλλο πράγμα είναι η αιτία κι άλλο πράγμα είναι η αφορμή, άλλο πράγμα είναι η αιτία κι άλλο το πρόσχημα, το άλλοθι. Οι οργανώσεις, λοιπόν, που ασκούν ατομική τρομοκρατία, κατά την αντίληψή μας, δεν αποτελούν αιτία για αντιδραστικά νομοθετήματα, αλλά ούτε καν αφορμές, αποτελούν μόνον το πρόσχημα, το προπαγανδιστικό άλλοθι.
Το Κράτος, σήμερα, νομοθετεί, όχι για να αντιμετωπίσει οργανώσεις τύπου «Σέχτα», αλλά για να εκσυγχρονίσει θεσμικά το οπλοστάσιό του ενάντια στην βέβαιη προοπτική της ανασύστασης του εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Μάλιστα, η ύπαρξη οργανώσεων τύπου «Σέχτα» αφυπνίζει τους παρηκμασμένους και διεφθαρμένους μηχανισμούς καταστολής, τους εκσυγχρονίζει και τους εκπαιδεύει.
Το ότι η εργατική τάξη κι ο λαός είναι υποταγμένος οικονομικά, ιδεολογικά και πολιτικά στην άρχουσα τάξη είναι κοινή πεποίθηση, όχι μόνο του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου, αλλά και των πολιτικών εκπροσώπων και των ιδεολόγων της άρχουσας τάξης, οι οποίοι μάλιστα ανάλογα με την κομματική τους τοποθέτηση επιρρίπτουν ευθύνες και προβάλουν συνταγές λαϊκής ενεργοποίησης ενάντια στην διαφθορά, τον ωχαδερφισμό και την παρακμή.
Κανείς όμως από τους αστούς ιδεολόγους, όταν αναφέρεται στην παθητικότητα του λαού, δεν προβάλει την καπιταλιστική εκμετάλλευση σαν ουσιώδη αιτία της παθητικότητας, της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης και της εξαθλίωσης.
Κανείς από αυτούς δεν προβάλει το γεγονός πως η αστική δημοκρατία συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, κι έτσι μένει πάντα στην ουσία δημοκρατία για την μειοψηφία, μόνο για τις εύπορες τάξεις, μόνο για τους πλούσιους. Η ελευθερία της καπιταλιστικής κοινωνίας μένει πάντα περίπου η ίδια όπως ήταν η ελευθερία στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες: ελευθερία για τους δουλοκτήτες. Οι σημερινοί μισθωτοί δούλοι, εξαιτίας των όρων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, πιέζονται τόσο πολύ από την ανέχεια και την εξαθλίωση, που «δεν ενδιαφέρονται για την δημοκρατία», «δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική», και μέσα στις συνθήκες της συνηθισμένης ειρηνικής ροής των γεγονότων η πλειονότητα του πληθυσμού έχει παραμεριστεί από την συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Αν κοιτάξουμε πιο κοντά το μηχανισμό της καπιταλιστικής δημοκρατίας οι περιορισμοί, οι αποκλεισμοί, οι εξαιρέσεις, τα εμπόδια για τους φτωχούς φαίνονται μικροπράγματα, ιδίως στα μάτια εκείνου που δεν είδε ποτέ την στέρηση και δεν έζησε από κοντά την μαζική ζωή των καταπιεζόμενων τάξεων (και τέτοιοι είναι τα 9/10 αν όχι τα 99/100 των αστών λογίων και πολιτικών) - αλλά όλοι μαζί αυτοί οι περιορισμοί και τα εμπόδια αποκλείουν, διώχνουν την φτωχολογιά από την πολιτική, από την ενεργό συμμετοχή στη δράση.
Ο Μαρξ συνέλαβε θαυμάσια αυτή την ουσία της καπιταλιστικής δημοκρατίας, και μαζί με τους μαθητές του, πρόβαλε ένα επιστημονικό πολιτικό σχέδιο αφύπνισης της εργατικής τάξης και του λαού που οδηγεί στην ενεργοποίηση, την συμμετοχή, την χειραφέτηση και την ελευθερία.
Σήμερα, ο επαναστατικός μαρξισμός έχει σκόπιμα διαστρεβλωθεί, έχει σκόπιμα συκοφαντηθεί κι έχει σκόπιμα ταυτιστεί με τα αντιδραστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε και απομυθοποιήθηκε.
Πολλές από τις πολιτικές οργανώσεις που ασκούν ατομική τρομοκρατία έχουν απορρίψει το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό ως μέθοδο ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας, και είναι αλληλέγγυες προς τις μεθοδολογικές αντιλήψεις της αστικής κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας, και δεν μπορούν να διερμηνεύσουν και ν’ αντιμετωπίσουν τις αιτίες της παθητικοποίησης της εργατικής τάξης, την οποία θεωρούν μάλιστα υπεύθυνη για την σημερινή αθλιότητα και αναφέρονται σε αυτήν με τρόπο υβριστικό, χυδαίο και αντιεπιστημονικό.
Η επανάσταση δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά υπερατομική. Η επανάσταση δεν ξεκινάει από τον εαυτό μας και καταλήγει στον εαυτό μας, η επανάσταση ξεκινάει από την κοινωνία και καταλήγει στην κοινωνία. Ο Μαρξ στην κριτική του στον Προυντόν αναφέρει το γνωστό «σημασία δεν έχει τι θα πράξει ο κάθε μεμονωμένος εργάτης, αλλά τι θα πράξει η εργατική τάξη στο σύνολό της…».
Βέβαια, η ατομική επιλογή απέναντι σε κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα είναι σημαντική, μόνον όταν είναι έκφραση συνειδητής απόφασης που εντάσσει το «εγώ» στο «εμείς», το «εγώ» στο «εσύ», όταν το ειδικό εκδηλώνει την διαλεκτική σχέση ειδικού-γενικού-μερικού. Π.χ. η στάση απέναντι στον Γερμανό κατακτητή, το αν είσαι δηλαδή με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή με τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανο-ιταλούς, παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής συνείδησης, στην οργάνωση του ατόμου στην συλλογική δράση.
Η ατομική στάση απέναντι στην καπιταλιστική θηριωδία του σήμερα παίζει ουσιώδη ρόλο στην διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής αντικαπιταλιστικής συνείδησης και στην οργάνωση της ένταξης του ατόμου στη συλλογική δράση, της μόνης ικανής να ανατρέψει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, την καπιταλιστική θηριωδία, την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Το ζήτημα δεν είναι μόνο στο να «καταστρέψει» αλλά και στο «τί θα οικοδομήσει», με τί θα αντικατασταθεί το γερασμένο, το σάπιο, το παρακμιακό.
Ο αγώνας για τον αγώνα, ο αγώνας χωρίς όραμα, χωρίς ιδανικά, χωρίς σκοπό είναι αγώνας ουτοπικός, ρεφορμιστικός κι ως εκ τούτου ατελέσφορος.
Η ατομική τρομοκρατία είναι το απαύγασμα του διανοητικού και ηθικού μαρασμού της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι το αποτέλεσμα των λαθών και της κρίσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης και δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να ταυτιστεί με την επαναστατική βία.
Στη σημερινή κοινωνία, οι προοδευτικοί διανοούμενοι απειλούνται με αφανισμό εξαιτίας της αχρηστίας τους και κινδυνεύουν να μετατραπούν σε δουλικούς υπάλληλους του αστικού κράτους. Σήμερα, τα ανώτερα πολιτισμικά στρώματα –ιδίως τα προοδευτικά- ζουν μια ζωή κλειστή και στερημένη από την ευρύτερη κοινωνική βάση και μακριά από την ζωή του λαού. Πρόκειται για χωρισμό, για μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στην θεωρητική και πρακτική λογική, την θεωρία και την πράξη, το «πνεύμα» και την «ύλη», ρήξη που προκαλεί αδυναμία και παρακμή.
Η ιδέα του «οργανικού πολιτισμού» και των «οργανικών κοινωνικών τάξεων» του 19ου και του 20ου αιώνα, ότι δηλαδή θα συμμετέχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις και όλοι οι άνθρωποι στην πολιτισμική δημιουργία, είχε καθαρά ρομαντικό περιεχόμενο (Σίλλερ, Βάγκνερ κλπ) κι έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά κάτω από τα χτυπήματα της πανίσχυρης και αναπτυσσόμενης τεχνολογίας και των θετικών επιστημών. Ο Μπρεχτ εξηγεί στα «Πολιτικά Κείμενα» τους λόγους που εξανάγκασαν την άρχουσα τάξη να εισαγάγει στο σύστημα των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, σήμερα ο κόσμος φαίνεται να κινείται, όχι προς μια πολιτισμικο-κοινωνική και πολιτική ενότητα, αλλά προς μια ενότητα τεχνοκρατική-γραφειοκρατική και κεντρομόλο.
Όμως, όταν στην σύγχρονη κοινωνική αναταραχή εμφανίζεται το πρόβλημα της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής κρίσης και το πρόβλημα της επανάστασης, η στάση, η θέση και οι επιλογές της προοδευτικής διανόησης παίζει ουσιώδη ρόλο στην πολιτική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Πάντα στις ταξικές κοινωνίες, κάθε δημιουργική διανοητική παραγωγή χωρίζεται αναπόφευκτα από την λαϊκή κουλτούρα, κι έτσι δημιουργείται –πάντα- μια πνευματική αριστοκρατία. Στον σύγχρονο συστημικό τεχνοκρατικό πολιτισμό του φιλελεύθερου ατομικισμού, των golden boys και του χρηματιστηριακού ολοκληρωτισμού δημιουργείται αναγκαστικά μια απομονωμένη πνευματική αριστοκρατία που αναγνωρίζει φανερά την αχρηστία της.
Στις μέρες μας, ο αστικός πολιτισμός – ή καλύτερα η πολιτιστική δικτατορία της ολιγαρχίας- εκπροσωπεί την αρνητική εκδοχή της κουλτούρας, αφού, ως γνωστόν, αντικαθιστά τον πολιτισμό με την μαζική υποκουλτούρα των γιάπηδων, του life style, της εκφυλισμένης και χυδαίας τέχνης. Έτσι, τα δημιουργικά επιτεύγματα της προοδευτικής πνευματικής ελίτ, όπως είναι φυσικό μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, παραποιούνται από τα κυκλώματα της πολιτιστικής και πολιτισμικής λαϊκής υποκουλτούρας. Έτσι, η προοδευτική ελίτ των διανοουμένων απομονώνεται κοινωνικά όλο και περισσότερο, εξασθενεί κοινωνικά και παρουσιάζει συμπτώματα αγωνίας, ηθικής κατάπτωσης και παρακμής.
Μια μερίδα, λοιπόν, της προοδευτικής διανόησης αγωνίζεται για να σωθεί και προσαρμόζεται στις επιταγές της άρχουσας τάξης και στα κελεύσματα της μαζικής υποκουλτούρας. Μια άλλη μερίδα επιχειρεί να διασωθεί υιοθετώντας τις κυρίαρχες φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις: από την μια οι αριστεροί Σαρτρ, Μπένγιαμιν, Βαλλερστάιν, Νέγκρι κλπ, και από την άλλη οι Φουκώ, Πόππερ, Ντεριντά, Λυοτάρ, Τζέημσον κλπ.
Το γεγονός ότι οι λαϊκές μάζες δεν μπορούν ακόμη να κατανοήσουν πως τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού -που κατέρρευσαν και απομυθοποιήθηκαν- δεν έχουν καμιά σχέση με την μαρξιστική κοσμοθεωρία, το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, άσκησε και ασκεί αφόρητη πίεση στην προοδευτική διανόηση και συνέβαλε και συμβάλει στην προδοτική συγκατάβασή της με την αστική φιλοσοφία. Ακόμη κι ο θαυμάσιος ποιητής μας Λειβαδίτης, όταν αποκαθήλωναν ένα άγαλμα του Λένιν, είπε την απαράδεκτη φράση «να μην πειράζουν αυτό τον άνθρωπο με το μούσι, διότι τον είχε πληρώσει με πολλά χρόνια από την ζωή του» κλπ κλπ.
Τέλος, σε ένα μικρό τμήμα της προοδευτικής διανόησης δημιουργήθηκε η ιδέα ενός ατομικισμού στην σκέψη και την δράση, που αναβιώνει τις ατομοκεντρικές αντιλήψεις των υποκειμενιστών Ναρόντνικων της Ρωσίας, των ατομοκεντρικών αντιλήψεων των Προυντόν και Στίρνερ κλπ., που, μαζί με τον Μινιέ και τους Γάλλους αστούς ιστορικούς της Παλινόρθωσης, αναγορεύουν τα πάθη σε κινητήρια δύναμη της κοινωνικής και ιστορικής εξέλιξης.
Επειδή, λοιπόν, η δικτατορία που ασκείται πάνω στην συνείδηση από το σύστημα, καταργεί την πνευματική δημιουργικότητα κι εξαναγκάζει τους διανοούμενους να προδώσουν τα ιδεώδη τους, τους οδηγεί στην δουλικότητα και αξιώνει την συμμόρφωσή τους στην κυρίαρχη κουλτούρα με την απειλή του αφανισμού, με μια λέξη η δικτατορία αυτή παραλύει τις συνειδήσεις, σε αυτήν την τυραννία για μια μερίδα διανοούμενων αλλά και άλλων κοινωνικών στρωμάτων που ο καπιταλισμός έχει ωθήσει στο περιθώριο, υπάρχει μια πέρα για πέρα λανθασμένη και ουτοπική ηρωική διαφυγή: αυτή του εξτρεμισμού και της ατομικής τρομοκρατίας.
Κατά την αντίληψη και την διατύπωση της πάντα επίκαιρης μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, οι εξτρεμιστικές εκδηλώσεις και η ατομική τρομοκρατία είναι εκδήλωση «της πιο φλογερής αγανάκτησης διανοουμένων και μη που δεν ξέρουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να συνδέσουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα». Όσοι έχασαν την πίστη τους, ή δεν πίστεψαν ποτέ, στην δυνατότητα της σύνδεσης της επαναστατικής δουλειάς με το εργατικό κίνημα, «είναι πραγματικά δύσκολο να βρουν άλλη διέξοδο για το αίσθημα της αγανάκτησής τους και για τον επαναστατικό τους δυναμισμό εκτός από τον εξτρεμισμό και την ατομική τρομοκρατία».
Εν κατακλείδι, η θέση της γενικής θεωρίας του ιστορικού υλισμού που αναφέρεται στην συνείδηση των ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και των τάξεων, είναι πέρα για πέρα επιστημονική και μας δείχνει την μέθοδο με την οποία οφείλουμε να εξετάζουμε την κοινωνική πραγματικότητα: «όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει αυτό για τον εαυτό του, το ίδιο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή ανατροπής από την συνείδηση που έχει αυτή για τον εαυτό της. Χρειάζεται, αντίθετα, να εξηγούμε την συνείδηση αυτή με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με την σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής» (Κάρλ Μάρξ, Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας)
Μάκης Παπαπέτρου
Αναδημοσίευση από:http://akep.blogspot.gr/2009/07/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου