Της ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ*
Το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ,
αναμφίβολα, ενδιαφέρει άμεσα το σύνολο των Ελλήνων. Διότι, ακόμη και
όσοι ανάμεσά μας εθελοτυφλούν, όσοι επιμένουν να δαιμονοποιούν τον
ΣΥΡΙΖΑ, και εξακολουθούν να δηλώνουν με αφοπλιστική αφέλεια ότι «μπορεί
και να αποφευχθεί η έλευσή του», θα είχαν ασφαλέστατα πειστεί για το
αντίθετο, αν προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την άκαμπτη αδιαλλαξία της Τρόικας,
στην πρόσφατη επίσκεψή της, στην Ελλάδα.
Διαβάστε περισσότερα...
Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται
για αλάνθαστο βαρόμετρο των επικείμενων ριζικών πολιτικών αλλαγών, που
ερμηνεύονται με την κυνική πεποίθηση των Τροικανών, αλλά φυσικά και των
αφεντικών τους, ότι δεν υπάρχει λόγος υποχωρήσεων και ευγενικής
συμπεριφοράς, προς την απερχόμενη κυβέρνηση, της οποίας έληξε η
αποστολή.
Κάτω από το πρίσμα αυτό δεν έχει νόημα η όποιας μορφής αντιπολιτευτική
διάθεση, σχετικά με το οικονομικό πρόγραμμα του Σύριζα. Αντιθέτως, στην
οικτρή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, θα έπρεπε σύσσωμοι οι Έλληνες
να το συνοδεύουν με ειλικρινείς ευχές για επιτυχία, εφόσον είναι σαφές
ότι πρόκειται για την τελευταία ελπίδα επιβίωσης της Ελλάδας.
Με τις παραπάνω αυτές σκέψεις, θα προχωρήσω σε γενικής, και ειδικότερης μορφής παρατηρήσεις αυτού του προγράμματος. Καταρχήν πιστεύω ότι θα ήταν απείρως προτιμότερο το πόνημα αυτό να ήταν συντομότερο, και όχι βεβαρημένο με 365 σελίδες, οι οποίες επιπλέον περιλαμβάνουν ατελεύτητες λεπτομέρειες, περί παντός του επιστητού. Λεπτομέρειες που ασφαλώς δεν είναι του παρόντος. Λεπτομέρειες με άγνωστη προς το παρόν έκβαση,
εφόσον δυστυχώς το κατεπείγον αυτή τη στιγμή είναι να σταματήσει ο
κατήφορος προς την άβυσσο. Ακόμη, θα ήταν σοφότερο, κατά την κρίση μου,
αν οι συντάκτες του είχαν αποφύγει τις εκτεταμένες θεωρητικές, και ας
μου επιτραπεί να προσθέσω, συχνά αμφίβολης επάρκειας αναλύσεις και αν
είχαν αυστηρά περιοριστεί στον εκρηκτικό πυρήνα του ελληνικού
προβλήματος, που είναι το πλήρες αδιέξοδο, αν εξακολουθήσουμε να
παραμένουμε στο ανθυγιεινό μνημονιακό περιβάλλον.
Θα αποφύγω, συνεπώς εδώ, να σχολιάσω τους επί μέρους πολυπληθείς και εν πολλοίς διεσπαρμένους στόχους
του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, και διότι αυτοί θα έχουν υπόσταση μόνο
εφόσον μπορέσει τελικά να σωθεί η Ελλάδα, αλλά και διότι στην ολότητά
τους, θεωρώ ότι είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Δηλαδή, η υλοποίηση
αυτών των στόχων, αν και όταν πραγματοποιηθεί, υπόσχεται να γιατρέψει, σταδιακά, τις πληγές της ρημαγμένης ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και να την επαναφέρει σε συνθήκες ανεκτού καπιταλισμού
με σχετικά ανθρώπινο πρόσωπο- ασφαλώς, όχι σε συνθήκες σοσιαλισμού,
παρότι αυτό υποστηρίζεται στο πρόγραμμα. Ουδείς, συνεπώς, σοβαρός και
αντικειμενικός πολίτης αυτής της χώρας θα μπορούσε, καταρχήν, να
διαφωνήσει με τους θεωρητικούς, προς το παρόν, αυτούς στόχους.
Η κριτική, συνεπώς, του προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναφέρεται, στην επιλογή των στόχων, αλλά φευ στη δυνατότητα υλοποίησής τους.
Δυστυχώς, ο αντικειμενικός αναγνώστης έχει σχεδόν από τις πρώτες
σελίδες του προγράμματος, την πικρή αίσθηση ότι πρόκειται για εκτεταμένο
ευχολόγιο και όχι για πρόγραμμα με σοβαρές πιθανότητες
εφαρμογής. Ακόμη χειρότερα, και ειδικότερα αν ληφθούν υπόψη οι νέες
αδυσώπητες, για την Ελλάδα, εξελίξεις –παρότι λογικά ήταν αναμενόμενες- ο
αναγνώστης καλοπροαίρετα αναρωτιέται σε τι θα διαφέρουν οι εξελίξεις
επί ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με πριν από αυτόν.
Σπεύδω να
δηλώσω ότι ουδόλως, παραβλέπω τη δυνατότητα κάποιων βελτιώσεων, που
είναι σημαντικές, όπως μεταξύ άλλων την επαναφορά του κατώτατου μισθού και των συντάξεων,
σε προηγούμενα και πιο ανθρώπινα επίπεδα. Ωστόσο, θεωρώ ότι το βασικό
πρόβλημα επιβίωσης της Ελλάδας δεν λύεται με αυτές, τις έστω πολύ
σημαντικές παρεμβάσεις, που όμως είναι συγκυριακές – χωρίς και αυτών η
υλοποίηση να είναι εξασφαλισμένη- αν δεν διανοίξει διάπλατα η λεωφόρος
προς την ανάπτυξη. Εξυπακούεται ότι αναφέρομαι σε ρυθμούς ανάπτυξης,
που δεν αρχίζουν με μηδέν, αναφέρομαι σε ανάπτυξη ταχεία που να είναι
σε θέση να επαναφέρει σε λίγες μόνο δεκαετίες την ελληνική οικονομία
στο επίπεδο του 2009, σε ανάπτυξη συνεχή, που να τροφοδοτείται με
μεθόδους, οι οποίες οδήγησαν στο παρελθόν τις σύγχρονες προηγμένες
οικονομίες σε ταχύρρυθμη πρόοδο. Ως μακροοικονομολόγος, γνωρίζω
φυσικά, και τα όρια και τους κινδύνους μιας τέτοιας πρότασης, ώστε να μη
χρειάζεται η συνήθης υπενθύμιση ότι «τώρα, τα πράγματα διαφέρουν επειδή
έχουμε παγκοσμιοποίηση».
Το σοβαρότατο σφάλμα, αυτού του προγράμματος, κατά την άποψή μου πάντοτε, είναι το χλωμό και απαράδεκτα συντηρητικό και φοβικό περιεχόμενό του, ορθώνοντας, έτσι, αυτό το ίδιο, ηθελημένα, απαγορευτικές κόκκινες γραμμές
στις δυνατότητες δράσης του. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να είναι
εκ των προτέρων αναποτελεσματικό, ενόψει της αβυσσαλέας έκτασης των
ελληνικών προβλημάτων, που απαιτούν λύση μέσα από αυτό. Συγκεκριμένα,
παρότι η πιθανότητα ρήξης με τους δανειστές θα έπρεπε
να προβάλλεται, αποφασιστικά, σε κάθε σελίδα του, το πρόγραμμα αντιθέτως
καταθέτει ουσιαστικά αυτό το δραστικό όπλο, που έχει στην κατοχή του,
δηλώνοντας ότι «η όποια λύση βρίσκεται εντός της ΕΕ και του ευρώ».
Η δήλωση
αυτή είναι, πράγματι, ανώδυνη και βολική για τους δανειστές. Καθησυχάζει
τους εταίρους μας, απομακρύνοντας τους από τον πανικό, που βίωσαν
στις Κάννες, με μόνη τη σκέψη μιας πιθανής προσφυγής των Ελλήνων σε
δημοψήφισμα, με το ερώτημα «μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη». Εξάλλου,
αποδαιμονοποιεί και τον ΣΥΡΙΖΑ, στην κρίση των δανειστών, που τον
αποδέχονται ήδη, χωρίς φόβο, εφόσον ουσιαστικά τους υπόσχεται ελάχιστες
αλλαγές.
Ας δούμε, λοιπόν, μέσα από το ογκώδες αυτό πρόγραμμα, τι λύσεις προτείνονται και για ποιους λόγους αυτές είναι ανέφικτες.
Ι. ΦΡΟΥΔΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΕΠΙΤΥΧΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ
Το βασικό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ είναι η «σκληρή» διαπραγμάτευση του χρέους, με απώτερο στόχο τη διαγραφή του σημαντικότερου τμήματός του. Στο σημείο αυτό, αν και προς το παρόν μόνον ως πρόθεση, έρχεται σε αντίθεση με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις
των τελευταίων τεσσάρων κρίσιμων ετών. Γιατί, αυτές, όπως είναι γνωστό,
δεν είχαν εντάξει την όποια διαπραγμάτευση του χρέους, στη στρατηγική
τους. Αντιθέτως, δέχονταν χωρίς συζήτηση και αδιαμαρτύρητα να
υπογράφουν τη μία μετά την άλλη τις καταδίκες της χώρας. Η μοναδική τους
έννοια ήταν μη τυχόν δυσαρεστήσουν την Τρόικα, και
πώς να εκτελέσουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο όλα όσα σκότωναν και
εξευτέλιζαν στο έπακρον την Ελλάδα. Με αιχμή του δόρατος, πρώτον τις «μεταρρυθμίσεις» οι οποίες έσυραν βίαια την Ελλάδα πίσω στα 1980, και δεύτερον το χωρίς οίκτο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας-ολόκληρης της Ελλάδας. Είναι, επομένως, απολύτως δικαιολογημένη η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, που εμμένει στην ανάγκη διαπραγμάτευσης
με τους δανειστές. Δεν είναι, όμως, δυστυχώς βάσιμη η ελπίδα του ότι
μέσω των όποιων διαπραγματεύσεων θα λυθεί το αδιέξοδο του μη βιώσιμου
ελληνικού χρέους. Και ας δούμε γιατί.
Αποτελεσματικές
διαπραγματεύσεις, δηλαδή διαπραγματεύσεις που θα έσωζαν την Ελλάδα από
την καταστροφή, θα απαιτούσαν πάνω από όλα την άρση αυτής της στραγγαλιστικής και διαρκούς λιτότητας, την οποία επιβάλλει σε ολόκληρη την Ευρώπη η κυρία Μέρκελ, ακόμη και τώρα που η απειλητική δαμόκλεια σπάθη του αντιπληθωρισμού,
είναι προ των πυλών. Το τέρας αυτό του αντιπληθωρισμού, απείρως
καταστρεπτικότερο του πληθωρισμού, όταν εμφανίζεται, ριζώνει για τα καλά
και αποτελειώνει τα θύματά του. Η Ευρώπη, με τη Γαλλία στις επάλξεις και συνοδευόμενη από την Ιταλία και την Ισπανία-
για την Ελλάδα δεν μπορεί φυσικά να γίνει λόγος αφού δέχεται πειθήνια
τη μοίρα της- συνειδητοποιεί, ήδη, τον κίνδυνο που την απειλεί και
προσπαθεί να αντιδράσει, έχοντας την δειλή υποστήριξη και ορισμένων
αξιωματούχων της ΕΕ. Ωστόσο, η κυρία Μέρκελ, παραμένει ανένδοτη και
ανυποχώρητη. Και όχι, απλώς, υπερασπίζεται την καταστρεπτική αυτή
συρρικνωτική μακροοικονομική πολιτική, αλλά επιπλέον-όπως πρόσφατα
αποκάλυψαν οι Financial Times- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτίθεται να υιοθετήσει ακόμη πιο αυστηρή ερμηνεία των κανόνων, που διέπουν τον προϋπολογισμό.
Στο
σημείο αυτό κρίνω απαραίτητο να υπενθυμίσω ότι παράλληλα με την εμμονή
των Γερμανών για τη διαιώνιση αυτής της καταστρεπτικής ευρωπαϊκής
μακροοικονομικής πολιτικής, που αντικατοπτρίζει την υιοθέτηση της πιο
ακραίας νεοφιλελεύθερης θεώρησης, υπάρχει και μια λεπτομέρεια
καταλυτικής σημασίας που, συχνά, λησμονείται. Ότι, δηλαδή, το ευρώ, επειδή δημιουργήθηκε πρόωρα και προφανώς χωρίς να έχει προηγηθεί σοβαρή μελέτη, αδυνατεί να λειτουργήσει σε περιβάλλον, που δεν του εξασφαλίζει συνθήκες αυστηρής νομισματικής σταθερότητας.
Ακριβώς, η έλλειψη εθνικού κράτους το οποίο να το ρυθμίζει, καθιστά
το ευρώ ουδέτερο νόμισμα, δηλαδή νόμισμα ανίκανο να προκαλέσει
πληθωρισμό και αντιπληθωρισμό.
Ωστόσο,
οι διάφορες συνθήκες που ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας του,
αρκέστηκαν να το θωρακίσουν αποκλειστικά και μόνο εναντίον του
πληθωρισμού, αλλά όχι και εναντίον της ύφεσης και του αντιπληθωρισμού. Είναι, συνεπώς, ξεκάθαρο ότι η τυχόν άρση της πολιτικής λιτότητας στην Ευρώπη ισοδυναμεί με την αδυναμία επιβίωσης του ευρώ.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το αδιέξοδο γίνονται πολλές
συζητήσεις για την ανάγκη ριζικού επανασχεδιασμού του κοινού ευρωπαϊκού
νομίσματος, παρότι δεν έχουν, προς το παρόν, εξευρεθεί εκείνες οι
παράμετροι που θα το καθιστούσαν κανονικό νόμισμα.
Η δεινή
θέση στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, που
αυξάνουν άφοβα την ποσότητα κυκλοφορίας του νομίσματός τους, και έχουν
ήδη εισέλθει σε ικανοποιητική τροχιά ανάπτυξης, ενθαρρύνει ελπίδες είτε γενικευμένης εγκατάλειψης του ευρώ και επιστροφής στα εθνικά νομίσματα των επί μέρους οικονομιών-μελών της Ευρωζώνης, είτε ριζικής αναθεώρησης
των πυλώνων του. Δεν είναι, όμως, λογικό να υποτεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ
επενδύει το πρόγραμμά του σε μια τέτοια προοπτική, που εκτός του ότι
είναι αβέβαιη, δεν είναι επιπλέον εξέλιξη που προβλέπεται για την
επαύριον. Αντιθέτως, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να τρέφει την ουτοπία ότι οι αντιδράσεις του θα εισακουστούν
από τους δανειστές. Και το εύλογο ερώτημα είναι, από που και πως
δικαιολογείται να αντλεί ο ΣΥΡΙΖΑ αυτής της μορφής την αισιοδοξία,
ενόσω ακόμη και η Γαλλία, η στενότερη συνεργάτης της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή υπόθεση, αντιμετωπίστηκε με απόλυτη ψυχρότητα
από την κυρία Μέρκελ, όταν της ανήγγειλε ότι αδυνατεί να περιορίσει το
έλλειμμα του προϋπολογισμού της πριν από το 2017. Ειδικά τώρα πια που
δεν απειλείται το ευρώ, από τυχόν αποχώρηση της Ελλάδας, δεδομένου ότι
και η διάδοχος πολιτική κατάσταση δήλωσε ανενδοίαστα ότι «θα παραμείνει στην Ευρωζώνη»,
εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί οι εταίροι θα της έκαναν τη χάρη να
μετριάσουν τα μαρτύριά της; Έχουν ποτέ δείξει οι δανειστές μας, στα
τέσσερα αυτά δραματικά χρόνια, ότι νοιάζονται για την τύχη μας;
ΙΙ. ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ
Χωρίς την είσοδο στο προσκήνιο, μιας ρήξης, που πιθανότατα θα ήταν αποτελεσματική και στο στάδιο της απλής απειλής,
λυπάμαι να διαπιστώσω ότι η προσφορά επίλυσης του προγράμματος του
ΣΥΡΙΖΑ, στο ελληνικό δράμα, θα είναι οριακή. Να υπενθυμίσω, σύντομα, το
γιατί.
Η
πρωταρχική επιδίωξη της Ελλάδας, για την αμέσως επόμενη περίοδο, πρέπει
να είναι η, με νύχια και δόντια, ανάπτυξη. Και εννοώ, βέβαια, ανάπτυξη
της μορφής που δεν χωρά στις ολοένα συχνότερες «θριαμβευτικές» κυβερνητικές εξαγγελίες, και που ουδεμία σχέση έχει με ρυθμούς που αρχίζουν με το μηδέν. Αντιθέτως, αναφέρομαι σε ρωμαλέα ανάπτυξη, που τρέχει με ρυθμούς 4-6%, ετησίως, που θα διατηρηθούν για μακρό χρονικό διάστημα, και τουλάχιστον μέχρις ότου απορροφηθεί η ανεργία του 28%,
συνολικά, και του περίπου 60% στους νέους. Μια τέτοια ανάπτυξη απαιτεί
μαζικές επενδύσεις- αρχικά δημόσιες, μέχρις ότου αναζωογονηθούν και οι
ιδιωτικές- της τάξης του 8-10% του ΑΕΠ- δηλαδή γύρω στα 17-19 δισεκατομμύρια το χρόνο.
Οι
προοπτικές, όμως, για την ελληνική οικονομία είναι ζοφερές, παρότι,
μοιραία θα παρατηρηθεί επιβράδυνση της μείωσης του ΑΕΠ και της ανεργίας
τα αμέσως προσεχή χρόνια, που φυσικά ουδόλως σημαίνει και έξοδο από την
κρίση. Το απαιτούμενο αυτό ποσό απέχει πολύ από τα 11,5 δισ ευρώ που προβλέπει το Σχέδιο Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά
και το ποσό αυτό δεν είναι διόλου σαφές από πού, αν και με τι
τρόπους θα εξασφαλιστεί. Η πολύ δυσάρεστη αίσθηση που αποκομίζει ο
αναγνώστης του ανά χείρας προγράμματος είναι ότι τα απαραίτητα κονδύλια
ανάπτυξης θα εξακολουθήσουν να αναζητούνται, μέσα στο ασφυκτικά κλειστό μνημονιακό κύκλωμα,
αν δεν έχει στο μεταξύ επέλθει ρήξη. Και να παρατηρήσω, παρενθετικά,
ότι το κύκλωμα αυτό, ουδόλως προβλέπεται να μεταβληθεί.
Πράγματι, οι σχετικές κυβερνητικές εξαγγελίες
για το δήθεν «τέλος των μνημονίων» είναι, εντελώς, αβάσιμες. Αβάσιμες,
και αναφορικά με τις προσδοκίες για τη δυνατότητα εξασφάλισης των
απαραιτήτων κονδυλίων από τις αγορές, που διαψεύστηκαν με αστραπιαία ταχύτητα: Πρώτον, εξαιτίας της σημαντικής αύξησης των spreads που αμέσως ακολούθησε, και δεύτερον εξαιτίας της ακόλουθης δήλωσης του διοικητή της ΕΚΤ Mario Dragui (02.10.2014): «
Οι οικονομίες με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα θα μπορούν να κάνουν
δεκτά τα ομόλογά τους μόνο τηρώντας πρόγραμμα που θα ορίζει τη
διενέργεια οικονομικών ελέγχων. Οι έλεγχοι αυτοί θα δημιουργήσουν
πιθανότατα προβλήματα στα ελληνικά πολιτικά κόμματα». Η δήλωση αυτή θα δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την προσφυγή της Ελλάδας στις αγορές, με επιτόκιο χαμηλότερο από αυτό με το οποίο δανείζεται από το ΔΝΤ. Τελικά, το πώς βαπτίζεται ένα μέτρο έχει ελάχιστη σημασία, αν το ίδιο αυτό μέτρο συνεχίζεται με διαφορετική ετικέτα. Και, ακριβώς, αυτό συμβαίνει με τα μνημόνια και τους διαδόχους τους. Τα μνημόνια, απλώς, συνεχίζονται ....
Στη συνέχεια, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά, ανάμεσα και σε άλλα, ότι θα κατορθώσει να συλλέξει 6 δισ. ευρώ από την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Το ποσό αυτό υπάρχει, ασφαλώς, στους κόλπους της τεραστίων διαστάσεων
ελληνικής φοροδιαφυγής, και μάλιστα σύμφωνα με εκτιμήσεις είναι πολύ
ανώτερο. Αλλά, όμως, η βεβαιότητα των συντακτών του προγράμματος, ότι θα
κατορθώσουν να τα συγκεντρώσουν- και μάλιστα αρκετά γρήγορα, γιατί
διαφορετικά η υλοποίηση του προγράμματος δεν θα είναι εφικτή- είναι
δύσκολο να υποστηριχθεί. Και τούτο διότι, όπως είναι γνωστό, ανάλογες
φιλότιμες προσπάθειες έγιναν πολυάριθμες φορές στο παρελθόν, αλλά όλες απέβησαν άκαρπες, χωρίς και να μπορεί να υποστηριχθεί ότι απουσίαζε, πάντοτε, από αυτές η σχετική πολιτική βούληση.
Αν, συνεπώς, επιβαρυνθεί με επιπλέον 6 δισεκατομμύρια φόρους η μεσαία
ελληνική τάξη, που ήδη έχει ανεπανόρθωτα αποδεκατιστεί και απομυζηθεί, η
ανάπτυξη θα γίνει άπιαστο όνειρο. Αλλά, και οι πηγές χρηματοδότησης
του ΤΧΣ και του ΕΣΠΑ, εκτός του ότι
προβλέπονται ανεπαρκέστατες δεν είναι και διόλου σίγουρο ότι θα
αποδώσουν τα αναμενόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελέσματα.
Εξάλλου, το χρέος της Ελλάδας, που ανέρχεται σε 176% στο ΑΕΠ της παραμένει, βεβαίως μη βιώσιμο, αν
και ακούστηκαν τελευταίως κάποιες φωνές, που χωρίς να δικαιολογήσουν το
πώς, αποδέχθηκαν ωστόσο ξαφνικά τη βιωσιμότητά του. Νομίζω ότι δεν
χρειάζεται να ασχοληθώ με τις αβάσιμες αυτές δηλώσεις. Θα στραφώ,
αντιθέτως, προς το πρωτογενές πλεόνασμα, που αν ή και όταν περάσει από
το χώρο του φανταστικού στον πραγματικό θα μπορούσε, θεωρητικά, να
συμβάλλει στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, καθώς αυτό καθεαυτό
ισοδυναμεί με εν δυνάμει ανάπτυξη. Ωστόσο, το πρωτογενές ελληνικό πλεόνασμα
των προσεχών ετών έχει ήδη προσφερθεί, με τις υπογραφές των
κυβερνώντων, στους δανειστές. Πριν ακόμη το ατενίσουμε, έπαψε να
ανήκει στην Ελλάδα, και συνεπώς δεν μπορεί να διατεθεί για την ανάπτυξή
της. Εκτός του πρωτογενούς πλεονάσματος, που δημιουργείται με την
πτώχεια του πάνω από το ήμισυ του ελληνικού πληθυσμού, με βρέφη που
δολοφονούνται πριν γεννηθούν και με ανερχόμενο αριθμό αυτοχείρων, η
Ελλάδα οφείλει να καταβάλλει ετησίως, για τόκους, 8 δισ. ευρώ στους δανειστές της.
Με τις
συνθήκες αυτές της ελληνικής πραγματικότητας, όλες οι αναπτυξιακές
προσδοκίες της επόμενης ημέρας έχουν ήδη πνιγεί. Η Ελλάδα ματώνει για
χάρη των δανειστών της, που ουδόλως ενδιαφέρονται να της εξασφαλίσουν
και ανάπτυξη. Αλλά χωρίς ανάπτυξη το χρέος, όχι μόνο
δεν είναι βιώσιμο- όσους κατά καιρούς κράχτες και αν εξασφαλίζει η
δήθεν βιωσιμότητά του-, αλλά αντιθέτως και εφόσον η πτώση του ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς συνεχιστεί, έστω και με μειωμένους ρυθμούς,- που είναι και το πιθανότερο- το χρέος θα γίνεται συνεχώς λιγότερο βιώσιμο, και η υλοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ολοένα πιο δύσκολη και βουτηγμένη στο αίμα.
ΙΙΙ. ΠΟΙΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ ;
Λυπάμαι διαπιστώνοντας ότι είναι απογοητευτικός ο συντηρητισμός του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, που ναι μεν αναφέρεται στην πιθανότητα ρήξης με τους δανειστές, αλλά φαίνεται να την εννοεί με ταυτόχρονη και υποχρεωτική «παραμονή στην Ευρωζώνη».
Τι είδους, λοιπόν, ρήξη θα είναι αυτή, και σε τι ακριβώς θα διαφέρει,
σε επίπεδο αποτελεσμάτων, από τις κατά καιρούς κυβερνητικές
εξαγγελίες ότι «έδιναν μάχες», ότι «έδιωχναν την Τρόικα» και άλλα τινά;
Δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι οι σοβαροί οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ-
γιατί, ασφαλώς διαθέτει και τέτοιους- αδυνατούν να αντιληφθούν το
αδιέξοδο του προγράμματός τους, χωρίς μια πραγματική ρήξη. Μια ρήξη,
χωρίς φοβικά σύνδρομα, που να διαμηνύει με πειστικό τρόπο ότι οι
εταίροι μας οφείλουν, επιτέλους, να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους
επειδή μας μεταχειρίστηκαν ως πειραματόζωο, επιβάλλοντας μας ένα πρωτόγνωρο πρόγραμμα,- αυτό της εσωτερικής υποτίμησης-,
προκειμένου να αποδειχθούν ορθές οι πάγια αποτυχημένες φανατικές
νεοφιλελεύθερες δοξασίες, και οδηγώντας μας σε ολοκληρωτική καταστροφή.
Αυτό, περίπου δήλωσε στις αρχές του χρόνου και ο επικεφαλής του ΔΝΤ Olivier Blanchard και
όχι μόνο. Η αποκατάσταση των συνεπειών αυτών των εγκληματικών
ενεργειών είναι, φυσικά, αδύνατη εκ των υστέρων. Το ελάχιστο που μπορεί
να γίνει, τώρα πια. είναι να μας επιτραπεί να αποπληρώσουμε αυτό το
τεράστιο χρέος- το οποίο εμφανώς γιγαντώθηκε εξαιτίας
του εσφαλμένου προγράμματος της δήθεν διάσωσής μας- μέσω ανάπτυξης και
όχι μέσω στραγγαλισμού των δυνατοτήτων της οικονομίας μας.
Χρειάζεται,
πράγματι, μεγάλη δόση αφέλειας, αλλά και άγνοιας των βασικών νόμων της
ανάπτυξης, αλλά και άγνοιας της οικονομικής ιστορίας, σχετικά με τον
τρόπο ανάπτυξης όλων σχεδόν των προηγμένων, τώρα, οικονομιών, για να
υποστηρίξει κανείς ότι η παντελώς κατεστραμμένη Ελλάδα θα μπορέσει να αναπτυχθεί, με τις σταγόνες ρευστότητας που της εξασφαλίζει η ευρωζώνη. Οι σταγόνες αυτές, όπως αποδεικνύει η ύφεση των οικονομιών-μελών της ευρωζώνης,
που ήδη αποπνέει και αντιπληθωριστικό άρωμα, δεν επαρκούν , ούτε για
την εξασφάλιση αναιμικής μεγέθυνσης των ήδη αναπτυγμένων οικονομιών.
Πως, λοιπόν, να αρκέσουν για την ανασυγκρότηση της κυριολεκτικά
εκθεμελιωμένης ελληνικής οικονομίας;
Σε
περίπτωση που ο γιατρός διαγνώσει σοβαρή ασθένεια και βέβαιο, αν και
αργό βασανιστικό θάνατο στον ασθενή, εκτός αν υποστεί μια δύσκολη
εγχείριση, με υψηλές όμως πιθανότητες επιτυχίας, τι θα είναι λογικό να
αποφασίσει ο ίδιος και η οικογένειά του; Μα, φυσικά, την επέμβαση.
Πέρα από τη σωρεία ανοησιών, που επαναλαμβάνονται συστηματικά από την πλειοψηφία των ΜΜΕ,
και όχι μόνο, σχετικά με τις βιβλικές καταστροφές που θα ακολουθήσουν
την επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα- οριστική ή για κάποιο κρίσιμο
διάστημα- και που δεν αξίζουν καν την πολυτέλεια της διάψευσης, η
Ελλάδα είναι ο ασθενής που αργοπεθαίνει με φρικτά μαρτύρια, ενώ η
επιστροφή στη δραχμή η επέμβαση, με σοβαρές πιθανότητες σωτηρίας.
Μια επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα, αν μελετηθούν εξονυχιστικά οι παράμετροι της
επιχείρησης, και αν δεν στραφούν εναντίον μας οι εταίροι μας, δεν θα
είναι καταστρεπτική. Αντιθέτως, υπόσχεται να εξασφαλίσει φαντασμαγορικά
αποτελέσματα, σε σχετικά μικρό διάστημα, και να επιτρέψει την Ελλάδα να
πληρώσει με αξιοπρέπεια το χρέος της, σε βάθος χρόνου βέβαια. Ο
ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, που αναφέρεται κατά κόρον, ως Αρμαγεδδών, για την περίπτωση επανόδου στη δραχμή, θα πρέπει εκ προοιμίου να αποκλειστεί σε οικονομία με 28% ανεργία, πριν αυτή απορροφηθεί.
Όσο για το επίσης κατά κόρον επιχείρημα εναντίον της επιστροφής στο
εθνικό μας νόμισμα, που αφορά αυτούς που θα πλουτίσουν, επειδή διαθέτουν
χρήματα στο εξωτερικό.... Θα έλεγα τόσο το καλύτερο, να πλουτίσουν, αν
με τα κατάλληλα μέτρα που θα ληφθούν, θα πειστούν να τα επαναφέρουν
και να τα επενδύσουν στην αναπτυσσόμενη Ελλάδα
Τέλος, από την επιστροφή στη δραχμή
είναι παράλογο να αναμένεται, ως η σπουδαιότερη θετική της συνέπεια, η
αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Όσοι υποστηρίζουν αυτό το
επιχείρημα, υπέρ της επιστροφής στη δραχμή λησμονούν ότι μια κατεστραμμένη οικονομία δεν μπορεί να γίνει αμέσως και ως εκ θαύματος ανταγωνιστική. Αντιθέτως, το βασικό επιχείρημα υπέρ της επιστροφής στη δραχμή είναι ότι θα κάνει εφικτή την ανάπτυξη-που τώρα αποκλείεται- και μέσω αυτής, σε μεταγενέστερο χρόνο, θα είναι λογική και η προσδοκία μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας.
* Η Μαρία Νεγρεπόντη Δελιβάνη είναι πρ. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας-Πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου